«ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΕΣΕΙΣ ΚΑΤΙ ΠΡΟΛΑΒΑΤΕ...». Το έχω ακούσει πολλές φορές από νεότερους, συναδέλφους και μη, που ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους –επαγγελματική, οικογενειακή, κοινωνική– ενώ είχε μπει για τα καλά πλέον τούτος ο αιώνας, και μαζί του η εποχή των αλλεπάλληλων κρίσεων και της παραλυτικής επισφάλειας, τσακίζοντας στην πορεία τα οράματα και τις προοπτικές των millennials για ένα καλύτερο αύριο, αν όχι για τη μυθική περίοδο της «επίπλαστης ευδαιμονίας» που εμείς οι λίγο μεγαλύτεροι προλάβαμε.
Πριν από δύο χρόνια, στα τελειώματα της πανδημίας, μια εκπρόσωπος αυτής της γενιάς που πλέον σαραντάρισε και μοίρα στον ήλιο εξακολουθεί να μη βρίσκει, η Καναδή δημοσιογράφος Αμίλ Νιάζι (γεν. το 1984) είχε γράψει ένα άρθρο στο περιοδικό New York με τίτλο «Χάνοντας την αισιοδοξία μου» (Losing My Ambition), στο οποίο αποκάλυπτε το όραμά της να τα βροντήξει όλα, να αφεθεί στην ιδέα της «μεγάλης παραίτησης», όπως έλεγε. Αποκάλυπτε επίσης ότι το είχε κάνει ήδη μια φορά, καθώς είχε κουραστεί να βλέπει να προάγονται λιγότερο ικανοί από την ίδια –συχνά μάλιστα έπρεπε να εκπαιδεύσει η ίδια το άτομο που της έπαιρνε την προαγωγή– και να δέχεται «στρατηγικές» περικοπές στον μισθό της και προαγωγές χωρίς αύξηση.
Κάποια στιγμή εγκατέλειψε τη μισθωτή δουλειά της και έγινε freelance συνεργάτρια, μόνο και μόνο για να μπορέσει να «υπάρξει». Αλλά αυτή η «ζεν προσέγγιση», όπως λέει, δεν κράτησε πολύ – ειδικά όταν έμεινε έγκυος με το δεύτερο παιδί της, η πίεση για σταθερή δουλειά βρέξει-χιονίσει έγινε αβάσταχτη. Φυσικά, ενέδωσε και γύρισε πίσω με την ουρά στα σκέλια. Ακολούθως βέβαια, η πανδημία τα έκανε όλα μαντάρα: «Οτιδήποτε κανονικό και σταθερό κατέρρεε, η ιδιότητες του γονιού και του εργαζόμενου μπλέχτηκαν μεταξύ τους σε ένα κολλώδες, άβολο κουβάρι από το οποίο έμοιαζε αδύνατο να αποδράσεις…».
Πρόκειται για κρίση μέσης ηλικίας, αναμφίβολα, δεν προέρχεται όμως από μια ρόδινη ανάμνηση περασμένων μεγαλείων – είναι μια έντονη αίσθηση πανικού ότι έχουμε ήδη πιάσει ταβάνι και ότι μόνο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα.
Δύο χρονιά μετά, σ' ένα νέο άρθρο της που δημοσιεύτηκε πριν από μερικές μέρες στο ίδιο μέσο με τίτλο «Καλώς ορίσατε στην κρίση μέση ηλικίας των millennials» (Welcome to the Millennial Midlife Crisis), τα βλέπει ακόμα πιο σκούρα τα πράγματα.
Όπως δηλώνει, δουλεύει σκληρά πιο σκληρά από ποτέ («διότι με πιάνει τρόμος τι μπορεί να συμβεί αν δεν το κάνω»), αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να της εξασφαλίσει τη δυνατότητα να σχεδιάσει ένα ασφαλές μέλλον, ότι θα έχει καριέρα σε δέκα ή και σε πέντε χρόνια από τώρα, ότι θα μπορεί να φροντίσει την οικογένεια χωρίς την απειλή απόλυσης ή εξώσεως, ότι θα έχει χρόνο με τα παιδιά της όσο είναι ακόμα νέα και υγιής:
Πρόκειται για κρίση μέσης ηλικίας, αναμφίβολα, δεν προέρχεται όμως από μια ρόδινη ανάμνηση περασμένων μεγαλείων – είναι μια έντονη αίσθηση πανικού ότι έχουμε ήδη πιάσει ταβάνι και ότι μόνο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα. Δεν ανησυχώ μόνο για τον εαυτό μου – έχω μικρά παιδιά και οι γονείς μου γερνούν και σε λίγο δεν θα μπορούν να μένουν αβοήθητοι. Μπορώ να τους φροντίσω όλους και μαζί τον εαυτό μου;... Για μένα και για πολλούς από τους φίλους μου –και σχεδόν όλοι τους βρίσκονται εν μέσω εργασιακής κρίσης, είτε αναζητώντας δουλειά είτε προσπαθώντας να βρουν τρόπο να στραφούν σε κάτι άλλο– το συνταξιοδοτικό μας πλάνο είναι να πεθάνουμε μια μέρα στη δουλειά και να ησυχάσουμε, όπως λέμε μεταξύ μας … Αδίκως περιμένουμε να σπάσει το φράγμα, να συμβεί κάτι που θα διορθώσει τη φούσκα των ακινήτων, την κρίση του χρέους ή την αγορά εργασίας. Ο συναγερμός χτυπάει κάθε τόσο αλλά κανείς από αυτούς που μπορούν να κάνουν κάτι γι' αυτό δεν ενδιαφέρεται να ανταποκριθεί… Δεν θέλω να τινάξω τη ζωή μου στον αέρα και να ξεκινήσω από το μηδέν. Θέλω απλώς να νιώθω ότι το έδαφος κάτω από τα πόδια μου δεν μετακινείται διαρκώς. Αυτό που μου μένει, όπως και στους περισσότερους από τη γενιά μου που έχουν συνηθίσει σ’ αυτού του είδους την επισφάλεια, είναι να συνεχίσω να προχωράω μπροστά, κάνοντας το καλύτερο που μπορώ. Και ας ελπίσουμε ότι σε είκοσι χρόνια δεν θα γράφω πάλι το ίδιο άρθρο.