Ήταν για δεκαετίες ένας από τους πιο διάσημους και πιο εκτεθειμένους στην κοινή θέα ανθρώπους στον πλανήτη. Ήταν σίγουρα ο πιο αναγνωρίσιμος αθλητής στον κόσμο.
Ήταν ένα έμβλημα, ένα παγκόσμιο είδωλο που δοξάστηκε αλλά και κατακρίθηκε για τον πληθωρικό και ασυμβίβαστο τρόπο που τον χαρακτήριζε τόσο μέσα όσο και (πολύ περισσότερο) έξω από το ρινγκ, καθώς βρέθηκε στο επίκεντρο εξαιρετικά κρίσιμων πολιτικών, κοινωνικών, φυλετικών και θρησκευτικών εντάσεων που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στην πατρίδα του αλλά και παντού.
Η ζωή, το έργο, οι ιδέες και οι μεγάλες αντιφάσεις του (ελάχιστα πράγματα στην πορεία του εξάλλου υπήρξαν μικρά, ταπεινά ή χαμηλότονα) καταγράφηκαν σε εξοντωτικό βαθμό όσο ζούσε αλλά και μετά τον θάνατό του σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων ετών πριν από πέντε χρόνια.
Το 2019 κυκλοφόρησε το εξαιρετικό βιογραφικό ντοκιμαντέρ δύο επεισοδίων του HBO με τίτλο What’s my name: Muhammad Ali, ενώ πριν από έναν μήνα μόλις έκανε πρεμιέρα στο Netflix το επίσης αξιόλογο και πολύ ενδιαφέρον Blood Brothers: Malcolm X & Muhammad Ali, το οποίο εστιάζει στη δραματική σχέση του με τον ριζοσπάστη πολιτικό ηγέτη, ο οποίος αποξενώθηκε από την (αγρίως αμφιλεγόμενη) πολιτική-θρησκευτική οργάνωση «Έθνος του Ισλάμ», στο οποίο είχε προσηλυτιστεί ο Άλι αλλάζοντας το όνομά του, και στη συνέχεια εκτελέστηκε από μέλη του.
«Όποιος στρέφεται εναντίον του Έθνους του Ισλάμ και του ηγέτη του Ελάιζα Μοχάμεντ, τέτοιο τέλος θα έχει», ήταν το σχόλιο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή Βαρέων Βαρών για την εν ψυχρώ δολοφονία του πρώην αδελφικού του φίλου.
Ούτε αγιογραφικό ακριβώς, αλλά ούτε επικριτικό ή αδιάκριτο, πέρα από τους θριάμβους και τις αναταράξεις μιας απίστευτης διαδρομής, το ντοκιμαντέρ δεν διστάζει να φωτίσει και τις σκιές, τα παραπτώματα, τις αμαρτίες –μικρές και μεγάλες– του ανθρώπου που γεννήθηκε με το επιβλητικό όνομα Κάσιος Μαρκέλλος Κλέι.
Τι άλλο έχει μείνει να ειπωθεί για τον Μοχάμεντ Άλι μετά από τόσες ταινίες, μετά από τόσα ντοκιμαντέρ και τόσες μυθοπλασίες; Κι όμως, το διάρκειας οκτώ παρά κάτι ωρών (σε τέσσερα μέρη) νέο ντοκιμαντέρ του Κεν Μπερνς που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό τα λέει όλα ή, έστω, τα πιο σημαντικά στοιχεία που οφείλει να παρουσιάσει η κινηματογραφική μονογραφία μιας τέτοιας προσωπικότητας με τον πιο συναρπαστικό και συγχρόνως τον πιο νηφάλιο τρόπο.
Όπως με κάθε θέμα και κάθε πρόσωπο στο οποίο εστιάζει κάθε τόσο ο σπουδαίος δημιουργός –από την τζαζ και την κάντρι μουσική μέχρι τον Πόλεμο στο Βιετνάμ και το συγκλονιστικό περσινό του ντοκιμαντέρ για τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ–, το Muhamamad Ali είναι υπόδειγμα διαχείρισης αρχειακού υλικού (εξαιρετικά πλούσιου εν προκειμένω), εκλεκτικό και υπεύθυνο στην επιλογή των «ομιλούντων κεφαλών», ενδελεχές, ακριβολόγο, μετρημένο, αλλά επίσης μεγαλόπνοο, εξαντλητικό ως προς το αντικείμενό του, επικής κλίμακας και εν τέλει οριστικό.
