ΔΥΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΒΑΡΙΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ «επωνύμων» για την χρονιά που τελειώνει, αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις του «κοινού», ήταν αυτές του Μάθιου Πέρι και του Σέιν ΜακΓκάουαν, οι οποίοι έφυγαν προς το τέλος της χρονιάς και με διαφορά ενός μήνα περίπου.
Ο θάνατός τους κέντρισε μια βαθιά και συναισθηματική φλέβα παρότι και οι δύο –ειδικά ο δεύτερος– είχαν επανειλημμένως «προειδοποιήσει» για το μοιραίο, καταβεβλημένοι καθώς ήταν εδώ και χρόνια –με διαφορετικούς τρόπους και με διαφορετικές ουσίες ο καθένας– από τις καταχρήσεις και από τους εθισμούς.
Ο «Τσάντλερ» ήταν και δεν ήταν εκεί σ’ εκείνο το άθλιο reunion του 2021 όπου μαζεύτηκαν τα «Φιλαράκια» για να εξαργυρώσουν για μια τελευταία φορά τους πολυπληθείς φαν της απόκοσμα σχεδόν δημοφιλούς σειράς.
Μερικούς μήνες πριν είχε κάνει πρεμιέρα το εξαιρετικό –και πολύ συγκινητικό αλλά διόλου ψυχοπονιάρικο– ντοκιμαντέρ του Τζούλιαν Τεμπλ, «Crock of Gold: A Few Rounds with Shane MacGowan», μια επική ωδή στον βίο και την πολιτεία του πανκ βάρδου, ηγέτη των Pogues και υπέρλαμπρου άστρου της ιρλανδέζικης διασποράς. Δεν ήταν λίγοι οι συμμετέχοντες στο ντοκιμαντέρ οι οποίοι εξέφραζαν την ίδια απορία: «Μα πώς καταφέρνει και ζει ακόμα;». Βλέποντάς τον ίδιον τον ΜακΓκάουαν στην ταινία μεταξύ τελειωτικής φθοράς και αιώνιας αφθαρσίας, συχνά ο θεατής είχε την ίδια απορία.
Κακά τα ψέματα όμως. Όταν χάνονται σε τέτοια βάθη φθοράς οι άνθρωποι, μας λείπουν, ακόμα κι αν δεν έχουν χάσει τον εαυτό τους, ακόμα κι αν τους δεχόμαστε και τους αγαπάμε όπως (έχουν φτάσει να) είναι.
Η μόνη –αλλά κρίσιμη διαφορά τους– εκτός από το γεγονός ότι ο ένας από τους δύο αγαπήθηκε κυρίως ως ένας χαρακτήρας μυθοπλασίας (αλλά μήπως και τα τραγούδια του άλλου δεν ήταν ένα είδος αυτοβιογραφικής μυθοπλασίας;) ήταν ότι ο Μάθιου Πέρι έκανε ό,τι μπορούσε για να κρύψει την κατάστασή του ή να την μετατρέψει έστω σε ηθικό δίδαγμα, ενώ ο Σέιν ΜακΓκάουαν ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα προσπαθούσε να απολογηθεί για τα «χάλια» του. Μάλιστα, αντίθετα από τον Πέρι, και παρά την εικόνα που παρουσίαζε, αποδείκνυε στην ταινία ότι το πνεύμα του παρέμενε οξύτατο και οι παρατηρήσεις του κοφτερές σαν ξυράφι. Η κατάστασή του δεν ήταν δείγμα εκτεταμένης αυτοκαταστροφής αλλά ασφυκτικού εναγκαλισμού της ζωής, με κάθε κόστος.
Κακά τα ψέματα όμως. Όταν χάνονται σε τέτοια βάθη φθοράς οι άνθρωποι, μας λείπουν, ακόμα κι αν δεν έχουν χάσει τον εαυτό τους, ακόμα κι αν τους δεχόμαστε και τους αγαπάμε όπως (έχουν φτάσει να) είναι.
«Ήταν στιγμές που ήταν τόσο συρρικνωμένος που μετά βίας λειτουργούσε και, ως φίλος του, ήταν σπαρακτικό να το βλέπω αυτό» γράφει ο Νικ Κέιβ σε μια σπέσιαλ νεκρολογία που δημοσιεύτηκε χθες στον Guardian, στο πλαίσιο του «εορταστικού» αφιερώματος της εφημερίδας στις μεγάλες απώλειες της χρονιάς.
«Υπάρχει ένας μύθος σύμφωνα με τον οποίον υπάρχουν κάποιοι πολύ "ιδιαίτεροι" άνθρωποι, που κάνουν τα πάντα σε βαθμό υπερβολής αλλά με κάποιο τρόπο συνεχίζουν να είναι δημιουργικοί, όμως αυτό δεν είναι αλήθεια. Ήταν λυπηρό να βλέπεις τον Σέιν να χάνει τα εξαιρετικά του χαρίσματα και να ελαχιστοποιείται τόσο πολύ με την πάροδο του χρόνου, αυτό όμως δεν σε εμποδίζει να αγαπάς κάποιον… Ανεξάρτητα, πάντως από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, είχε πάντα μια καλοσύνη πάνω του και ένα ανυπολόγιστο βάθος συναισθήματος για την ποιητική φύση της ανθρώπινης κατάστασης. Υπήρχε μια αλήθεια, μια διαύγεια ψυχής του πιο αγνού είδους. Κάτι τέτοιο δεν κρύβεται. Όλος ο κόσμος μπορούσε να το δει, γι' αυτό και αγαπήθηκε τόσο βαθιά από τόσους πολλούς ανθρώπους».