ΠΕΡΝΑΝΕ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, αραιώνουν οι συναυλίες που παρευρίσκεται κανείς παρότι κάποτε ήταν με διαφορά όχι μόνο η πιο σημαντική έξοδος αλλά το πιο σημαντικό πράγμα. Ανακαλώντας αυτό το συναίσθημα, δηλώνεις με ενθουσιασμό στα social media «θα πάω» ή «ενδιαφέρομαι» έστω, όταν φτάσει όμως εκείνη η μέρα και η ώρα ή το έχεις λησμονήσει ή είναι sold out η συγκεκριμένη εκδήλωση ή απλά «πού να τρέχουμε τώρα και να στριμωχνόμαστε μεγάλοι άνθρωποι…». Οι περισσότερες συναυλίες πλέον έχουν έναν χαρακτήρα νοσταλγικό, μια αλληλουχία από reunions για τους καλλιτέχνες και το πιστό τους κοινό.
Μαζί τους μπαίνεις στην περιοχή του μεταφυσικού ή του υπερφυσικού με τον τηλεπαθητικό, ενστικτώδη, σπλαχνικό σχεδόν, τρόπο με τον οποίον αλληλεπιδρούν και αυτοσχεδιάζουν, σαν μία οντότητα.
Είναι σπάνιες και πολύτιμες συνεπώς οι περιπτώσεις που μια συναυλία μπορεί να σου χαρίσει κάτι από εκείνη την φοβερή, διεγερτική και ζωογόνο υπέρβαση που βίωνες σε ζωντανές εμφανίσεις που διαμένουν έκτοτε στην περιοχή του μύθου. Κάτι σαν αυτό που περιγράφει ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ (γνωστό και μη εξαιρετέο «αρρωστάκι» του λεγόμενου κάποτε ανεξάρτητου ροκ) στο πέμπτο βιβλίο της περιβόητης εξάτομης μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας του «Ο αγών(ας) μου», για τους Sonic Youth εν προκειμένω: «Χανόμουν μέσα στη μουσική, κυριολεκτικά, την έβλεπα σαν δωμάτια και διαδρόμους, πατώματα και τοίχους, χαντάκια και πλαγιές, μικρά δάση ανάμεσα σε πολυκατοικίες και σιδηροδρομικές γραμμές, και δεν έβγαινα από εκεί παρά μόνο όταν τελείωνε το κομμάτι, για να πάρω μια ανάσα πριν ξεκινήσει το επόμενο και χαθώ ξανά».
Κάπως έτσι ήταν και η εμπειρία της προχθεσινής συναυλίας του εξαίσιου και πολυδύναμου ντουέτου των Xylouris White στην Αθήνα, που δέκα χρόνια μετά την ίδρυσή τους απέδειξαν για άλλη μία φορά τι μυσταγωγία και υπέρβαση μπορεί να προσφέρει και τι σύμπαντα μπορεί να εγκλωβίσει σ’ έναν μικρό συναυλιακό χώρο μια μπάντα που αποτελείται μόνο από ντραμς και λαούτο. Φυσικά, ο Jim White δεν είναι ένας τυχαίος ντράμερ. Όπως πολύ πετυχημένα είχε πει η PJ Harvey, «το απαλό και ακριβές άγγιγμά του είναι σαν μπαλέτο», κάτι που διαπιστώνει κανείς κάθε φορά που τα χέρια του προεκτείνονται με τις μπακέτες και υψώνονται σαν σιλουέτες που λικνίζονται στο σκοτάδι. Ούτε ο Γιώργης Ξυλούρης είναι ένας τυχαίος παραδοσιακός ερμηνευτής, και όχι μόνο επειδή ανήκει σε μια από τις επιφανείς δυναστείες της ελληνικής μουσικής. Το λαούτο στα χέρια του είναι ένα όργανο που νομίζεις ότι μπορεί να παίξει τα πάντα και η φωνή του βουτάει από τα βάθη της θάλασσας στις χιονισμένες βουνοκορφές ακόμα και στο ίδιο τραγούδι.
Μαζί τους μπαίνεις στην περιοχή του μεταφυσικού ή του υπερφυσικού με τον τηλεπαθητικό, ενστικτώδη, σπλαχνικό σχεδόν, τρόπο με τον οποίον αλληλεπιδρούν και αυτοσχεδιάζουν, σαν μία οντότητα. Οι ταμπέλες χάνουν κάθε νόημα και η μουσική – μία και αδιαίρετη, είτε πρόκειται για post-rock είτε για ελευθεριακή τζαζ είτε για ριζίτικα – σε παρασέρνει στα λημέρια της μαγείας. Καλομαθαίνουμε εσχάτως. Μυσταγωγική αναμένεται και η αυριανή (Σάββατο) εμφάνιση της υπερ-εκλεκτικής τριάδας (ντραμς, πιάνο, κοντραμπάσο) των The Necks – επίσης από την Αυστραλία, όπως ο Jim White – στον χώρο του Ωδείου Αθηνών, ένα σχήμα που εδώ και τριάντα χρόνια σχεδόν έχει αναγάγει τον λεπτό αυτοσχεδιασμό σε υψηλή τέχνη.