«ΓΗΡΑΣΚΩ ΑΕΙ ΔΙΔΑΣΚΟΜΕΝΟΣ», μονολογεί σε μια στιγμή σπάνιας –για τον χαρακτήρα που υποδύεται– στοχαστικής συγκατάβασης, ο Δημήτρης Νικολαΐδης στον ρόλο του ακαταπόνητου μπον βιβέρ, πρώην ναυάρχου (ή «ναυαχούκου») και νυν προέδρου μεγάλης τεχνικής εταιρείας, Θέμη Γελεβουρδέζου. Και μετά από μια μικρή παύση, το πάει ακόμα πιο βαθιά: «Και το κακό δεν είναι ότι διδάσκομαι, αλλά ότι γηράσκω».
Λίγο πριν, είχε ξεκινήσει το σύντομο μελαγχολικό του λογύδριο με μια αρχαία ρήση («ου παντός πλειν ες Κόρινθον»), που αποκτά διπλή σημασία, αφού προηγουμένως ο θεατής έχει πληροφορηθεί ότι κατά τη θητεία του στο Ναυτικό, είχε ρίξει ένα αντιτορπιλικό στον Ισθμό της Κορίνθου, ασχέτως αν ο ίδιος δηλώνει ότι επρόκειτο για «υπερβολές του κίτρινου τύπου».
Είναι μια από τις αγαπημένες μου σκηνές σε μια από τις πιο προσφιλείς μου ελληνικές ταινίες όλων των εποχών και όλων των ειδών (δηλαδή, όχι μόνο του λεγόμενου «εμπορικού» ή βιομηχανικού κινηματογράφου, αλλά γενικώς): το «Δεσποινίς Διευθυντής» του 1964 σε σενάριο Πρετεντέρη-Γιαλαμά και σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, του πιο υποτιμημένου Έλληνα σκηνοθέτη, αν κρίνουμε από το πόσες καλές ταινίες είχε υπογράψει στη μακρά (και ως εκ τούτου, άνιση) καριέρα του.
Ο Ντίνος Δημόπουλος ξεκίνησε ως ηθοποιός και ο πρώτος του ρόλος στον κινηματογράφο είναι στην ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» εν μέσω Εμφυλίου, όπου υποδύεται τον αριστερό της παρέας, σ’ έναν «αυτοβιογραφικό» ρόλο, καθώς κι ο ίδιος ήταν ενταγμένος στο ΕΑΜ.
Πολύ καλύτερες (κινηματογραφικά τουλάχιστον) κι από το «Δεσποινίς Διευθυντής», ασχέτως αν η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί προσωπική μου αδυναμία για λόγους που, μετά από τόσα χρόνια, δεν μου είναι απολύτως ξεκάθαροι. Κατά συνέπεια, και παρότι δεν τρελαίνομαι για τέτοιες «cosplay» διοργανώσεις, θα ήθελα να έχω βρεθεί προχθές στο AthensCon όπου το περίπτερο της Finos Film γιόρτασε τα 60 χρόνια από την πρεμιέρα της ταινίας του Δημόπουλου, φιλοξενώντας τον διευθυντή φωτογραφίας του φιλμ, Νίκο Καβουκίδη, όπως εκ των υστέρων πληροφορήθηκα.
Ο Ντίνος Δημόπουλος ξεκίνησε ως ηθοποιός και ο πρώτος του ρόλος στον κινηματογράφο είναι στην ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» εν μέσω Εμφυλίου, όπου υποδύεται τον αριστερό της παρέας, σ’ έναν «αυτοβιογραφικό» ρόλο, καθώς κι ο ίδιος ήταν ενταγμένος στο ΕΑΜ. Όπως θα έγραφε στο βιβλίο του «Ένας σκηνοθέτης θυμάται» (1998), εκείνα τα χρόνια του φάνηκαν «χρόνια ατέλειωτα», καθώς «πάνω στα βουνά παίζονταν οι τελευταίες σκηνές από το μεγάλο δράμα, όταν κορφολογήθηκε ο ανθός από τα όμορφα, σεμνά νιάτα» της γενιάς του.
Μετά πέρασε στην σκηνοθεσία και από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 μέχρι τα τέλη της επόμενης, γύρισε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της ελληνικής παραγωγής, πάντα σχεδόν με γνώμονα μια ιδιαίτερη ευαισθησία και ποιότητα:
«Χαρούμενο ξεκίνημα» (πρωτοποριακή για τα ελληνικά δεδομένα μουσική κομεντί), «Τζο ο τρομερός» (το προτιμώ από τον «Δράκο»), «Το αμαξάκι» (συγκινητικό μελό με αποκορύφωμα τη σκηνή με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο στην Αφρική), «Ο άνθρωπος του τρένου» (έξοχο νουάρ), «Στουρνάρα 288» (υποδειγματική αστική ηθογραφία), «Αστέρω» (η πιο απόκοσμη «φουστανέλα», ειδικά στις σκηνές της Βουγιουκλάκη στο σπήλαιο των Ιωαννίνων), «Αμαρυλλίς» (αλαφροΐσκιωτο μελό υψηλής αλγολαγνείας), «Μανταλένα», «Η Λίζα και η άλλη», «Ταξίδι» (και τα τρία με την Βουγιουκλάκη στην καλύτερη φάση της), «Αμόκ» (φοβερό exploitation δράμα/θριλερ πριν ακόμα ανακαλυφτεί το είδος στην Αμερική), «Λόλα», «Τζένη Τζένη», «Μια τρελή οικογένεια» (αυτή τη φορά η Καρέζη στην καλύτερη φάση της σ’ εκείνες τις ταινίες, με σοβαρό μειονέκτημα όμως τις άγριες φαλλοκρατικές εξάρσεις του Αλεξανδράκη που κάνουν το «Δεσποινίς Διευθυντή» να μοιάζει φεμινιστικό σχεδόν παρά τον κραυγαλέο τίτλο του), «Οι κυρίες της αυλής» (με φοβερές βινιέτες mod σουρεαλισμού), «Κοινωνία ώρα μηδέν» (καπελωμένο βέβαια από την υστερία του Φώσκολου στο σενάριο), «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» (με διαφορά το καλύτερο όχημα «τρελοπενηντάρη» που βρήκε ποτέ ο Κωνσταντάρας).
Όλες τις παραπάνω ταινίες, αλλά και μερικές ακόμα ίσως του ίδιου σκηνοθέτη, μπορώ να τις βλέπω ξανά και ξανά, όχι μόνο ως ένα είδος comfort zone που προσφέρει (μέχρι πότε;) ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, αλλά επειδή τις αγαπώ και τις εκτιμώ. Όπως και τον σκηνοθέτη τους.