ΙΣΩΣ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ να νιώθουν άσχημα όσοι έσπευσαν τις προηγούμενες μέρες να χλευάσουν τον John Lydon (και πάλαι ποτέ Rotten, κατά τη σύντομη και εξόχως αυτοκαταστροφική βασιλεία των Sex Pistols) για την υποβολή τραγουδιού στον προσεχή διαγωνισμό της Eurovision.
Πόσο πιο χαμηλά θα πέσει ο πανκ «Αντίχριστος», αναρωτιόντουσαν, ανακαλώντας επ’ ευκαιρία όλες τις αντιδραστικές (φιλομοναρχικές, φιλοτραμπικές κ.λπ.) προβοκάτσιες που έχει εξαπολύσει τα τελευταία χρόνια, μεθοδικά υπονομεύοντας τον όποιο μύθο τού έχει απομείνει…
Μπορεί να μη γνώριζαν όμως το συγκείμενο πίσω από αυτή την υποψηφιότητα ή να μην είχαν ακούσει το εν λόγω τραγούδι, που αν τελικά εκπροσωπήσει την πολυνίκη του θεσμού Ιρλανδία (χώρα καταγωγής του Lydon), θα είναι ίσως το πιο ελεγειακό και το πιο ανάρμοστο με το πνεύμα του θεσμού κομμάτι που έχει ακουστεί ποτέ στον διαγωνισμό.
«Hawaii» λέγεται και αποτελεί μια ερωτική αλλά και συγχρόνως αποχαιρετιστήρια επιστολή στη γυναίκα του Νόρα, που μπαινοβγαίνει εδώ και μερικά χρόνια στους σκοτεινούς θαλάμους και στις περιστρεφόμενες πόρτες του Αλτσχάιμερ. «Remember me, I’ll remember you» είναι η επωδός που στοιχειώνει το τραγούδι.
Είναι φοβερό να συμμετέχει στον διαγωνισμό ένα σχήμα που εκτός από τον Lydon περιλαμβάνει στην τωρινή του σύνθεση πρώην μέλη τόσο εκλεκτικών συγκροτημάτων του post-punk σύμπαντος, όπως το Pop Group και οι Mekons.
Θα είχε ομολογουμένως μια vintage πλάκα και μια «meta» διαστροφή να χρεωνόταν στο ταλαιπωρημένο από τις διενέξεις των πρώην μελών, brand των Sex Pistols η συμμετοχή στον διαγωνισμό («Οι Sex Pistols στη Eurovision!»), το κομμάτι όμως ερμηνεύεται από το άλλο (και απείρως πιο σημαντικό μουσικά) συγκρότημα του John Lydon, τους PiL (Public Image Limited).
Και πάλι όμως, είναι φοβερό να συμμετέχει στον διαγωνισμό ένα σχήμα που εκτός από τον Lydon περιλαμβάνει στην τωρινή του σύνθεση πρώην μέλη τόσο εκλεκτικών συγκροτημάτων του post-punk σύμπαντος, όπως το Pop Group και οι Mekons.
«Από τον Τζόνι Λόγκαν στον Τζόνι Ρότεν!», δήλωσε ο Lydon σχετικά με την ένδοξη προϊστορία της Ιρλανδίας στον θεσμό, και οι πιο παλιοί εξ ημών θα θυμούνται ίσως τον Ιρλανδό με το αγγελικό πρόσωπο και τη σπαρακτική φωνή που είχε κατ’ εξακολούθηση θριαμβεύσει στον διαγωνισμό κατακτώντας τρεις φορές την πρωτιά για τη χώρα του – το 1980 και το 1987 ως ερμηνευτής και το 1992 ως δημιουργός του νικητήριου άσματος.
Πάνω από 45 χρόνια έχουν περάσει από την ώρα που γνωρίστηκαν και συνδέθηκαν στην μπουτίκ της Vivienne Westwood, που αποτέλεσε τη φάτνη του βρετανικού πανκ, ο Lydon και η Νόρα Μάιερ Φόρστερ, η Γερμανίδα κληρονόμος εκδοτικής δυναστείας (ο πατέρας της ήταν εκδότης του Spiegel), που τον περνούσε δεκατέσσερα χρόνια, και έκτοτε έχουν παραμείνει αχώριστοι. Ακόμα και τώρα που εκείνη, στα 80 της πλέον, χάνεται όλο και πιο βαθιά στα μονοπάτια της άνοιας και στις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας που καταπίνουν όλες τις υπόλοιπες.
«Σηκώνεται μέσα στη νύχτα και τριγυρίζει στο σπίτι», έλεγε σε μια συνέντευξή του πριν από μερικούς μήνες ο John Lydon. «Αυτό με τρομάζει κι έτσι έχω μάθει να κοιμάμαι με το ένα μάτι ανοιχτό. Σπανίως καταφέρνω πάνω από τέσσερις ώρες ύπνου το βράδυ. Λατρεύω όμως τη στιγμή που ξυπνάει. Μου δίνει ενέργεια για την υπόλοιπη μέρα. Η Νόρα ξυπνά κάθε πρωί –κατά τις έξι συνήθως– και αμέσως γέρνει πάνω μου, μου χαϊδεύει τη μύτη και μου λέει "Hello, Johnny". Υπέροχο. Είμαι τυχερός που ακόμα με γνωρίζει. Αυτό είναι ζωτικής σημασίας. Κατανοώ φυσικά ότι όσο περνάει ο καιρός αυτό θα συμβαίνει όλο και λιγότερο…».