ΑΝ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ ΚΑΝΕΙΣ ΟΤΙ θα πέρναγα ξανά στη ζωή μου όχι μιάμιση αλλά επτά ευχάριστες και ανέμελα συναρπαστικές ώρες μέσα σ’ ένα τυπικό δημιούργημα του Γκάι Ρίτσι, θα γελούσα σαρκαστικά, εκτοξεύοντας ίσως και κάποιο γλαφυρό μπινελίκι (ιδανικά με κόκνεϊ προφορά) σαν αυτά που κοσμούν τους διαλόγους στο βίαιο, εκλεκτικά ανδροπρεπές, χαβαλιεδάρικο και διαρκώς εύφλεκτο σύμπαν των πιο χαρακτηριστικών από τις ταινίες του. Κι όμως, ελαφρώς καταβεβλημένος από μια ίωση καθώς ήμουν, έβαλα να χαζέψω για λίγο αυτήν τη «Γκάι Ριτσι-άδα» οχτώ επεισοδίων που εμφανίστηκε στο Netflix και παραλίγο να τη δω σερί ως το τέλος. Τελικά την παρακολούθησα σε δύο δόσεις και λυπήθηκα που δεν είχε κι άλλο, παρότι το πιο πιθανό είναι ότι θα υπάρξει και δεύτερος (τουλάχιστον) κύκλος. Έτσι είναι. Καμιά φορά η τηλεόραση πρέπει να είναι απλά τηλεόραση: ένας καλά μελετημένος ψυχαγωγικός αντιπερισπασμός, που σου αδειάζει το μυαλό από έγνοιες και προβληματισμούς.
Ο Έντι μπλέκει με όλο το φάσμα του ανθρώπινου θηριοτροφείου που μπορεί να συναντήσει κανείς στο σύμπαν του Ρίτσι και στην πορεία ανακαλύπτει ότι διαθέτει και ο ίδιος το χάρισμα και τη στόφα που απαιτείται για μια καριέρα στα όρια του νόμου και της κοινής ηθικής και συχνά πολύ πιο πέρα από αυτά.
Παρότι μοιράζεται ένα θεματικό πλαίσιο με την ομώνυμη ταινία του Ρίτσι, η σειρά δεν αποτελεί ούτε ξεχείλωμα, ούτε spin-off, ούτε prequel, ούτε sequel του κινηματογραφικού «The Gentlemen», ούτε και φιλοξενεί ονόματα-κράχτες όπως ο Μάθιου Μακόναχι ή ο Χιου Γκραντ, που δέσποζαν στο φιλμ του 2019. Πρωταγωνιστής εδώ είναι ο Τέο Τζέιμς, γνωστός (σ’ εμένα) από τον δεύτερο κύκλο της σειράς «The White Lotus», στον ρόλο του Έντουαρντ (ή «Έντι»), ενός νεαρού αριστοκράτη με καριέρα στον στρατό, ο οποίος μετά τον θάνατο του πατέρα του, Δούκα του Χάλστεντ, κληρονομεί, αντί του μεγαλύτερου αδελφού του –όπως είναι το πρωτόκολλο– τα περιουσιακά στοιχεία και την έπαυλη της οικογένειας. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως συνειδητοποιεί ότι τον καιρό της απουσίας του λειτουργούσε στα έγκατα της έπαυλης, με τη συγκατάθεση του πατέρα του, ένα τεράστιο, υπερσύγχρονο και εξαιρετικά επικερδές θερμοκήπιο καλλιέργειας κάνναβης, το οποίο ανήκει επίσης στην «αριστοκρατία», αλλά του λονδρέζικου υπόκοσμου αυτήν τη φορά.
Όποιος (ή όποια, αν και αυτό είναι λιγότερο σύνηθες) έχει δει έστω και ένα από τα τυπικά «γκανγκστερικά» έπη του Άγγλου σκηνοθέτη, μπορεί μάλλον να προβλέψει με σχετική ασφάλεια την εξέλιξη της ιστορίας. Ο Έντι μπλέκει με όλο το φάσμα του ανθρώπινου θηριοτροφείου που μπορεί να συναντήσει κανείς στο σύμπαν του Ρίτσι –παρακμιακοί αριστοκράτες, ψυχοπαθείς μαφιόζοι, καλόψυχα πρεζάκια, Βρετανοί Τσιγγάνοι, πυγμάχοι παράνομων αγώνων, κακοποιοί πάσης φύσεως και κλίμακας– και στην πορεία ανακαλύπτει ότι διαθέτει και ο ίδιος το χάρισμα και τη στόφα που απαιτείται για μια καριέρα στα όρια του νόμου και της κοινής ηθικής και συχνά πολύ πιο πέρα από αυτά.
Όσο κι αν μοιάζει παρωχημένο πλέον, δεν θα μπορούσε να λείπει και το βαρύ στυλιστικό οπλοστάσιο του Ρίτσι, το οποίο όμως φαίνεται να λειτουργεί μια χαρά στην επεισοδική φύση και τις πυροτεχνικές βινιέτες μιας τηλεοπτικής σειράς. Αντίθετα από τις ταινίες του, επίσης, η προσέγγιση εδώ μοιάζει να είναι πιο χαλαρή και πιο διακριτική, επιτρέποντας τη σύνδεση του θεατή με τους κεντρικούς χαρακτήρες (το καστ είναι ομολογουμένως άψογο), ακόμα κι αν αυτοί αρνούνται πεισματικά να ξεφύγουν από τα όρια ενός αρχέτυπου ή μιας καρικατούρας.
The Gentlemen | A Guy Ritchie Series Official Trailer | Netflix