ΤΟ ΠΙΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ t-shirt, απ’ όσα επιβιώνουν, το είχα αγοράσει προ δεκαετίας (και βάλε, ίσως) από το μαγαζάκι στο φουαγιέ του Μουσείου του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Λευκό με μια υπέροχη καρικατούρα της Γεωργίας Βασιλειάδου που φέρει την υπογραφή του «Γήση», ο οποίος πάντα μου ήταν πολύ συμπαθής ως γελοιογράφος από τότε που τον θυμόμουν στην Ελευθεροτυπία, στο Έθνος, στο Βήμα, στο Αντί.
Όταν αργότερα έμαθα ότι ο Γήσης Παπαγεωργίου, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, ήταν ένας «αναγεννησιακός» άνθρωπος, με ποικίλα δημιουργικά ενδιαφέροντα, και επίσης ήταν απόστρατος πλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού, αλλά και «συντοπίτης» (Φαληριώτης και αρχικά Νεοσμυρνιώτης), τότε τον εκτίμησα ακόμα περισσότερο.
Μετά τις εκλογές του Ιουνίου, σχολίαζε εμμέτρως την είσοδο των νέων κομμάτων στη Βουλή: «Κλείστε τας πόρτας της βουλής και τα κλειδιά πετάχτε / μασκαρεμένοι έρχονται αρχαίοι Σπαρτιάται / και κάποια αναμαζώματα – απόπειρες κομμάτων / κατάλληλα για λίπασμα άνευ χωμάτων».
Εκτός από τη θάλασσα και το σκίτσο, μεγάλη του αδυναμία ήταν οι παλιοί φάροι, τους οποίους γνώρισε και αγάπησε λίγο πριν αποστρατευτεί, ως διοικητής της Φαρικής Βάσης το 1980-1981.
Έλεγε πριν από δύο χρόνια, μιλώντας για την «ιερότητα των φάρων» σ’ ένα επεισόδιο της σειράς «Μονόγραμμα» (υπάρχει στο Ertflix) με τον ίδιον ως τιμώμενο πρόσωπο: «Όταν είχα βρεθεί στην υπηρεσία φάρων, τότε γνώρισα πόσο ιδιαίτερο είναι το κτίσμα φάρος. Παλιά, στους επιτηρούμενους φάρους, υπήρχαν φαροφύλακες οι οποίοι έμεναν μονίμως εκεί. Πολλοί φάροι όμως είχαν πλέον καταστραφεί και προσπαθούσα με τα στοιχεία που έπαιρνα από φαροδείκτες να τους αναστηλώσω και όσους μπόρεσα τους αναστήλωσα».
Αποτέλεσμα αυτής της αγάπης ήταν και το εξαιρετικό λεύκωμα (ένα από τα πολλά βιβλία που φέρουν την υπογραφή του) «Οι ελληνικοί πέτρινοι φάροι» που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1996, καταγράφοντας το σύνολο των πέτρινων επιτηρούμενων φάρων της χώρας, οι οποίοι απεικονίζονται ιδανικά με σχέδια, σκίτσα και ακουαρέλες του συγγραφέα.
Η άλλη μεγάλη «πετριά» του, όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν οι παραδοσιακές ελληνικές φορεσιές, για τις οποίες είχε επίσης αφιερώσει χρόνο, σχέδια, έρευνες και βιβλία τις τελευταίες δεκαετίες.
Τον κύριο Παπαγεωργίου τον παρακολουθούσα σποραδικά και στο Facebook, όπου οι πνευματώδεις και ευζωικές αναρτήσεις του αποτελούσαν συχνά μια όαση στη μίρλα και την κακοφωνία και της πλατφόρμας. Έγραφε τέτοιες μέρες πέρσι, με αφορμή τα γενέθλιά του που έμελλαν δυστυχώς να είναι τα τελευταία: «ΟΚΤΩΒΡΗΣ του ’39: Γεννήθηκα στην Αθήνα σε μια κλινική που αργότερα έγινε μπορντέλο και μετά βουλκανιζατέρ. Αργότερα, μα πολύ αργότερα έγινε πολυκατοικία με αντιπαροχή. Στο ισόγειο έμεινε το βουλκανιζατέρ και οι όροφοι γινήκανε καινούργια μπορντέλα. Το πρώτο, εγώ δηλαδή κι όχι το μπορντέλο, έγινε στις 8.30 το βράδυ, ημέρα Τετάρτη στις 27 του Οκτώβρη του 1939. Κι όχι πως με το που γεννήθηκα ήξερα να μετράω μέχρι το 27 κι ούτε που μ' ένοιαζε αν ήτανε το 1939 ή το 1821. Η μάνα μου κι ο πατέρας μου το είπανε πρώτα στη γειτονιά και μετά στον Δήμο της Νέας Σμύρνης για να με γράψει στα κιτάπια του. Κι όταν εμεγάλωσα μου το ‘πανε κι εμένα».
Πιο πρόσφατα ακόμα, μετά τις εκλογές του Ιουνίου, σχολίαζε εμμέτρως την είσοδο των νέων κομμάτων στη Βουλή: «Κλείστε τας πόρτας της βουλής και τα κλειδιά πετάχτε / μασκαρεμένοι έρχονται αρχαίοι Σπαρτιάται / και κάποια αναμαζώματα – απόπειρες κομμάτων / κατάλληλα για λίπασμα άνευ χωμάτων».