ΒΡΕΘΗΚΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ στο Αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας, που πλέον έχει ξεπεράσει τα τρία χρόνια λειτουργίας ως ένας νέος ισχυρός πόλος στην τελετουργία και την οικονομία –ή τη βαριά βιομηχανία– του πένθους, που μέχρι πρωτίστως αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο της Εκκλησίας. Ήμουν εκεί για να αποχαιρετήσω πολύ προσφιλές συγγενικό πρόσωπο που μας άφησε νέος.
Το κλίμα ήταν βαρύ συνεπώς, όμως και χωρίς καθαρό βλέμμα ήταν αδύνατον να μην προσέξεις την υποβλητική αρχιτεκτονική του χώρου, έστω ως έναν αντιπερισπασμό στο πένθος. Λευκή, απέριττη, κλινική. Ανάμεσα στην ουτοπία και τη δυστοπία. Ένα σύνολο από «ντιζαϊνάτους» χώρους που αλληλοσυμπληρώνονται: ένα λιτό αίθριο, το αναψυκτήριο, η αίθουσα τελετών με τον πιανίστα και τον πρισματικό φεγγίτη στην οροφή απ' όπου μπαίνει σαν αντανάκλαση το φως, που για την περίσταση την οποία εξυπηρετεί το συγκρότημα μοιάζει πάντα επουράνιο.
«Μη λες πενθώ, παραείναι ψυχαναλυτικό. Δεν πενθώ. Υποφέρω».
Σε διάφορα σημεία του χώρου υπενθυμίζονται σε επίμονο βαθμό οι πολυετείς και μάταιες, μέχρι πολύ πρόσφατα, προσπάθειες των διάφορων φορέων (με αποκορύφωμα την «Ελληνική Κοινωνία Αποτέφρωσης» που είδε τελικά να ευοδώνεται κι εδώ το αυτονόητο οπουδήποτε αλλού) που κατά καιρούς ζητούσαν από την πολιτεία να θεσμοθετήσει τη λειτουργία ενός αποτεφρωτηρίου, παρά τις έντονες και κακόφωνες αντιρρήσεις της Εκκλησίας.
Στο αίθριο δεσπόζουν δύο μεγάλες πλακέτες οι οποίες αφηγούνται τις περιπτώσεις δύο επιφανών «πρωτοπόρων» της αποτέφρωσης: του μαέστρου Δημήτρη Μητρόπουλου, που μετά τη μεταφορά της τέφρας του η Εκκλησία της Ελλάδος αρνήθηκε να του προσφέρει νεκρώσιμη τελετή, και της Μαρίας Κάλλας, οι στάχτες της οποίας ως γνωστόν μεταφέρθηκαν από το Παρίσι για να ριχτούν στο Αιγαίο. Ο σκιώδης τρόπος, σύμφωνα με τους Γάλλους τουλάχιστον, με τον οποίον αποσπάστηκε η τεφροδόχος από τους ημέτερους αξιωματούχους, δεν αναφέρεται στην πλακέτα.
Κατά την είσοδο στο κτίριο που στέκεται αλλόκοτο μέσα στο βουκολικό φυσικό περιβάλλον, ο χώρος υποδοχής θυμίζει ρεσεψιόν μπουτίκ ξενοδοχείου, ενώ επίσης υπάρχει εκθετήριο τεφροδόχων και κοσμημάτων ενθύμησης, αλλά και ένας ζεν «κήπος ενθύμησης» έξω από το αίθριο. Πολιτισμός, εν ολίγοις.
Η τελετή στην αίθουσα αποχαιρετισμού υπήρξε βαθιά συγκινητική και απολύτως αρμόζουσα, δεν είμαι απολύτως σίγουρος όμως αν θα επέλεγα την αποτέφρωση ως έξοδο – όχι για τον εαυτό μου (δεν με νοιάζει καθόλου, σήμερα τουλάχιστον) αλλά για τα οικεία πρόσωπα που θα παρευρίσκονταν εκτελώντας το θλιβερό τους καθήκον. Θα το άφηνα πάνω τους μάλλον.
Το βέβαιο είναι ότι τα συνωστισμένα αστικά νεκροταφεία δεν αποτελούν ελκυστική προοπτική για κανέναν. Ούτε γνωρίζω πραγματικά τις οικολογικές ή βιολογικές παραμέτρους σε σχέση με το δίλημμα καύση ή ταφή. Το βάρος και η βεβαιότητα του Οριστικού σκεπάζει εξίσου νομίζω και τις δύο επιλογές. Το πένθος για τους οικείους είναι το ίδιο.
Θυμήθηκα τώρα κάτι που έγραφε ο Ρολάν Μπαρτ στο «Ημερολόγιο Πένθους», κατακλυσμένος από αυτήν τη «ναυτία του ανεπανόρθωτου», όπως την περιέγραφε: «Μη λες πενθώ, παραείναι ψυχαναλυτικό. Δεν πενθώ. Υποφέρω».