Ούτε αγιογραφικό ακριβώς, αλλά ούτε επικριτικό ή αδιάκριτο, πέρα από τους θριάμβους και τις αναταράξεις μιας απίστευτης διαδρομής, το ντοκιμαντέρ δεν διστάζει να φωτίσει και τις σκιές, τα παραπτώματα, τις αμαρτίες –μικρές και μεγάλες– του ανθρώπου που γεννήθηκε με το επιβλητικό όνομα Κάσιος Μαρκέλλος Κλέι, στην πορεία όμως το αποκήρυξε ως «όνομα σκλάβου», επηρεασμένος από το επαναστατικό και ρηξικέλευθο πνεύμα της εποχής του αλλά και από τη φλογερή ρητορική της οργάνωσης (σέχτας; επιχείρησης;) του Ελάιζα Μοχάμεντ.
Ο Μοχάμεντ Άλι ήταν όμως ήδη ένα χαρισματικό σύμβολο και ένα υπέρλαμπρο αστέρι που υπερέβαινε το σύμπαν της πυγμαχίας από πριν, θέτοντας ο ίδιος τους κανόνες της δημόσιας εικόνας του με ένα σαγηνευτικό και πρωτόγνωρο μείγμα έπαρσης, σαρκασμού, χιούμορ, ποίησης, επαναστατικότητας και διαρκούς χειραγώγησης των μέσων.
«Ο Κάσιους Κλέι είναι ένας κλίβανος φυλετικής περηφάνιας, μιας περηφάνιας πυρακτωμένης από τις μνήμες εκατομμυρίων εγκαυμάτων», σημείωνε επιφανής Αμερικανός αρθρογράφος των αρχών της δεκαετίας του ’60. Η ειρωνεία είναι ότι αργότερα, όταν η φήμη του κατέκτησε όλον τον κόσμο, στις κατά καιρούς περιοδείες του στις αραβικές χώρες (ο συνταγματάρχης Καντάφι είχε κηρύξει μέρα εθνικού πένθους την επόμενη της παρθενικής ήττας του Άλι από τον Τζο Φρέιζερ) και στην Αφρική αναφερόταν συνήθως ως «Μοχάμεντ Άλι Κλέι» για να μη συγχέεται με άπειρους άλλους μουσουλμάνους που είχαν το ίδιο όνομα.
Ο συνειδητοποιημένος και ιδεαλιστής Άλι, ο άνθρωπος που αρνήθηκε να υπηρετήσει στο Βιετνάμ ρισκάροντας όχι μόνο την καριέρα αλλά και την ελευθερία του, απεδείχθη πιο ευάλωτος στις αδυναμίες και στους πειρασμούς από τον νεανικό και άγουρο εαυτό του.
«Την επόμενη φορά που θα παντρευτώ, θα είναι με ένα κορίτσι γύρω στα δεκαεφτά-δεκαοκτώ, ένα κορίτσι που θα μπορώ να αναθρέψω εγώ σύμφωνα με τον δικό μου τρόπο σκέψης», είχε δηλώσει μετά το άδοξο τέλος του πρώτου του γάμου (θα ακολουθούσαν άλλοι τρεις). Και αυτό ακριβώς έκανε, μόνο που η δεύτερη σύζυγός του ήταν μόλις δεκαέξι όταν τη γνώρισε. Δεν παρέλειψε όμως στη συνέχεια να την απατά κι εκείνη συστηματικά, όπως και την επόμενη.
Για τον περισσότερο κόσμο, η τελευταία εικόνα του Μοχάμεντ Άλι είναι εκείνη η συγκλονιστική σκηνή που ανάβει με τρεμάμενο χέρι και ήδη καταβεβλημένος από τη νόσο του Πάρκινσον τη δάδα στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών της Ατλάντα το 1996, παρότι έζησε για τριάντα χρόνια ακόμη.
Όπως μας θυμίζει όμως αυτό το ντοκιμαντέρ, δεν έπαψε ποτέ μέσα του να είναι εκείνος που, σύμφωνα με τους δικούς του στίχους, «αιωρείται σαν πεταλούδα, αλλά τσιμπάει σαν μέλισσα». Ή, όπως λένε οι στίχοι που έγραψε ο Αμερικανός ποιητής Wole Soyinka την ημέρα του θανάτου του, «η σαγήνη τελείωσε, τα μάγια όμως κρατάνε ακόμα».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.