Όπως και για αναρίθμητους ανθρώπους στον πλανήτη εδώ και πέντε - έξι γενιές, η πρώτη μου επαφή με το έργο του Χέμινγουεϊ ήταν «Ο γέρος και η θάλασσα», η ανάγνωση του οποίου ήταν περίπου υποχρεωτική στα μαθητικά χρόνια, όπως τα βιβλία του Μενέλαου Λουντέμη φερ΄ειπείν. Στην πραγματικότητα έμοιαζε τόσο βαρετό και τόσο ξένο από τις λαχτάρες και τις προσμονές ενός αγοριού, όσο μαρτυρούσε ο τίτλος του που ήταν απολύτως ακριβής σε σχέση με την πλοκή της νουβέλας. Και ποιο ήταν το νόημα που έπρεπε να βγάλουμε από αυτήν την παραβολή που φαινόταν στο τέλος να λέει ότι τα πάντα είναι μάταια (οφείλεις όμως να προσπαθείς παρ’ όλα αυτά);
Στην άλλη άκρη της εμπειρίας μου με το έργο του ανθρώπου που εμφανιζόταν ως ο Συγγραφέας (έχω προλάβει την παλιακή φράση «ποιος νομίζεις ότι είσαι, ο Χέμινγουεϊ;»), γεγονός που μπορούσε να είναι καταπιεστικό όσο και οι «επικοί» τίτλοι των διάσημων βιβλίων του («Θάνατος το απομεσήμερο», «Αποχαιρετισμός στα όπλα», «Για ποιον χτυπά η καμπάνα»), βρίσκεται η μέρα που διάβασα, αρκετά χρόνια αργότερα, το διήγημα «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο». Ίσως το πιο τέλειο διήγημα που έχει γραφτεί ποτέ.
Ό,τι και να διάβαζε κανείς όμως από το έργο του, όποια άποψη κι αν είχε για την λογοτεχνία του Χέμινγουεϊ (αξεπέραστη, ξεπερασμένη, συναισθηματική, μοιρολατρική), το μέγεθος της προσωπικότητας και του μύθου του πάντα το ξεπερνούσε, ακόμα και μετά από το διαρκές πριόνισμα του μύθου καθώς άλλαζαν οι εποχές και τα ήθη.
Το ντοκιμαντέρ του Κεν Μπερνς δεν διστάζει να φωτίσει και να καταδείξει τις διάφορες σκοτεινές κι αμφιλεγόμενες πλευρές της προσωπικότητας (ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι ανδρογυνικές / παρενδυτικές εξερευνήσεις του) και της συμπεριφοράς του χωρίς να χάνει την επαφή με την αξία και τη σημασία του έργου του.
Όπως όμως ισχυρίζονται στην αρχή του (και στην πορεία το πιστοποιούν πανηγυρικά) οι δημιουργοί αυτού του μεγαλόπνοου και συναρπαστικού ντοκιμαντέρ που φέρει ως τίτλο απλά το βαρύ επώνυμο του μεγάλου συγγραφέα με την ακόμα μεγαλύτερη (και πολύ πιο αμφιλεγόμενη από το έργο του) προσωπικότητα, ο άνθρωπος και ο συγγραφέας Χέμινγουεϊ παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τον μύθο. Και όπως κάθε ντοκιμαντέρ που φέρει την υπογραφή του σπουδαίου και πολυβραβευμένου Κεν Μπερνς – είτε πρόκειται για την τζαζ, τον Μαρκ Τουέιν, τον Φρανκ Λόιντ Ράιτ, τον Αμερικανικό Εμφύλιο, τον Πόλεμο στο Βιετνάμ, είτε με οτιδήποτε άλλο έχει καταπιαστεί – το Hemingway είναι ενδελεχές, υπεύθυνο, αντικειμενικό, εξαντλητικό στη χρήση υλικού, πηγών και συνεντεύξεων, επικό, οριστικό, υπέροχο.
