ΠΑΡΟΤΙ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ οι υπόλοιποι του κινήματος μοιάζουν πιο σημαντικοί και πιο «σύγχρονοι» ως ποιητές από εκείνον, στην εποχή του, αλλά και πολύ μετά, ο Λόρδος Μπάιρον ήταν με διαφορά ο πιο διάσημος από τους επιφανείς εκπροσώπους του Αγγλικού Ρομαντισμού, όπως ο Κιτς, ο Γουόρντσγουορθ, ο Σέλεϊ και ο Κόλριτζ, ο οποίος είχε περιγράψει το πρόσωπο του Μπάιρον ως «το πιο όμορφο που είδα ποτέ... τα μάτια του ήταν οι ανοιχτές πύλες του ήλιου – πράγματα του φωτός και για το φως».
Αυτή την εξωτερική ομορφιά όμως, ο Μπάιρον έπρεπε να τη συντηρεί με κόπο και με πόνο. Επιρρεπής καθώς ήταν από μικρός στην παχυσαρκία, ήταν αναγκασμένος να καταφεύγει σε μια αυστηρή δίαιτα που περιλάμβανε μπόλικη σόδα και πολλά καθαρτικά. Ήταν ακόμα και στην πάση θυσία συντήρηση μιας ελκυστικής δημόσιας εικόνας, μπροστά από την εποχή του.
Ο Μπάιρον ήταν ένα είδος σούπερ σταρ πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια και τα κοσμικά για το Μεσολόγγι και η ιδέα (ή ο μύθος) του «βυρωνικού ήρωα» που ξεπήδησε από το έργο του, υπήρξε βαθιά επιδραστική σε χιλιάδες μιμητές του αλλά και σε σπουδαίες προσωπικότητες των γραμμάτων, των τεχνών αλλά και της ποπ κουλτούρας, από τον Γκαίτε, τον Μπαλζάκ, τον Πούσκιν και τον Νίτσε, μέχρι τον Ντελακρουά, τον Μπερλιόζ, τη Λένι Ρίφενσταλ, τον Λέοναρντ Κοέν και τον Ντέιβιντ Μπόουι.
Όποια αντίληψη κι αν έχει κανείς για τον Μπάιρον και τον ρόλο του στην υπόθεση της Ελληνικού Αγώνα για την Ανεξαρτησία, όλοι φαίνεται να συμφωνούμε, σιωπηλά τουλάχιστον, ότι νεκρός απεδείχθη πιο χρήσιμος για μας απ' ό,τι ζωντανός.
Ο Μπέρτραντ Ράσελ του είχε αφιερώσει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην «Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας» όχι επειδή τον θεωρούσε συστηματικό στοχαστή, αλλά επειδή ο «βυρωνισμός», αυτή η «τιτάνια αυτοπεποίθηση», κατοχύρωσε μια αντίληψη για την ανθρωπότητα και τον κόσμο που στην πορεία βοήθησε τον Νίτσε να διαμορφώσει την έννοια του Υπερανθρώπου, ενός ήρωα που στέκεται μακριά από τα ευρέως αποδεκτά κριτήρια του καλού και του κακού. Ο βυρωνικός μύθος αποδείχτηκε πολύ πιο σημαντικός από την πραγματική ζωή του Μπάιρον, όσο συναρπαστικά χαοτική και ταραχώδης κι αν αυτή υπήρξε.
Έγραφε η Μαίρη Σέλεϊ, έξι χρόνια μετά τον θάνατό του: «Ο δικός μας Λόρδος Μπάιρον, αυτό το συναρπαστικό - ελαττωματικό - παιδικό - φιλοσοφικό ον - που προκαλεί τον κόσμο - παρορμητικός και νωθρός - μελαγχολικός και όμως πιο χαρούμενος από οποιονδήποτε άλλον. Συμφιλιώθηκα (όπως έκανα συχνά και όσο ζούσε) με εκείνες τις ιδιοτροπίες του που με ενοχλούσαν, μέσα από τον απολαυστικό και ζωηρό τόνο της συνομιλίας και των τρόπων του».
Και ο ίδιος ο Μπάιρον όμως είχε σαφή αντίληψη της άστατης και κυκλοθυμικής συμπεριφοράς του. «Είμαι τόσο ευμετάβλητος, είμαι τα πάντα για λίγο και τίποτα για πολύ – είμαι ένα τόσο παράξενο μείγμα καλού και κακού που θα ήταν δύσκολο να με περιγράψει κανείς», θα ομολογούσε στη Λαίδη Μπλέσινγκτον. «Υπάρχουν μόνο δύο συναισθήματα στα οποία είμαι σταθερός – μια ισχυρή αγάπη για την ελευθερία και μια έντονη απέχθεια για την κοροϊδία».
Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε για την ψυχοσυναισθηματική του κατάσταση τις τελευταίες μέρες της ζωής του στο Μεσολόγγι. Ο ίδιος αναφερόταν στην αποστολή του στην Ελλάδα ως «ο Σκοπός» ή «ο Αγώνας» (the Cause). Όποια αντίληψη κι αν έχει κανείς για τον Μπάιρον και τον ρόλο του στην υπόθεση της Ελληνικού Αγώνα για την Ανεξαρτησία –είτε τον θεωρεί ηρωική μορφή είτε τυχοδιωκτική φιγούρα, είτε ευγενικό ιδεαλιστή είτε έκφυλο αριστοκράτη–, όλοι φαίνεται να συμφωνούμε, σιωπηλά τουλάχιστον, ότι νεκρός απεδείχθη πιο χρήσιμος για μας απ' ό,τι ζωντανός.
Μια πύλη στο μυαλό του εκείνο τον καιρό θα μπορούσε να είναι ένα από τα τελευταία ποιήματα που έγραψε ποτέ, ανήμερα των γενεθλίων του στις 22 Ιανουαρίου του 1824, τρεις μήνες πριν από τον θάνατό του, και έχει τίτλο On This Day I Complete My Thirty-Sixth Year (Σήμερα συμπληρώνω τα τριάντα έξι μου χρόνια): «Οι μέρες μου χλωμά κίτρινα φύλλα / τ’ άνθη και της αγάπης οι καρποί / είναι σκουλήκια βούρκος και σαπίλα / και κούφιοι οι παλμοί» (μτφρ.: Νίκος Σπάνιας).