ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΣΟ ΑΚΥΡΟ –ή πόσο «cringe» με τρέχοντες όρους– μου φαινόταν ένα σίριαλ σαν το «Κωνσταντίνου και Ελένης». Θέλω να πω, υπήρχαν και καλύτερα ελληνικά εκείνη την εποχή όχι μόνο για να χαζέψει κανείς τρώγοντας αλλά για να παρακολουθήσει κανονικά στην τηλεόραση (οι «Δύο ξένοι» φερ΄ειπείν). Δεν είμαι σνομπ σ’ αυτό το ζήτημα, πάντα ήθελα να παρακολουθώ και κάποια ελληνική σειρά –ως ένα είδος comfort zone– και με λυπεί λίγο (δεν θα πεθάνω κιόλας) το γεγονός ότι δεν έχω βρει τίποτα τα τελευταία χρόνια που να λειτουργεί έστω ως μια περιστασιακή συνήθεια.
Υπάρχουν πάντα καλύτερες και χειρότερες παραγωγές, αλλά τίποτα στην πραγματικότητα που να δημιουργήσει μέσα μου μια οικειότητα με τον κόσμο και τους χαρακτήρες του. Καμιά φορά πετυχαίνω «Εγκλήματα» στο άσχετο, βλέπω λίγο αλλά σύντομα με πιάνει μια θλίψη και μια μελαγχολία ηλικιακού τύπου.
Αντιπροσωπεύουν ένα κουκούλι ή μια φούσκα ανεμελιάς οι σειρές αυτές που γυρίστηκαν σε μια εποχή (τέλη της δεκαετίας του ’90 και αρχή της επόμενης) που ολόκληρη η χώρα φαινόταν να ζει σε μια τέτοια φούσκα.
Τον ίδιο καιρό λίγο-πολύ (πριν από μια 25ετία) παιζόντουσαν –για πρώτη, αλλά όχι για τελευταία φορά, αυτή ίσως την πετύχουν τα δισέγγονά μας– και οι τρεις κωμικές σειρές που προαναφέρθηκαν, παρότι καθεμιά εκδήλωνε διαφορετική προσέγγιση στο είδος, γεγονός που κάνει εκείνη την εποχή να μοιάζει με κάποιου είδους «χρυσή περίοδο» της ελληνικής τηλεόρασης. Δεν ήταν.
Απλά μοιάζει ίσως έτσι εξαιτίας της δραματικής ξηρασίας που χαρακτηρίζει το πεδίο της ελληνικής τηλεοπτικής κωμωδίας εδώ και χρόνια. Και σίγουρα δεν είναι λίγοι όσοι και όσες μοιράζονται αυτή τη διαπίστωση, αν κρίνει κανείς από τη βαριά νοσταλγία που παρατηρεί ειδικά ανάμεσα στους πρώιμους millennials (τους γύρω από τα 40 χονδρικά) ακόμα και για σειρές που έχουν ξεχάσει και οι ίδιοι οι συντελεστές τους. Αντιπροσωπεύουν ένα κουκούλι ή μια φούσκα ανεμελιάς οι σειρές αυτές που γυρίστηκαν σε μια εποχή (τέλη της δεκαετίας του ’90 και αρχή της επόμενης) που ολόκληρη η χώρα φαινόταν να ζει σε μια τέτοια φούσκα.
Επιχειρώντας μια μη δοκιμασμένη αναλογία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι τηλεοπτικές σειρές της πρώτης δεκαετίας των ιδιωτικών καναλιών φαίνονται να έχουν υποκαταστήσει σ’ ένα μεγάλο κοινό τον ρόλο που έπαιζαν (και παίζουν;) για μισό αιώνα σχεδόν οι ελληνικές ταινίες της ακμής του βιομηχανικού σινεμά. Οι καταστάσεις, οι ατάκες, τα μέρη, τα σκηνικά, η υφή εκείνων των σειρών –πολλές από τις οποίες βρικολιακιάζουν στις παρυφές της μεταμεσονύκτιας τηλεοπτικής ζώνης, αποκτώντας πλέον μια απόκοσμη σχεδόν διάσταση– ανακυκλώνονται διαρκώς στο διαδίκτυο από τους νοσταλγούς, οι οποίο φυσικά δεν νοσταλγούν τόσο αυτές τις παραγωγές, όσο τα νιάτα τους. Δεν είναι κακό, και επίσης το γνωρίζουν (το γνωρίζουμε) και οι ίδιοι.
Και αν κρίνει κανείς από τα σχετικά memes, τα αποσπάσματα, τις αναφορές και όλο το σχετικό νταβαντούρι, η πιο αγαπημένη –η πιο δημοφιλής, η πιο μαζική, η πιο οικεία;– από τις σειρές για τις οποίες συζητάμε θα πρέπει να είναι, με «ποσοτικούς» όρους, το «Κωνσταντίνου και Ελένης». Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, ο Χάρης Ρώμας είπε ότι η σειρά μπήκε στο βιβλίο Γκίνες ως εκείνη με τις περισσότερες επαναλήψεις στον κόσμο (δηλαδή δεν είναι το «Ρετιρέ»;). Έστω και κατά προσέγγιση αν ισχύει κάτι τέτοιο, αποτελεί ίσως μια εξήγηση για την τόσο διαρκή και ακατάβλητη παρουσία της στην εγχώρια ποπ κουλτούρα.