ΕΔΩ ΚΑΙ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ υπάρχει στις πλατφόρμες αυτό το ντοκιμαντέρ για την ιλιγγιώδη και μαρτυρική εν τέλει τροχιά που διέγραψε κάποτε στις κορυφές του ποπ στερεώματος η 55χρονη σήμερα Ιρλανδή ερμηνεύτρια και δημιουργός.
Η επίσημη φεστιβαλική πρεμιέρα της ταινίας όμως είχε γίνει στις αρχές της χρονιάς στο Φεστιβάλ του Sundance, λίγες μόλις μέρες μετά την είδηση της αυτοκτονίας του 17χρονου γιου της. Η ίδια βρισκόταν υπό στενή ψυχιατρική παρακολούθηση, καθώς προηγουμένως είχε δημοσιεύσει κάποια tweets που εκδήλωναν σαφή διάθεση αυτοχειρίας.
Αυτό ήταν μόνο το πιο πρόσφατο επεισόδιο μιας εκτροχιασμένης πορείας και μιας διαρκώς ταραγμένης ζωής που δεν έπαψε να στερείται σκανδάλων και τραγικότητας ακόμα και μετά την απότομη και δραματική πτώση της από τα υψηλά κλιμάκια της φήμης πριν από τριάντα χρόνια, όταν έσκισε κατά τη ζωντανή εμφάνισή της στη διάσημη αμερικανική σατιρική εκπομπή «Saturday Night Live» τη φωτογραφία του τότε Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’.
Ο εξοστρακισμός της υπήρξε άμεσος και ανηλεής. Ήταν είκοσι πέντε χρονών. Δύο χρόνια πριν, μετά την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ της και ειδικότερα του επικού σπαραγμού με τίτλο «Nothing Compares 2 U», καθώς και του απολύτως εμβληματικού βίντεο που το συνόδευε, βρέθηκε κυριολεκτικά στην κορυφή του κόσμου, ο οποίος τώρα έμοιαζε να έχει στραφεί μαζικά και με πρωτοφανή αγριότητα εναντίον της.
Παρά τις ευθύνες που έχει επιρρίψει στον Ιρλανδικό Καθολικισμό για την κακοποίησή της από τους γονείς της, δεν δίστασε να χειροτονηθεί η ίδια καθολικός ιερέας, ενώ διαδήλωνε κατά των σεξουαλικών εγκλημάτων του Κλήρου.
Αν υπάρχει μια ειρωνεία (όχι απαραίτητα τραγική, αφήνει όμως μια στυφή γεύση στον θεατή) σε μια ταινία μ’ αυτόν τον τίτλο είναι ότι το τραγούδι που την έκανε ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα στον πλανήτη αναφέρεται μεν, αλλά δεν ακούγεται ποτέ.
Δεν γίνεται επίσης καμία απολύτως αναφορά στον άνθρωπο που το έγραψε, τον Prince – τον οποίον κάποτε η ίδια είχε κατηγορήσει ότι της είχε επιτεθεί, μετά όμως το πήρε κι αυτό πίσω. Μόνο μια κάρτα που εμφανίζεται φευγαλέα στους τίτλους τέλους σημειώνει ότι το estate του Prince αρνήθηκε στους δημιουργούς της ταινίας την άδεια χρήσης του κομματιού.
Η φήμη της «τρελής στη σοφίτα» δεν την εγκατέλειψε ποτέ και σ’ αυτό δεν βοήθησαν οι αντιφατικές δηλώσεις και εκδηλώσεις της που κατά καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Τέσσερις γάμοι που κράτησαν ελάχιστα, άσχημοι δικαστικοί αγώνες για την κηδεμονία των παιδιών που έχανε τον έναν μετά τον άλλον, απόπειρες αυτοκτονίας, διάγνωση διπολικής διαταραχής, μακρές περίοδοι νοσηλείας. Κάποτε είχε δηλώσει λεσβία για να το ανασκευάσει μετά, όπως έχει κάνει και με διάφορες άλλες αμφιλεγόμενες δηλώσεις της.
Παρά τις ευθύνες που έχει επιρρίψει στον Ιρλανδικό Καθολικισμό για την κακοποίησή της από τους γονείς της, δεν δίστασε να χειροτονηθεί η ίδια καθολικός ιερέας, ενώ διαδήλωνε κατά των σεξουαλικών εγκλημάτων του Κλήρου. Εδώ και λίγα χρόνια έχει προσηλυτιστεί στο Ισλάμ και έχει αλλάξει δύο φορές το όνομά της (πρώτα σε Magda Davitt και μετά σε Shuhada’ Sadaqat), εξακολουθεί όμως να εμφανίζεται ως Sinéad O’Connor, ενώ σύντομα θα κυκλοφορήσει και το ενδέκατο άλμπουμ της.
Όλες αυτές οι αμφισημίες όμως δεν μπορούν να επισκιάσουν το πόσο πραγματικά γενναία και πρωτοπόρος και απολύτως δικαιολογημένη υπήρξε στις δριμύτατες καταγγελίες της ενάντια στον σκοταδισμό που επικρατούσε στην πατρίδα της και τη βάναυση μεταχείριση των γυναικών υπό την αιγίδα της Καθολικής Εκκλησίας.
Θα περνούσε μια δεκαετία σχεδόν από εκείνη τη νύχτα που έσκισε σε παγκόσμια θέα τη φωτογραφία του Πάπα μέχρι να βγουν στη φόρα τα ρυπαρά άπλυτα που χρόνια έκρυβε στους κόλπους του το Βατικανό και τα παρακλάδια του και ακόμα περισσότερα μέχρι να νομιμοποιηθούν στην Ιρλανδία οι αμβλώσεις.
Η ίδια εμφανίζεται όπως είναι σήμερα μόνο στο τέλος της ταινίας, ερμηνεύοντας ένα κομμάτι μαζί με την μπάντα της. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας όμως ακούγεται η τωρινή φωνή της, που μοιάζει σαν να ανήκει σε άνθρωπο που έχει ζήσει περισσότερα από πενήντα πέντε χρόνια σ’ αυτόν τον κόσμο. «Μου ράγισαν την καρδιά και με σκότωσαν», ακούγεται να λέει. «Κι όμως δεν πέθανα. Προσπάθησαν να με θάψουν, αλλά δεν είχαν καταλάβει ότι είμαι σπόρος».