Η ΖΩΗ ΣΟΥ, ΛΟΙΠΟΝ. Να ‘τη, μπροστά σου –ίσως είναι ένας δρόμος, μια λωρίδα, μια διακεκομμένη γραμμή, ένας χάρτης–, ας πούμε ότι είσαι 25, μετά παίρνεις κάποιες αποφάσεις, κάνεις πράγματα, έχεις αποτυχίες, έχεις θριάμβους, γίνεσαι κάποιος, οδηγός λεωφορείου, καθηγητής ινδοευρωπαϊκής γλωσσολογίας, πειρατής, αισθητικός, περνούν τα χρόνια, ίσως έχεις οικογένεια ίσως όχι, ίσως είσαι ευτυχισμένος ίσως όχι, και μια μέρα ξυπνάς και είσαι εβδομήντα.
Κοιτάζοντας μπροστά σου βλέπεις μια μαύρη πόρτα. Αρχίζεις να παρατηρείς ότι η μαύρη πόρτα είναι πάντα εκεί, στην άκρη του ματιού, είτε την κοιτάς είτε όχι. Οι περισσότερες στιγμές την περιέχουν, οι περισσότερες στιγμές αφήνουν ένα ίχνος της μαύρης πόρτας στον πάτο του ποτηριού. Αναρωτιέσαι αν το βλέπουν και οι άλλοι. Τους ρωτάς. Λένε όχι. Ρωτάς γιατί. Κανείς δεν μπορεί να σου πει.
Πριν από ένα λεπτό ήσουν 25 ετών. Ακολούθως απέκτησες τη ζωή που ήθελες. Μια μέρα κοίταξες από τα 25 στο τώρα και να ‘τη η πόρτα, μαύρη, σε περιμένει.
Γράφω αυτό το κείμενο με στυλό σε ένα σημειωματάριο και είναι μια ταπεινωτική άσκηση. Ο γραφικός μου χαρακτήρας είναι ευανάγνωστος κατά 60 τοις εκατό το πολύ. Το χέρι μου είναι υπερβολικά εγώ. Και, ειλικρινά, μου είναι λίγο απεχθές.
Όταν διαγνώστηκα με τη νόσο του Πάρκινσον, ένα σύμπτωμα που με ταπείνωσε ιδιαιτέρως ήταν η αποσύνθεση του γραφικού μου χαρακτήρα. Πάντα απολάμβανα να γράφω σε σημειωματάρια, βουνά από δαύτα, μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο. Τώρα οι όρθιες πινελιές λυγίζουν ή σπάνε ή ξεφεύγουν προς κάθε κατεύθυνση, τα φωνήεντα συρρικνώνονται σε κηλίδες, η κλίση χάνει τη γωνία της, όλα μοιάζουν ντροπιαστικά. Σβήνω ολόκληρες παραγράφους από ντροπή.
Είναι δύσκολο να περιγράψω ή να εξηγήσω την ντροπή του κακού γραφικού χαρακτήρα. Ο κακός γραφικός χαρακτήρας είναι άσχημος. Επίσης, δεν είναι αυθεντικός. Με την έννοια ότι δεν είσαι πλέον εσύ.
Το Πάρκινσον είναι μια ασθένεια που απενεργοποιεί ορισμένα γονίδια στα κύτταρα του εγκεφάλου, κανείς δεν ξέρει γιατί. Μ’ αυτόν τον τρόπο πολλές σωματικές και κάποιες γνωστικές λειτουργίες αναστέλλονται ή συνθλίβονται.
Ο εγκέφαλος έχει τον δικό του γραφικό χαρακτήρα ο οποίος εξαρτάται από μια συγκεκριμένη πρωτεΐνη. Μπορώ να φανταστώ το φτωχό μου μυαλό να σηκώνει τα χέρια ψηλά με απόγνωση όταν βλέπει όλη την πρωτεΐνη της καλής γραφής να έχει χαθεί ή να έχει μεταλλαχθεί σε χάος.
Πόση διαφορά υπάρχει μεταξύ του γραφικού χαρακτήρα του Τζον Κιτς σε επιστολές ή σημειώσεις για ένα ποίημα και των «αντιγράφων» που έκανε για εκδότες ή φίλους. Μελετώ αυτήν τη διαφορά. Λέω στον εαυτό μου: «είναι απλώς θέμα προσοχής – γύρισε τη σελίδα, δώσε προσοχή, δοκίμασε ξανά». Προσπαθώ ξανά. Μάταια. Η ζωή γλιστράει ακόμη ένα σκαλοπάτι προς τη βαρβαρότητα.
Η ζωή δεν είναι πλέον δίκαιη!
Ο γραφικός χαρακτήρας είναι ένα σημάδι από μέσα μου που βγάζω προς τα έξω, συχνά με σκοπό να δείξω, να πω, να επικοινωνήσω.
Η γραφολογία είναι η μελέτη του γραφικού χαρακτήρα ως ένδειξη για την ανάλυση του χαρακτήρα. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι δεν αποτελεί μια σωστή ένδειξη.
Γραφική αποσύνθεση: τρομακτική επίσης ως εικόνα της γνωστικής κατάρρευσης που είναι άλλο ένα σταδιακό αποτέλεσμα της νόσου του Πάρκινσον. Ασάφεια, λήθη, ασυνέχεια, κενά και ρωγμές, επιβραδύνσεις, στάσεις. Όταν οι κριτικοί κάνουν λόγο για το «ύστερο ύφος» του Μπετόβεν ή του Μποντλέρ, εννοούν τα σημάδια στο χαρτί ως ένδειξη της στοιχειωμένης ομίχλης στο μυαλό;
«Στην ιστορία της τέχνης, τα ύστερα έργα είναι οι καταστροφές», γράφει ο Αντόρνο στα Δοκίμια για τη μουσική.