Δεν είναι όμως αγιογραφία και ούτε θα είχε νόημα κάτι τέτοιο (παρά μόνο ως αντίδραση) σε μια εποχή σαν την δική μας όπου επαναπροσδιορίζονται, αναθεωρούνται και κάποιες φορές γκρεμίζονται από τα βάθρα τους εμβλήματα και τοτέμ του ένδοξου και αμαρτωλού παρελθόντος. Από την άλλη, ίσως τώρα είναι το ιδανικό timing για μια επανεξέταση της ζωής και του έργου του Χέμινγουεϊ, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των στοιχείων που μοιάζουν ανάρμοστα ή και κακόβουλα σ’ έναν κόσμο σαν τον τωρινό με πολύ πιο ανεπτυγμένες τις ευαισθησίες σε περιπτώσεις μισογυνισμού και ρατσισμού. Το ντοκιμαντέρ του Κεν Μπερνς δεν διστάζει να φωτίσει και να καταδείξει τις διάφορες σκοτεινές κι αμφιλεγόμενες πλευρές της προσωπικότητας (ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι ανδρογυνικές / παρενδυτικές εξερευνήσεις του) και της συμπεριφοράς του χωρίς να χάνει την επαφή με την αξία και τη σημασία του έργου του. Χωράνε στο ίδιο καζάνι και τα βίαια, φαλλοκρατικά του ξεσπάσματα και ο τρόπος με τον οποίον είχαν επηρεάσει το γράψιμό του οι πίνακες του Σεζάν και οι αριστοτεχνικές επαναλήψεις στο έργο του Μπαχ.
Η ταινία χωρίζεται σε τρία κεφάλαια, διάρκειας δύο ωρών το καθένα (σύνολο έξι, μικρού μήκους δηλαδή συγκριτικά με κάποιες άλλες δουλειές του) όπου με χρονολογική σειρά εξερευνώνται οι πολύπλοκες και γεμάτες τριβές και σπίθες διασυνδέσεις ανάμεσα στο άτομο, την περσόνα και το λογοτεχνικό του έργο.
Το πρώτο κεφάλαιο έχει τίτλο «Ένας Συγγραφέας (1899-1929)» και ξεκινά από τα περίεργα και πιθανόν καθοριστικά παιδικά του χρόνια στα προάστεια του Σικάγο (ας σημειώσουμε ότι από την οκταμελή οικογένειά του, δύο γονείς συν έξι παιδιά μαζί με τον ίδιον, αυτοκτόνησαν οι τέσσερεις), και συνεχίζει με την εμπειρία του από τον Πρώτο Παγκόσμιο με τον Ερυθρό Σταυρό, τον πρώτο του μεγάλο έρωτα, στο μέτωπο με μια νοσοκόμα, την δουλειά του ως πολεμικός ανταποκριτής (μεταξύ άλλων είχε καλύψει και την υποχώρηση του ελληνικού στρατού το 1922 στη Μικρά Ασία), τα ευτυχισμένα νεανικά χρόνια στο Παρίσι με την πρώτη του σύζυγο Χάντλεϊ Ρίτσαρντσον, το πρώτο του βιβλίο («Ο ήλιος ανατέλλει ξανά») και την τεράστια επιτυχία που ήρθε με το δεύτερο («Αποχαιρετισμός στα όπλα») προτού κλείσει τα τριάντα.
Το δεύτερο έχει τίτλο «Το Άβαταρ (1929-1944)» και η διαδρομή του περιλαμβάνει την σχέση του με την δεύτερη σύζυγό του, την Πολίν Φάιφερ, την εγκατάστασή τους στη Φλόριντα, την Δημοκρατική στράτευσή στον Ισπανικό Εμφύλιο και την αρχή της θυελλώδης σχέσης του με την τρίτη γυναίκα του, την ανταποκρίτρια και συγγραφέα Μάρθα Γκέλχορν. Το τρίτο κεφάλαιο, τέλος, που έχει τίτλο «Η λευκή σελίδα (1944-1961)», έχει έναν ελεγειακό τόνο, παρότι στην αρχή του ο Χέμινγουεϊ είναι 45 μόλις χρονών (έμοιαζε όμως ήδη πολύ μεγαλύτερος ακόμα και με τα τότε κριτήρια).
