ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ καταστεί βαριά –και πατριαρχικά– τα κλισέ που αποδίδονται σχεδόν στους πάντες πλέον, αλλά μόνο με προσδιορισμούς όπως «τιτάνας» (του στοχασμού) ή «γίγαντας» (της θεωρίας) μπορεί να αποδοθεί το μέγεθος του Φρέντρικ Τζέιμσον που πέθανε χθες στα 90 του – ενός πραγματικού «κολοσσού» της κριτικής σκέψης και της πολιτισμικής ανάλυσης.
Παρότι πέρα και πάνω απ’ όλα υπήρξε Μαρξιστής, οι ιδέες, οι απόψεις και οι θεωρίες του μπορούσαν άνετα να κλονίσουν, να συνταράξουν και να διαμορφώσουν τη σκέψη και πολλών «άπιστων» (ή δύσπιστων έστω).
Ο έντονα «διαλεκτικός» του λόγος ήταν συχνά σύνθετος και πυκνός, ακόμα και αδιαπέραστος κάποιες φορές, αλλά όπως σημειώνεται σ’ ένα πρόσφατο άρθρο του περιοδικού Jacobin, «αυτά που συχνά φαίνονται να είναι παρεκκλίσεις ή παρεκτροπές είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα του λόγου του, τα οποία λειτουργούν μαζεύοντας ένα σύννεφο ιδεών που ξαφνικά οξύνονται σε μια στιγμή διορατικότητας, όπως μια αστραπή μέσα στην καταιγίδα».
Ως προσωπικότητα, ο ίδιος ξεπερνούσε το –τεράστιο σε εύρος– έργο του, κι αυτό παρότι δεν του άρεσε καθόλου ούτε η δημοσιότητα ούτε η «απλοποίηση» των ιδεών του.
Η πρώτη μου επαφή με το έργο του ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, με το βιβλίο του Signatures of the Visible (έμοιαζε πιο κοντά στο τότε «αντικείμενό» μου, τη θεωρία του κινηματογράφου δηλαδή, από πιο γνωστά έργα του όπως «Το πολιτικό ασυνείδητο» ή το «Μεταμοντερνισμός: Η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού») το οποίο ξεκινούσε αρκούντως εντυπωσιακά: «Το οπτικό είναι θεμελιωδώς πορνογραφικό… Οι ταινίες μας ζητούν να κοιτάξουμε τον κόσμο σαν να είναι ένα γυμνό σώμα».
Στον Τζέιμσον ανήκει επίσης και μια από τις πλέον καίριες και παροιμιώδεις φράσεις των καιρών μας. «Κάποιος είχε πει κάποτε ότι είναι πιο εύκολο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου από το να φανταστούμε το τέλος του καπιταλισμού», έγραφε το 2003 σ’ ένα κείμενό του στο New Left Review με τίτλο Η πόλη του μέλλοντος, «μπορούμε όμως πλέον να το ανασκευάσουμε αυτό και να αποπειραθούμε να φανταστούμε τον καπιταλισμό ως το τέλος του κόσμου».
Εκείνος ο «κάποιος» ήταν ο ίδιος ο Τζέιμσον (παρότι η αρχική φράση ή κάποια στενή εκδοχή της έχει αποδοθεί και στον Ζίζεκ), και το «κάποτε» ήταν δέκα χρόνια πριν, στο βιβλίο του Οι σπόροι του χρόνου του 1994: «Μοιάζει πιο εύκολο για εμάς σήμερα να φανταστούμε την ολοσχερή καταστροφή της γης και της φύσης από την κατάρρευση του ύστερου καπιταλισμού. Ίσως αυτό οφείλεται σε κάποιο έλλειμμα της φαντασίας μας».
Ως προσωπικότητα, ο ίδιος ξεπερνούσε το –τεράστιο σε εύρος– έργο του, κι αυτό παρότι δεν του άρεσε καθόλου ούτε η δημοσιότητα ούτε η «απλοποίηση» των ιδεών του. Στην εισαγωγή μάλιστα μιας ανθολογίας με κάποιες συνεντεύξεις του που είχε κυκλοφορήσει παλιότερα, εξηγούσε ο ίδιος γιατί δεν του αρέσει να δίνει συνεντεύξεις (το κείμενο είχε τίτλο On Not Giving Interviews). Ενώ όπως έλεγε, κατανοούσε την επιθυμία ή την απαίτηση του κοινού να εκφράζεται με πιο απλό και πιο ευθύ τρόπο, κάτι που μπορεί να γίνει μέσω μιας συνέντευξης, σημείωνε επίσης πως «για τον συνεντευξιαζόμενο όμως, αυτή η προϋπόθεση ενθαρρύνει κακές συνήθεις και στρέφει το μυαλό προς τις συμπυκνωμένες συνταγές από τις οποίες η σκέψη αργεί πολύ να αναρρώσει».