ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ συμπληρώνονται τη Δευτέρα από τον ιστορικό θρίαμβο του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981, που εξελίχθηκαν σε κορυφαίο ορόσημο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Το «Ραντεβού με την Ιστορία» που είχε ευαγγελιστεί ο ηγέτης του γινόταν πραγματικότητα, καθώς το κίνημα ολοκλήρωνε θριαμβευτικά και σε κοινή θέα τα στάδια της αλματώδους εξέλιξής του: κόμμα εξουσίας, ιδέα, δόγμα, κυρίαρχη τάση, σύστημα, καθεστώς.
Στον αντίποδα, η ήπια σχετικά με το προδικτατορικό της παρελθόν, αλλά ακόμα σκιώδης κατά τόπους, βαμπιρική στους τρόπους και το ύφος, και πάντως εμφανώς αραχνιασμένη και γηριατρική δεξιά (παρά τις προοπτικές εξωστρέφειας και κοσμοπολιτισμού που άνοιγε η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ) έμοιαζε να χρειάζεται, αν όχι την οριστική της απόσυρση στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας», όπως αφοριστικά είχε προτείνει ο Ανδρέας Παπανδρέου, σίγουρα όμως ένα κάποιο ριζικό ρετουσάρισμα.
«Θέλουμε πρωθυπουργό να μπορεί να πει το ρο» φώναζαν οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ στις πιο ανάλαφρές στιγμές των δικών τους συγκεντρώσεων που κατά κανόνα δονούνταν από συνθήματα όπως «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και «Εδώ και τώρα αλλαγή».
Αντ’ αυτού επέλεξε τον Ευάγγελο Αβέρωφ, αυθεντικό εκπρόσωπο μιας ορεισίβιας εθνικοφροσύνης και άκαμπτο θεματοφύλακα των πιο vintage δεξιών παραδόσεων. Το γεγονός ότι το φρεσκάρισμα της «μεγάλης φιλελεύθερης παράταξης» επετεύχθη τελικά υπό την ηγεσία και την επιμέλεια του κατεξοχήν αυτόχθονος πολιτικού βαμπίρ Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αποτελεί μια ακόμη ειρωνεία της ιστορίας, που δεν χαμπαριάζει από ραντεβού και χρονοντούλαπα.
Ήταν προφανές πως είχε ξεμείνει από ρεπερτόριο κι από συνθήματα το κοινό της ΝΔ, εμμένοντας σε ψυχροπολεμικές ρητορικές («ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ είσαστε το ίδιο μπλoκ») και ρίχνοντας το επίπεδο της αντιπαράθεσης σε απαράδεκτα για «αστικό» κόμμα επίπεδα («Αυτός, αυτός, αυτός είναι αρχηγός και όχι ο μεθύστακας ο Αμερικανός») που εκτός των άλλων πρόδιδαν έλλειψη πίστης και απελπισία.
«Δεν θέλω ου» έλεγε στο κοινό των προεκλογικών συγκεντρώσεων της ΝΔ ο Γεώργιος Ράλλης, επιχειρώντας μάταια να επιβάλλει ένα κλίμα αστικού πολιτισμού, ως γνήσιος ευπατρίδης με στερεοτυπικά ιδιοσυγκρασιακή εκφορά λόγου.
«Θέλουμε πρωθυπουργό να μπορεί να πει το ρο» φώναζαν οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ στις πιο ανάλαφρές στιγμές των δικών τους συγκεντρώσεων που κατά κανόνα δονούνταν από συνθήματα όπως «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και «Εδώ και τώρα αλλαγή». «O λαός αποφάσισε» είχε δηλώσει μετά τη συντριβή ο απελθών πρωθυπουργός, για να συμπληρώσει μάλλον δυσοίωνα, επιτρέποντας στον εαυτό του μια ιδέα τραγικού ήρωα που σπέρνει πίσω του την μοιρολατρία πριν χαθεί για πάντα στο σούρουπο: «Μακάγι να μη μετανιώσει για τη σημερινή επιλογή του».
Το ήξερε όμως και ο ίδιος από πριν, όπως θα σημείωνε αργότερα στα απομνημονεύματά του, ότι το παιχνίδι ήταν χαμένο πολύ καιρό πριν από τις εκλογές. Και ποιος πραγματικά μπορούσε να τον αδικήσει και να τον ψέξει για τη βαριά ήττα, από την στιγμή που το πλήρωμα του χρόνου είχε φτάσει (και μάλιστα αργοπορημένο) και από τη στιγμή που αντίπαλός του ήταν ο «Ανδρέας», ο μοναδικός πολιτικός στη σύγχρονη ιστορία της χώρας που εχθροί και φίλοι τον αποκαλούσαν με το μικρό του όνομα, προνόμιο που μόνο τα μεγάλα λαϊκά ινδάλματα απολαμβάνουν;
Τα '80s έμελλε να ανήκουν στο ΠΑΣΟΚ και τίποτα δεν θα ήταν πλέον το ίδιο.