ΠΡΙΝ ΜΕΡΙΚΕΣ ΗΜΕΡΕΣ διάβασα ένα βιβλίο με τίτλο «You could make this place beautiful». Η συγγραφέας Maggie Smith («Νot the Dame, the other one», όπως γράφει στο bio της στο Twitter για να μην την μπερδέψουν με τη σεβάσμια Αγγλίδα ηθοποιό), γράφει κάτι σαν αυτοβιογραφική νουβέλα για το τέλος του γάμου της. Το 2016 ένα ποίημα της Smith με τίτλο «Good Bones» έγινε viral. Ιnfluencers του Instagram πόζαραν ηδυπαθώς με φόντο τη θάλασσα, γράφοντας από κάτω στίχους από το ποίημά της. Ήρωες το απήγγειλαν σε δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές, η Μέριλ Στριπ το διάβασε σε ένα γκαλά αμερικανικής ποίησης.
H Smith κατέκτησε κάτι τελείως παράδοξο: να γίνει διάσημη ποιήτρια σε μια εποχή που αυτό ακούγεται σαν σύντομο ανέκδοτο. Φυσικά, τίποτα δεν θα μπορούσε να πάει τελείως καλά: την ίδια ώρα που βρέθηκε να δημοσιεύει ποιήματά της στο «New Υorker» και να δίνει διαλέξεις για τη δουλειά της, ο γάμος της κατέρρεε. Αυτήν ακριβώς την περίοδο της προδοσίας, ενός επίπονου διαζυγίου με δυο μικρά παιδιά, περιγράφει η Smith στο βιβλίο. Η πλοκή είναι μεν γραμμική –υπάρχει αρχή, μέση και τέλος–, αλλά η διήγηση σε πρώτο πρόσωπο εναλλάσσεται με μικρά ποιητικά κείμενα που θυμίζουν χαϊκού. Με το που τελείωσα το διάβασμα, μου συνέβη κάτι ασυνήθιστο. Αναρωτήθηκα πότε άραγε μπορούσα να ξαναδιαβάσω το βιβλίο – θα ήταν περίεργο αν το ξαναδιάβαζα αμέσως; Εδώ και χρόνια ξαναδιαβάζω τακτικά τα ίδια βιβλία, δυο-τρεις φορές τον χρόνο.
Όσο ψυχαναγκαστικό και ελιτίστικο και να ακούγεται αυτό (γιατί άραγε να πρέπει να είμαστε «σπουδαίοι αναγνώστες»;), το να επιστρέφεις ξανά και ξανά στο ίδιο βιβλίο μπορεί να είναι μια απόλαυση. Μια τελετουργία. Ή απλώς να είναι κάτι που σε κάνει να νιώθεις σαν να γυρνάς σπίτι σου μετά από καιρό.
«Περιέργως, δεν μπορεί κανείς απλώς να διαβάσει ένα βιβλίο: μπορεί μόνο να το ξαναδιαβάσει. Ένας καλός αναγνώστης, ένας σπουδαίος αναγνώστης, ένας ενεργός, δημιουργικός αναγνώστης είναι μόνο αυτός που διαβάζει ξανά και ξανά το ίδιο βιβλίο» είχε πει ο Ναμπόκοφ σε μια διάλεξή του. Όσο ψυχαναγκαστικό και ελιτίστικο και να ακούγεται αυτό (γιατί άραγε να πρέπει να είμαστε «σπουδαίοι αναγνώστες»;) το να επιστρέφεις ξανά και ξανά στο ίδιο βιβλίο μπορεί να είναι μια απόλαυση. Μια τελετουργία. Ή απλώς να είναι κάτι που σε κάνει να νιώθεις σαν να γυρνάς σπίτι σου μετά από καιρό, όπως σημείωνε πριν χρόνια o βιβλιοκριτικός Juan Vidal σε ένα κείμενό του στο NPR.
Βρίσκω φανταστικό το Bloomsday, τη γιορτή που τιμά τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις κάθε χρόνο στις 16 Ιουνίου, ή τον εορτασμό του λιγότερο γνωστού Dalloway day που γίνεται πάντα μια Τετάρτη του Ιουνίου προς τιμήν της ηρωίδας της Βιρτζίνια Γουλφ. Κάποιοι διαβάζουν τα ίδια βιβλία για «τελετουργικούς» λόγους. Είναι κάτι σαν έθιμο ή γιορτή.
Ως παιδί ξαναδιάβαζα βιβλία γιατί μου άρεσε να τα ανακαλύπτω από την αρχή, συνήθως τα καλοκαίρια που ο χρόνος έμοιαζε ατέλειωτος. Μπορεί να έχω διαβάσει τα «Ψάθινα Καπέλα» της Μαργαρίτας Λυμπεράκη πάνω από 20 φορές. Στο βιβλίο είναι πάντα καλοκαίρι (στα γαλλικά μάλιστα το βιβλίο ονομάζεται «Τρία καλοκαίρια»). Τρεις αδελφές, η Κατερίνα, η Ινφάντα και η Μαρία, παραθερίζουν με την οικογένειά τους στην Κηφισιά. Η Κατερίνα, η μικρότερη, αφηγείται την πορεία τους προς την ενηλικίωση. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει τότε, αλλά το βιβλίο ήταν πρωτοφεμινιστικό για την εποχή του. Κυκλοφόρησε το 1946. Στις τελευταίες σελίδες η Κατερίνα αρνείται την πρόταση γάμου που της κάνει αυτός που αγαπάει, για να ταξιδέψει στον κόσμο και να γράψει ένα μυθιστόρημα.
Τώρα πια ξαναδιαβάζω βιβλία όχι μόνο γιατί το απολαμβάνω, αλλά και γιατί το βρίσκω κάπως παρήγορο. Σπάνια διαλέγω μυθιστορήματα, συνήθως επιλέγω ημερολόγια ή ποιήματα. Αλλιώς διαβάζεις ποιήματα στην εφηβεία, αλλιώς στα 30, αλλιώς στα 40. Κάθε φορά συγκινείσαι από κάτι καινούργιο (ή απορείς με το τι σε συγκινούσε παλιότερα). Η απόλυτη ασφάλειά μου όμως παραμένει το «Κρυφό ημερολόγιο του Άντριαν Μολ», μια σειρά αγγλικών χιουμοριστικών βιβλίων με ήρωα έναν έφηβο που μεγαλώνει στο Λέστερ της Αγγλίας την εποχή της Θάτσερ. Το πρώτο κυκλοφόρησε το 1982, το τελευταίο (όπου ο Άντριαν περιμένει πλέον το πρώτο του εγγόνι) το 2009.
Τα πρώτα βιβλία της σειράς υπήρχαν στα ελληνικά, αλλά νομίζω πως έχουν εξαντληθεί. Τα έχω διαβάσει τόσες πολλές φορές που έχουν φύγει τα εξώφυλλα και οι σελίδες κολλάνε. Η συγγραφέας Σου Τάουνσεντ, που πέθανε το 2014 ενώ έγραφε ένα ακόμα βιβλίο της σειράς, έφτιαξε έναν χαρακτήρα που ισορροπεί μεταξύ γελοιότητας και καλοσύνης. Ο Άντριαν είναι πομπώδης και έχει ψευδαισθήσεις μεγαλείου, αλλά η Τάουνσεντ τον αντιμετωπίζει με αγάπη. Δεν έχω αγαπήσει κανέναν άλλον χαρακτήρα βιβλίου όσο αυτόν. Επιστρέφω στον Άντριαν με ανακούφιση. Σαν να γυρνάω σπίτι μου μετά από καιρό.