ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΑΥΤΟ το φαινομενικά ατέλειωτο σαδομαζοχιστικό μαρτύριο, αυτόν τον μαραθώνιο πόνου και παραισθήσεων που φέρει τον γενικό τίτλο «Ξανθιά» (Blonde) και επιχειρεί μια βαθιά κατάδυση στην ψυχή (αλλά και στο αιδοίο, κυριολεκτικά) της Μέριλιν Μονρό, αναρωτιέται κανείς μήπως θα πρέπει να απαγορευτούν διά νόμου οι πάσης φύσεως βιογραφίες που κατακλύζουν την κινηματογραφική και τηλεοπτική παραγωγή εδώ και χρόνια – ακόμα και οι πιο εκλεκτικές και ιδιοσυγκρασιακές και «καλλιτεχνικές» από αυτές, όπως η ταινία του Άντριου Ντόμινικ που προσγειώθηκε την Τετάρτη στο Netflix.
Κάποιο θεμελιώδες σφάλμα υπάρχει στην ίδια την ιδέα αυτού του είδους, ακόμα κι όταν πρόκειται για τις πιο αντισυμβατικές και τολμηρές εκδοχές του όπως το Blonde, που παρά την υπερστυλιζαρισμένη ψιλοβελονιά και τις μεγαλοπρεπείς φιλοδοξίες πρωτοποριακού ψυχοδράματος που το χαρακτηρίζουν, δεν αποτελεί εν τέλει παρά ένα αφόρητα μονότονο και μονοδιάστατο πορτρέτο της τραγικής σταρ.
Παρά τις αποκαλυπτικές σκηνές, το ψυχαναλυτικό παραλήρημα και τα ομιλούντα έμβρυα (!), ούτε στο ελάχιστο δεν μας κάνει σοφότερους η ταινία σχετικά με το ποια ήταν και τι σκεφτόταν πραγματικά η μοιραία ξανθιά.
Η Μέριλν Μονρό / Νόρμα Τζιν του Blonde είναι μόνο ένα άβουλο θύμα, μια περιφερόμενη πληγή, ένα τραύμα με σάρκα και οστά. Δεν υπάρχει ούτε το ταλέντο ούτε η χάρη ούτε το χιούμορ ούτε το μοναδικό κωμικό timing που την είδαμε να επιδεικνύει στις καλύτερες ταινίες της. Υπάρχει μόνο ο πόνος, η φρίκη και η εκμετάλλευση.
Η ετυμηγορία της κριτικού κινηματογράφου της Washington Post μοιάζει σκληρή αλλά δίκαιη: «Απλουστευτικό, μακάβριο και αξεπέραστα βαρετό, το "Blonde" φαίνεται να εφηύρε ένα νέο κινηματογραφικό είδος: τη νεκρο-αφήγηση».
Η Manohla Dargis των New York Times υπήρξε ακόμα πιο αμείλικτη: «Δεδομένου του τρόμου και του εξευτελισμού που η Μέριλιν Μονρό υπέστη στα 36 χρόνια που κράτησε η ζωή της –τις οικογενειακές τραγωδίες, τη βίαιη μεταχείριση από τη μητέρα της, το ορφανοτροφείο, τις κακουχίες, τους ανάξιους ρόλους, τις προσβολές στη νοημοσύνη της, τον αγώνα ενάντια στην ψυχική ασθένεια, την κατάχρηση ουσιών, τη σεξουαλική κακοποίηση– αποτελεί μια κάποια ανακούφιση το γεγονός ότι δεν θα υποφέρει τις χυδαιότητες του “Blonde”, της πιο πρόσφατης από τις νεκροφιλικές παραγωγές εκμετάλλευσής του μύθου της».
Παρά τις αποκαλυπτικές σκηνές, το ψυχαναλυτικό παραλήρημα και τα ομιλούντα έμβρυα (!), ούτε στο ελάχιστο δεν μας κάνει σοφότερους η ταινία σχετικά με το ποια ήταν και τι σκεφτόταν πραγματικά η μοιραία ξανθιά. Δεν θα μάθουμε ποτέ, αλλά τουλάχιστον έχουμε τις ταινίες, παρότι ίσως είχε δίκιο ο επιφανής ιστορικός του σινεμά David Thomson όταν σημείωνε σ’ ένα από τα πιο επικά λήμματα του «The New Biographical Dictionary of Film» ότι η αλήθεια (ή κάποια αλήθεια τέλος πάντων) για τη Μέριλιν θα πρέπει να αναζητηθεί στις ακίνητες (και συνταρακτικά εμβληματικές) πόζες και όχι τόσο στις κινούμενες εικόνες της:
«Ο σύγχρονος θεατής καλείται να αποφασίσει αν και πόσο ταλέντο είχε, αν ήταν μια ξεχωριστή comedienne ή ένα καμπυλόγραμμο ιδεώδες το οποίο έμοιαζαν να σαρκάζουν οι ίδιες της οι ταινίες. Μου φαίνεται δύσκολο να την αποδεχτώ ως μια τραγική φιγούρα επειδή δεν φαινόταν σε θέση να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς της συνέβαινε. Η καριέρα της όμως και το τραγικό της τέλος έκανε για πρώτη φορά το κοινό να συνειδητοποιήσει, με έναν νοσηρό και μακάβριο τρόπο έστω, τις ιδιαίτερες καταστροφές που μπορούν να συμβούν σ’ ένα λαμπρό αστέρι. Ο μύθος της δεν δείχνει σημάδια κόπωσης μέσα στα χρόνια κι εμείς διαπιστώνουμε όλο και πιο έντονα πόσο εξαιρετική ήταν στις φωτογραφίες της μάλλον παρά στις ταινίες. Στις ακίνητες εικόνες της μοιάζει πιο αστεία, πιο σέξι, πιο μυστηριώδης, σα να αισθάνεται πιο ασφαλής και πιο προστατευμένη από τις απαιτήσεις της ύπαρξης».