Έχει γνωρίσει όμως ήδη την τέταρτη γυναίκα του, την Μαίρη Γουέλς (με τα χίλια ζόρια άντεξε κι εκείνη, ως το τέλος), έχει κάνει το ηρωικό του κομμάτι του στο τέλος του πολέμου, «απελευθερώνοντας» το αγαπημένο του Παρίσι, έχει ήδη αγαπήσει την Κούβα, την οποία θα κάνει δεύτερο (και πρώτο κατά καιρούς) σπίτι του. Σταδιακά όμως, καταγράφεται με όλο και πιο θλιβερούς τόνους, η τελευταία πράξη της ζωής του, στα πιο θολά απόνερα του χρόνιου αλκοολισμού και της ψυχωτικής κατάθλιψης, και μέχρι την αυτοκτονία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν ένας εφιάλτης, τόσο για τον ίδιον όσο και για όσους εμπλέκονταν στην εκτροχιασμένη και γεμάτη βαριά προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας πορεία του.
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά, αλλά και πιο αμήχανα ίσως για τον θεατή, σημεία του ντοκιμαντέρ είναι ένα σπάνιο απόσπασμα από μια τηλεοπτική συνέντευξη που είχε δεχτεί να κάνει στο σπίτι του για το δίκτυο NBC το 1954, λίγο αφότου είχε πάρει το βραβείο Νόμπελ (δεν πήγε να το πάρει, του το πήγαν οι Σουηδοί στην πόρτα του) ενώ μερικούς μήνες πριν είχε επιζήσει δύο (2) φορές μέσα σε δύο μέρες από δύο διαφορετικές πτώσεις αεροπλάνων στα οποία επέβαινε στην τελευταία αφρικανική του εξόρμηση.
Τίποτα δεν τρομοκρατούσε περισσότερο αυτή την μεγαλοπρεπώς (και κραυγαλέα) αντρίκεια μορφή που είχε βρεθεί στην πρώτη γραμμή τόσων πολέμων και είχε δαμάσει (και κατασφάξει) τόσα άγρια θηρία στην Αφρική, από το να μιλά σε μια τηλεοπτική κάμερα. Δέχτηκε μόνο υπό τον όρο να έχει δεχτεί από πριν τις ερωτήσεις και να διαβάζει τις απαντήσεις του από κάρτες. Ακόμα κι έτσι όμως, το θέαμα είναι τραγικό. Ο Χέμινγουεϊ βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ώστε διαβάζει φωναχτά ακόμα τα σημεία στίξης στις κάρτες με τις απαντήσεις του: «… τις αλλαγές, κόμμα, που είδα στην Αφρική την τελευταία φορά, τελεία».
Όπως και σε άλλα ντοκιμαντέρ του Μπερνς, η φωνή του αφηγητή ανήκει στον ηθοποιό Πίτερ Κογιότε, ενώ τον Χέμινγουεϊ «υποδύεται» να διαβάζει αποσπάσματα από επιστολές και σημειώματα ο Τζεφ Ντάνιελς (η Μέριλ Στριπ χαρίζει τη φωνή της στην τρίτη γυναίκα του, την Μάρθα Γκέλχορν, που αξίζει από μόνη της ένα βιογραφικό ντοκιμαντέρ), ο οποίος ακούγεται κάποια στιγμή να λέει: «Είχα πάντα την ψευδαίσθηση ότι ήταν πιο σημαντικό, ή εξίσου σημαντικό, το να είσαι καλός άνθρωπος όσο και καλός συγγραφέας. Μπορεί να μη γίνω ούτε το ένα ούτε το άλλο, θα ήθελα όμως όσο τίποτα να είμαι και τα δύο». Ανάμεσα στους επιφανείς συμμετέχοντες που μιλάνε στην κάμερα για τον Χέμινγουεϊ και το έργο του – μεταξύ αυτών, ιερά τέρατα όπως ο Μάριο Βάργκα Λιόσα και η Έντνα Ο’ Μπράιαν – συναντάμε και έναν από τους γιους του, τον ενενηντάρη Πάτρικ Χέμινγουεϊ, ο οποίος παρότι τα είχε δει κυριολεκτικά όλα με τον πατέρα του, λέει προς το τέλος της ταινίας: «Αντίθετα από ιστορίες που έχω ακούσει για κάποιους μεγάλους καλλιτέχνες της εποχής του, θα έλεγα ότι ο μπαμπάς μου ήταν καλός πατέρας».