ΗΤΑΝ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ δεν περιορίζει τη θλίψη και τη συντριβή για την οριστική απώλεια αυτής της επίγειας θεότητας που αποτέλεσε με τη μουσική και την παρουσία της ένα τόσο υπέρλαμπρο και πανίσχυρο σύμβολο (αειθαλούς) ομορφιάς, απέριττου στυλ, έκφρασης, ερμηνείας, ελευθερίας.
Κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές έχω πει μέσα στις δεκαετίες ότι θα ξεκινήσω επιτέλους εντατικά γαλλικά για να μπορώ να καταλαβαίνω τι λένε και να τραγουδώ (ιδιωτικώς) τα κομμάτια του Σερζ Γκενσμπούρ και της Φρανσουάζ Αρντί, η δισκογραφία της οποίας, από την αυγή της δεκαετίας του ’60 μέχρι και πολύ πρόσφατα είναι γεμάτη από πλήθος εξαιρετικών άλμπουμ και από αναρίθμητα κυριολεκτικά διαμάντια, πολύτιμα δείγματα όλα τους μιας εξαίσιας και διαχρονικής ποπ αισθητικής που επηρέασε τόσα και τόσα από αυτά που αγαπήσαμε μέσα στα χρόνια.
«Τα γεράματα δεν είναι μάχη, είναι μακελειό», σύμφωνα με τον Φίλιπ Ροθ, μια αντίληψη που μοιάζει να ασπάζεται η αριστουργηματική ταινία του Γκασπάρ Νοέ, Vortex του 2021, που ξεκινά με την εικόνα μιας νεαρής Φρανσουάζ Αρντί να τραγουδά το “Mon amie la rose”, ένα από τα πιο γνωστά της κομμάτια, ένα τυπικό (για το ρεπερτόριο της) μελαγχολικό κομψοτέχνημα, που θρηνεί την θνητότητα των λουλουδιών, αλλά εμμέσως πλην σαφώς θρηνεί το πέρασμα του χρόνου και τον μαρασμό της νεότητας.
«Υπάρχουν τόσα όνειρα πέρα από τις νύχτες μας», είχε πει η ίδια κάποτε, «και τόση λιακάδα πέρα από τους γκρίζους τοίχους μας». Τον Γενάρη που μας πέρασε, ανήμερα των 80ών γενεθλίων της, τα οποία δεν γιόρτασε λόγω της επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας της, είχε δηλώσει: «Αν χρειαστεί να περάσω στην άλλη πλευρά το 2024, θα ήθελα, όπως και όλος ο κόσμος, το τέλος να είναι γρήγορο και όσο γίνεται πιο ανώδυνο». Και πρόσθεσε: «Θέλω να πιστεύω ότι οι ισχυρότεροι δεσμοί διατηρούνται για πάντα, ό,τι κι αν συμβεί και όπου κι αν βρισκόμαστε».
«Αν χρειαστεί να περάσω στην άλλη πλευρά το 2024, θα ήθελα, όπως και όλος ο κόσμος, το τέλος να είναι γρήγορο και όσο γίνεται πιο ανώδυνο».
Όπως είχε γράψει στα απομνημονεύματά της που είχαν κυκλοφορήσει και στα αγγλικά προ εξαετίας με τον τίτλο The Despair of Monkeys («Η απελπισία των πιθήκων»), όταν ήταν 18 ετών αλλά ήδη στα πρόθυρα της διεθνούς αναγνώρισης ως μοντέλο αρχικά και ως τραγουδίστρια, τη ρώτησε ο παππούς της: «Είσαι ευτυχισμένη τουλάχιστον;» Ήταν η πρώτη και η τελευταία κουβέντα που άκουσε από το στόμα του – είχε αποσυρθεί στη σιωπή χρόνια πριν.
Το ερώτημά του όμως θα την απασχολούσε για πάντα, καθώς παρ’ όλη την επιτυχία, τη δόξα, τη λάμψη, την καταξίωση και τον θαυμασμό των πάντων που είχε κερδίσει, τόσο η επαγγελματική όσο και η συναισθηματική της ζωή (είτε πλάι στον έρωτα, αλλά και δυνάστη, της ζωής της, τον Ζακ Ντιτρόν, είτε όχι) έμοιαζε συχνά με ναρκοθετημένο πεδίο που γινόταν ακόμα πιο δύσβατο εξαιτίας της παροιμιώδους ανασφάλειάς της. Σ’ ένα σημείο του βιβλίου που τώρα, μετά κι από τη δική της έξοδο προς το άπειρο αποκτά μια θλιβερή «επικαιρότητα», θυμάται η ίδια την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο Σερζ Γκενσμπούρ:
Το Σάββατο, 2 Μαρτίου 1991, είχαν έρθει κάποιοι φίλοι να δειπνήσουν σπίτι μου. Ένας από αυτούς, ο Ζιλμπέρ Φουκό, μουσικός παραγωγός της τηλεόρασης, μου τηλεφώνησε γύρω στις δύο τα ξημερώματα συντετριμμένος. Είχε μόλις ακούσει στο ραδιόφωνο, στο ταξί που τον πήγαινε σπίτι του, ότι ο Σερζ ήταν νεκρός. Όσο κι αν περιμέναμε αυτή την είδηση, το άκουσμά της προκάλεσε ένα αφάνταστο σοκ. Οι φήμες διέδιδαν ότι είχε πεθάνει στον ύπνο του και μόνο η βεβαιότητα ότι τα προβλήματα υγείας του θα είχαν δυσβάσταχτες διαστάσεις, αν ζούσε περισσότερο, μπορούσε να μετριάσει τον πόνο μας. Είναι τρομερό να το λες, αλλά στο σημείο που είχε φτάσει, ο θάνατος με αυτόν τον τρόπο –γρήγορα και προφανώς ήπια– ήταν το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να του συμβεί. Υπήρχαν σίγουρα πολλοί από εμάς που αισθανθήκαμε ότι η αναχώρησή του σήμαινε το οριστικό τέλος όχι μόνο μιας ολόκληρης εποχής, αλλά και της νιότης μας…
Françoise Hardy - Mon amie la rose (Vortex, 2021)