Γραφολογικά μιλώντας, η τέχνη του Σάι Τουόμπλι αποτελεί παρέκκλιση από τον κανόνα. Οι πίνακές του περιλαμβάνουν χειρόγραφες λέξεις χαραγμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να μην προσφέρουν κανένα στοιχείο για τον ίδιο, τον χαρακτήρα του ή την εσωτερική του κατάσταση. Γραφή προχειρογραμμένη, άκομψη, νωθρή, άχαρη – το χέρι δεν είναι κανενός, ή είναι οποιουδήποτε, ή είναι ένα μυθικό χέρι ή απλώς ένα στίγμα που έμεινε από κάτι που γράφτηκε εκεί πριν. Ένα σημάδι χωρίς πρόσωπο. Χωρίς ντροπή.
Οι νευρολόγοι φαίνονται να πιστεύουν πλέον ότι ο εγκέφαλος είναι πλαστικός και ότι ορισμένες δραστηριότητες μπορούν να τον επανασυνδέσουν, δημιουργώντας νέους νευρώνες που αντικαθιστούν τους χαμένους ή διεγείροντας νευρώνες που έχουν μείνει αδρανείς ή αργοί. Συνιστάται η πυγμαχία. Πηγαίνω σε ένα μάθημα πυγμαχίας τρεις φορές την εβδομάδα. Όλοι στην τάξη έχουν Πάρκινσον, με ποικίλους βαθμούς βλάβης.
Σε ένα ορισμένο σημείο κάθε μαθήματος ο εκπαιδευτής φωνάζει: «Φορέστε τα γάντια!». Σπεύδουμε στα ντουλάπια για τα γάντια του μποξ. Το πρώτο γάντι είναι εύκολο να το φορέσεις. Για το δεύτερο πρέπει να ζητήσεις βοήθεια. «Μη χρησιμοποιείτε τα δόντια σας!» φωνάζει ο εκπαιδευτής. Ενδιαφέρον στοιχείο: είναι αδύνατο να φέρεις στον νου τη μαύρη πόρτα την ώρα που κάποιος σου φοράει γάντια πυγμαχίας.
Όταν προσπαθώ να εκτελέσω μια περίπλοκη κίνηση, όπως ο συνδυασμός ένα-δύο-τέσσερα-πέντε στην πυγμαχία (αριστερό ντιρέκτ, δεξί κροσέ, δεξί hook, αριστερό άπερκατ), νιώθω τους νευρώνες στον εγκέφαλό μου να μοχθούν και να αγωνίζονται. Ναι, το νιώθω. Τώρα νομίζετε ότι είμαι τρελή. Συγγνώμη, «νευρολογικά διαφορετική».
Προσπαθώντας να σταθεί κανείς απέναντι σε ένα ρεύμα που δεν σταματά ποτέ να την τραβάει: τα βιβλία μου λένε να δίνω συνειδητή, συνεχή προσοχή σε ενέργειες όπως το περπάτημα, το γράψιμο, το βούρτσισμα των δοντιών μου, αν θέλω να αναστείλω ή να καθυστερήσω την κατάρρευση των νευρώνων στον εγκέφαλο. Είναι δύσκολο να ζεις μέσα σε μια διαρκή προσπάθεια. Είναι δύσκολο να ζεις μέσα στον όρο «εκφυλιστική νόσος», που σημαίνει ότι, όσο κι αν αγωνίζομαι, δεν κερδίζω.
Φυσικά οι πάντες αγωνίζονται σε όλη τους τη ζωή. Και κανείς δεν κερδίζει ενάντια στη θνητότητα. Αλλά υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να αγωνίζεσαι (φερ’ ειπείν) να μάθεις αρχαία ελληνικά ή να καθαρίσεις ένα σπίτι και στο να αγωνίζεσαι να δίνεις μικροσκοπική προσοχή σε κάθε στιγμή μιας σωματικής πράξης.
Γράφω αυτό το κείμενο με στυλό σε ένα σημειωματάριο και είναι μια ταπεινωτική άσκηση. Ο γραφικός μου χαρακτήρας είναι ευανάγνωστος κατά 60 τοις εκατό το πολύ. Το χέρι μου είναι υπερβολικά εγώ. Και, ειλικρινά, μου είναι λίγο απεχθές.
Ας κρατήσουμε όμως έναν πιο ελαφρύ τόνο για το τέλος. Ο Ρολάν Μπαρτ μπορεί να βοηθήσει ίσως.
Περιγράφοντας την άτακτη χροιά του χεριού του Τουόμπλι, ο Μπαρτ παρατηρεί την ελαφρότητά του, την τάση του να διαγράφει σταδιακά τον εαυτό του και να σβήνει μέσα σε έναν ατμό αθωότητας. Θαυμάζει την παρόρμησή του «να συνδέσει σε μια ενιαία κατάσταση ό,τι εμφανίζεται και ό,τι εξαφανίζεται – [όχι] να διαχωρίσει την έξαρση της ζωής από το φόβο του θανάτου [αλλά] να παράγει ένα ενιαίο συναίσθημα: ούτε Eros ούτε Thanatos, αλλά Ζωή-Θάνατος, σε μια ενιαία σκέψη, σε μια ενιαία χειρονομία» – σε ένα ενιαίο τρέμουλο;