Όπως κι αν ήταν η μορφή και το περιεχόμενο αυτού εδώ του κινηματογραφικού και αυτοτελούς prequel των Sopranos, αυτή η απόπειρα εξερεύνησης της γενεαλογίας των χαρακτήρων της μυθικής πλέον σειράς και ειδικά του κεντρικού της ήρωα, ήταν αναπόφευκτο τελικά να απογοητεύσει, λιγότερο ή περισσότερο. Είναι πολύ βαριά η κληρονομιά της καλύτερης δραματικής σειράς όλων των εποχών που δεκαπέντε χρόνια μετά το «αινιγματικό» τέλος της – με την οθόνη να μαυρίζει ξαφνικά στερώντας από τον θεατή κάποιου είδους οριστικό και ικανοποιητικό κλείσιμο – και δέκα χρόνια μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πληθωρικού, χαρισματικού και εμβληματικού εις τους αιώνας των αιώνων πρωταγωνιστή της, εξακολουθεί να ρίχνει βαριά την σκιά της στην κουλτούρα.
Δύο μήνες μόνο μετά την έναρξη του πρώτου λοκντάουν, τον Μάιο του 2020, το HBO είχε ανακοινώσει ότι η θεαματικότητα της σειράς στην πλατφόρμα είχε σημειώσει άνοδο της τάξης του 200% σχεδόν, τάση που διατηρήθηκε και στη συνέχεια, όπως διαπίστωσα και προσωπικά από τους γνωστούς που αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν το παρατεταμένο σπίτωμα για να δουν επιτέλους με την ησυχία τους τα 86 ωριαία επεισόδια του μαφιόζικου έπους.
Ακόμα όμως κι αν εξαντλήσει κανείς την καλοπροαίρετή του διάθεση και κάνει τα στραβά μάτια στις αδυναμίες της ταινίας, είναι δύσκολο να μην αναρωτηθεί αν τελικά έχουν νόημα, αν προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στην μυθολογία θρυλικών και πολυαγαπημένων σειρών, πέρα από την συντήρηση ενός franchise, ταινίες-υστερόγραφα όπως το The Many Saints of Newark.
Ήταν δεδομένη λοιπόν η λαχτάρα για λίγο Sopranos παραπάνω, και η έναρξη των γυρισμάτων του The Many Saints of Newark υπό την επίβλεψη και την υπογραφή του δημιουργού της σειράς Ντέιβιντ Τσέιζ προκάλεσε κλίμα έντονης προσμονής, ειδικά από την στιγμή που ανακοινώθηκε ως κερασάκι σ’ αυτήν την εκλεκτή τούρτα, η συμμετοχή του γιου του αείμνηστου Τζέιμς Γκαντολφίνι, Μάικλ, ο οποίος θα υποδυόταν τον χαρακτήρα που δόξασε ο πατέρας του σε εφηβική ηλικία.
Και πράγματι, η πολυδιαφημισμένη παρουσία του νεαρού ηθοποιού που ξεκινά την καριέρα του με έναν ρόλο που του προσφέρει άμεση δημοσιότητα αλλά εμπεριέχει και σημαντικό ρίσκο, είναι ένα από τα δώρα αυτής της ταινίας στον θεατή και ειδικότερα στον οπαδό της
σειράς. Ο Μάικλ Γκαντολφίνι, εκτός του ότι θυμίζει με έναν απόκοσμο και καθηλωτικό τρόπο τον πατέρα του, είναι εξαιρετικά πειστικός ως 17χρονος Τόνι Σοπράνο που καλείται να επιλέξει την πορεία που θα ακολουθήσει η ενήλικη ζωή του. Μόνο που πρέπει να περιμένει κανείς μέχρι τη μέση σχεδόν της ταινίας για να επικεντρωθεί η πλοκή στα βασανιστικά διλήμματα που έχει να αντιμετωπίσει και πάλι όμως είναι σα να μένει χωρίς ικανοποιητική απάντηση το ερώτημα που δέσποζε στις αφίσες της ταινίας επισκιάζοντας τον τίτλο της: Who made Tony Soprano?
Πόσα στοιχεία να χωρέσεις όμως – πόσες πλοκές και υπο-πλοκές και χαρακτήρες – μέσα στο σκάρτο δίωρο που διαρκεί αυτή η ταινία και ξεκινά την αφήγησή της από το καλοκαίρι του 1967, το «καλοκαίρι της αγάπης» αλλά και το καλοκαίρι έντονων φυλετικών ταραχών σαν αυτές που συντάραξαν το Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι, όπου εξελίσσεται η υπόθεση; Η συμπίεση ήταν περίπου αναπόφευκτη, με αποτέλεσμα ακόμα και σημαίνοντες χαρακτήρες της σειράς, όπως ο Πόλι, ο Σιλ και η Καρμέλα να κάνουν μόνο ένα μικρό πέρασμα στις νεανικές εκδοχές τους.
Ο αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής της ταινίας όμως είναι κάποιος ο οποίος δεν είχε εμφανιστεί ποτέ στην σειρά παρότι το όνομά του μνημονευόταν τακτικά. Πρόκειται για τον αρχιμαφιόζο Ντίκι Μολτισάντι, τον πατέρα του Κρίστοφερ που σκοτώθηκε όταν ακόμα εκείνος ήταν βρέφος, ένα μίγμα αιχμηρής γοητείας και οργιαστικής παθολογίας, όπως τον υποδύεται ο Αλεσάντρο Νιβόλα που είναι εξαιρετικός στο ρόλο. Χαράς ευαγγέλια επίσης για τους οπαδούς του Ρέι Λιότα είναι η γλαφυρή παρουσία του βετεράνου ηθοποιού στην ταινία, και μάλιστα σε διπλό ρόλο: του πατέρα του Ντίκι, ο οποίος φέρνει μαζί του από την Ιταλία την νέα του σύζυγο (η οποία είναι νεότερη από τον γιο του) προκαλώντας οιδιπόδειο χάος, και του δίδυμου αδελφού του, ο οποίος έχει βρει την ειρήνη και την αυτογνωσία στην φυλακή μέσω του βουδισμού και των δίσκων του Miles Davis.
Ακόμα όμως κι αν εξαντλήσει κανείς την καλοπροαίρετή του διάθεση και κάνει τα στραβά μάτια στις αδυναμίες της ταινίας, είναι δύσκολο να μην αναρωτηθεί αν τελικά έχουν νόημα, αν είναι απολύτως απαραίτητες, αν προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στην μυθολογία θρυλικών και πολυαγαπημένων σειρών, πέρα από την συντήρηση ενός franchise, ταινίες-υστερόγραφα όπως το El Camino (Breaking Bad), το Deadwood (η ταινία που έγινε για να ολοκληρωθεί η ομώνυμη σειρά που είχε μείνει στον αέρα) ή το The Many Saints of Newark.