ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 2007, μετά από τρεις δεκαετίες στο κουρμπέτι και μια σειρά από αριστουργήματα που είχαν κατοχυρώσει ήδη την περίοπτη, τοτεμική θέση που κατέχει στο κινηματογραφικό πάνθεο, ο Μάρτιν Σκορσέζε πήρε επιτέλους το Όσκαρ για τον Πληροφοριοδότη (The Departed), συμφωνήσαμε όλοι να υποκριθούμε ότι το δίκαιο επικράτησε κι ας επρόκειτο για μία από τις πιο άνισες και λιγότερο προσωπικές ταινίες του.
Τι σημασία έχει ένα χρυσό αγαλματίδιο έτσι κι αλλιώς, όταν έχεις φτάσει να έχεις γίνει συνώνυμος του ίδιου του μέσου… Ο Όρσον Γουέλς δεν είχε πάρει ποτέ κανένα Όσκαρ, ούτε ο Χίτσκοκ, ούτε ο Χάουαρντ Χοκς, ούτε και τόσοι άλλοι σπουδαίοι δημιουργοί που δούλεψαν εντός, εκτός και επί τα αυτά του χολιγουντιανού συστήματος (για να μην πιάσουμε τους επιφανείς «ξένους»). Ήδη από τότε εξάλλου τον ακολουθούσε παντού ο τίτλος του «μεγαλύτερου εν ζωή Αμερικανού σκηνοθέτη».
«Όσο μεγαλώνω, τόσο έχω την τάση να αναζητώ ανθρώπους που ζουν τη ζωή τους με γνώμονα την καλοσύνη, την ανεκτικότητα, τη συμπόνια», είχε δηλώσει προ καιρού και αυτό είναι φανερό όχι μόνο από τη δημόσια εικόνα του αλλά και από τις ταινίες του εσχάτως.
Και τώρα, που έκλεισε τα 80, είναι επίσης ο αδιαμφισβήτητος Δάσκαλος, Επιμελητής και Θεματοφύλακας του μέσου που αγάπησε και υπηρέτησε με πάθος, παρασύροντας το κοινό στις εμμονές του, όπως οφείλει να κάνει ένας σημαντικός δημιουργός.
«Όσο μεγαλώνω, τόσο έχω την τάση να αναζητώ ανθρώπους που ζουν τη ζωή τους με γνώμονα την καλοσύνη, την ανεκτικότητα, τη συμπόνια», είχε δηλώσει προ καιρού και αυτό είναι φανερό όχι μόνο από τη δημόσια εικόνα του (πάντα γελαστός, προσηνής, ήπιος ακόμα και όταν γίνεται επικριτικός με τη σύγχρονη κατάσταση αυτού που λέγαμε «σινεμά» και τώρα είναι κάτι άλλο) αλλά και από τις ταινίες του εσχάτως.
Και ειδικά από το συνταρακτικό τέλος του «Ιρλανδού» που λειτούργησε σαν ελεγειακή αποδόμηση της ραψωδίας των μαφιόζικων συμμοριών σε μερικές από τις πιο αγαπημένες ταινίες του και μας αποζημίωσε για την αμηχανία και τα ενοχλητικά εφέ απογήρανσης που κυριαρχούσαν σε όλο το προηγούμενο μέρος της ταινίας.
Με αφορμή τα 80ά γενέθλια του μεγάλου δημιουργού και ύψιστου σινεφίλ, ο κορυφαίος εν ζωή κριτικός-ιστορικός κινηματογράφου Ντέιβιντ Τόμσον έγραψε, μεταξύ άλλων, και αυτό για τις «ζωτικές αντιφάσεις» που σημάδεψαν τη ζωή και το έργο του Σκορσέζε:
Ο «Μάρτι» ήταν ένα ασθενικό, ασθματικό παιδί. Όταν έγινε διάσημος με τους «Κακόφημους Δρόμους» και τον «Ταξιτζή» τη δεκαετία του ‘70, υπήρχαν υπόνοιες στα προφίλ που του έκαναν τα περιοδικά ότι μπορεί να μην αντέξει για πολύ, ειδικά μέσα στην υψικάμινο της δημιουργίας ταινιών. Το αγόρι που μεγάλωσε στη Μικρή Ιταλία του Μανχάταν δεν επιτρεπόταν να παίζει σπορ με τα άλλα παιδιά. Αντίθετα, περνούσε τις ώρες και τα χρόνια του στους κινηματογράφους. Ήταν χλωμός, αδύνατος και μόλις 1,62 στο ύψος. Τώρα, στα 80 του, είναι ίσως κάνα-δυο εκατοστά κοντύτερος… Υπήρξε ένα καχεκτικό άτομο με πυροτεχνική ενέργεια και στακάτο λόγο, ένας καθολικός με πέντε γάμους και τέσσερα διαζύγια, ένας δημιουργός αγίων που μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε τέρατα, ένας άντρας που δεν είχε αθληθεί ποτέ, αλλά έκανε την πυγμαχία να μοιάζει με όπερα στο «Οργισμένο Είδωλο», ένας ζηλωτής της δημιουργικής σχολαστικότητας που όμως γνώριζε εκ πείρας το διαβρωτικό χάος που προκαλεί η κόκα και το απεικόνισε στα «Καλά Παιδιά», ένας αγνωστικιστής που έκανε τρεις ταινίες με θέμα τη θρησκευτική πεποίθηση («Ο Τελευταίος Πειρασμός», «Kundun» και «Σιωπή»). Ας το θέσουμε κάπως έτσι: ενώ εκδήλωνε συχνά τη λαχτάρα του να είναι καλός άνθρωπος, επέμενε να υποδυθεί ο ίδιος στον «Ταξιτζή» τον τύπο στο πίσω κάθισμα που εξηγεί στον Τράβις τους φριχτούς τρόπους με τους οποίους θέλει να δολοφονήσει την άπιστη γυναίκα του…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.