«ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΠΟΤΕ ΕΝΑΣ ΚΟΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ, θα είμαι αυτός που θα ταράξει την απαλή άμμο της μονοτονίας», είχε γράψει σε ένα ποίημα του όταν ήταν ακόμα μαθητής ο Πίτερ Ο’ Τουλ.
Το ‘πε και το ‘κανε. Τόσο στην κινηματογραφική οθόνη όσο και στο θεατρικό σανίδι (κυρίως εκεί), η παρουσία του υπήρξε ηλεκτρική, εκτυφλωτική, εμφατική, μεγαλειώδης, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς και στο περσινό ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Τζιμ Σέρινταν με τίτλο Peter O’Toole: Along the Sky Road to Aqba και μόλις έκανε την ελληνική του πρεμιέρα στην Cosmote TV, υπάρχει όμως διαθέσιμο και στο YouTube από τις 14 Δεκεμβρίου – ημέρα που συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου ηθοποιού που γεννήθηκε στο Λιντς της βόρειας Αγγλίας το 1932 αλλά του άρεσε να τονίζει τα κέλτικα γονίδιά του και έλεγε ότι έχει γεννηθεί στην Ιρλανδία.
Ο Πίτερ Ο’ Τουλ υπήρξε οκτώ φορές υποψήφιος για Όσκαρ χωρίς να πάρει ποτέ κανένα (πρόκειται για ρεκόρ το οποίο μοιράζεται με την Γκλεν Κλόουζ) παρά μόνο το τιμητικό Όσκαρ «συνολικής προσφοράς» που αποδέχτηκε με βαριά καρδιά και ιδιαιτέρως σκωπτική διάθεση το 2003.
Κάποτε είχε παρασύρει τον Μάικλ Κέιν σ’ ένα μακρύ, μεθυσμένο Σαββατοκύριακο και μετά τη λήξη του κανείς από τους δυο δεν θυμόταν τι είχε συμβεί ούτε γιατί ξαφνικά τους είχε απαγορευτεί εφ’ όρου ζωής η είσοδος στο αγαπημένο τους εστιατόριο.
Μετά τον πόλεμο και μετά την τραυματική, όπως έλεγε ο ίδιος, θητεία του στο Βασιλικό Ναυτικό, βρέθηκε από το πουθενά σχεδόν στη διάσημη RADA (Royal Academy of Dramatic Arts), στην ίδια τάξη με μορφές όπως ο Άλμπερτ Φίνεϊ (ο οποίος αργότερα θα απέρριπτε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Λόρενς της Αραβίας» ανοίγοντας τον δρόμο για την διεθνή καταξίωση του Ο’ Τουλ) και ο Άλαν Μπέιτς. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που ακούγονται στο ντοκιμαντέρ, ήταν τέτοιο το πληθωρικό χάρισμα και η σαγηνευτική μεγαλοπρέπεια που εξέπεμπε, ώστε οι συμφοιτητές του τον αποκαλούσαν «sir».
Πιο κοντά στο ταμπεραμέντο του όμως ήταν περιπτώσεις όπως ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Πίτερ Φιντς και ο Ρίτσαρντ Χάρις, με τους οποίους μοιραζόταν επίσης μια έντονη αδυναμία (για να το θέσουμε διακριτικά) στο ποτό.
Το περίεργο είναι ότι παρά τις έντονες καταχρήσεις, απεδείχθη ο μακροβιότερος όλων εκείνης της φοβερής γενιάς, ασχέτως αν στις τελευταίες δεκαετίες θύμιζε περισσότερο ένα φάντασμα του εαυτού του. Στο ντοκιμαντέρ του Σέρινταν τον θυμούνται κάποιοι επιφανείς «επιζώντες» όπως ο Ντέρεκ Τζακόμπι, ο Μπράιαν Κοξ και ο Άντονι Χόπκινς, οι οποίοι αφηγούνται περιστατικά που αποδεικνύουν περίτρανα πόσο ο Πίτερ Ο’ Τουλ έπαιρνε τη δουλειά του στα σοβαρά και πόσο τη ζωή του στην πλάκα.
Άλλη μια ατάκα του εμφανίζεται σαν επίγραμμα στο ντοκιμαντέρ: «Δεν αντέχω το φως, μισώ τις καιρικές συνθήκες. Η ιδέα μου για τον παράδεισο είναι να πηγαίνω από το ένα καπνισμένο δωμάτιο στο άλλο».
Ποτέ δεν υποχωρούσε στην ενδοσκόπηση, την οποία ίσως φοβόταν. Και παρότι είχε φωτογραφική μνήμη, βρισκόταν συχνά σε κατάσταση πλήρους μπλακάουτ λόγω του αλκοόλ (και της κόκας, για κάποια χρόνια στη δεκαετία του ’70). Έπινε για να ενισχύσει την κάθε στιγμή και μετά έσβηνε από τη μνήμη του την εμπειρία για να ξαναρχίσει από την αρχή.
Κάποτε είχε παρασύρει τον Μάικλ Κέιν σ’ ένα μακρύ, μεθυσμένο Σαββατοκύριακο και μετά τη λήξη του κανείς από τους δυο δεν θυμόταν τι είχε συμβεί ούτε γιατί ξαφνικά τους είχε απαγορευτεί εφ’ όρου ζωής η είσοδος στο αγαπημένο τους εστιατόριο. «Ποτέ μη ρωτάς τι έχεις κάνει», ψιθύρισε ο Ο’ Τουλ στο αυτί του μικρότερου κατά έναν χρόνο συναδέλφου του. «Καλύτερα να μην ξέρεις».
Peter O’Toole: Along the Sky Road to Aqba