«Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΠΗΡΕ κάποτε να κολυμπήσω σε μια λίμνη, σα να ήθελε να με μπανιάρει στην ιστορία της». Αυτή η αφήγηση ακούγεται καθώς βλέπουμε υλικό από παλιό οικογενειακό βίντεο που δείχνει μια γυναίκα κι ένα κοριτσάκι να κάνουν μπάνιο σε γαλανά νερά ένα καλοκαιρινό απόγευμα. Η λίμνη είναι η «θάλασσα της Γαλιλαίας», γνωστή και ως Τιβεριάδα, όπως ονομάζεται και η πόλη στις όχθες της, που αποτελεί εδώ και δεκαετίες σημαντικό τουριστικό θέρετρο του Ισραήλ.
Ο παλαιστινιακός πληθυσμός της πόλης εκτοπίστηκε με τη Νάκμπα του 1948 και ανάμεσα σ’ εκείνους που ξεριζώθηκαν ήταν η γιαγιά της νεαρής γυναίκας που βλέπουμε να κάνει μπάνιο, και είναι η διάσημη Παλαιστίνια ηθοποιός Χιάμ Αμπάς (γνωστή σε περισσότερους τα τελευταία χρόνια ως «Μάρσια Ρόι» στο Succession) και προγιαγιά του μικρού κοριτσιού, που είναι η Λίνα Σουαλέμ, κόρη της Αμπάς και του Γαλλο-αλγερινού ηθοποιού Ζινεντίν Σουαλέμ.
Δική της είναι η φωνή που ακούγεται ως λυρική και στοχαστική αφήγηση, δική της και η σκηνοθεσία αυτού εδώ του μελαγχολικού, συγκινητικού αλλά λυτρωτικού και ελπιδοφόρου τελικά ντοκιμαντέρ, που υπάρχει πλέον σε διάφορες πλατφόρμες και γυρίστηκε πριν από τον τωρινό πόλεμο στη Γάζα, αλλά πλέον αποκτά μια ακόμα πιο κρίσιμη διάσταση, παρότι η ρητορική του μόνο «πολεμική» δεν είναι.
Κάποια στιγμή βλέπουμε την Αμπάς, όσο έμπειρη ηθοποιός κι αν είναι, να λυγίζει μπροστά στην κάμερα της κόρης της, υπό το βάρος των αναμνήσεων αλλά και των ενοχών ίσως, και να της λέει, συγκρατώντας με τη βία τα δάκρυα: «Πόσο πιο βαθιά να πάω; Πού θέλεις να καταλήξεις Λίνα;».
Το βίντεο από τη λίμνη –η οποία βρίσκεται ανάμεσα στα σύνορα του Ισραήλ, της Συρίας, του Λιβάνου και της Ιορδανίας– που βλέπουμε στην αρχή της ταινίας, μαζί με πλήθος άλλα στη διάρκειά της, τραβήχτηκε πριν από καμιά τριανταριά χρόνια όταν, μετά από απουσία πολλών ετών, η Χιάμ Αμπάς, που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια μικρή κωμόπολη κοντά στη Ναζαρέτ, επιχείρησε για πρώτη φορά να επανασυνδεθεί με την οικογένειά της παίρνοντας μαζί της από το Παρίσι, την μικρή της κόρη, Λίνα.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, η Λίνα Σουαλέμ, η οποία πριν από το Bye Bye Tiberias έκανε ένα ντοκιμαντέρ για την οικογένεια του πατέρα της με τίτλο «Το δικό τους Αλγέρι», επιστρέφει με την κάμερά της αυτήν τη φορά στο μέρος που μεγάλωσε η μητέρα της και που ακόμα ζουν η γιαγιά και οι θείες της, για να αφηγηθεί με τον πιο ονειρικό αλλά συνάμα συμπαγή τρόπο «μια ιστορία χαμένων τόπων και σβησμένων αναμνήσεων» με κεντρικούς χαρακτήρες «γυναίκες που έμαθαν να αφήνουν τα πάντα πίσω τους και να ξεκινάνε από την αρχή».
Κάποια στιγμή βλέπουμε την Αμπάς, όσο έμπειρη ηθοποιός κι αν είναι, να λυγίζει μπροστά στην κάμερα της κόρης της, υπό το βάρος των αναμνήσεων αλλά και των ενοχών ίσως, και να της λέει, συγκρατώντας με τη βία τα δάκρυα: «Πόσο πιο βαθιά να πάω; Πού θέλεις να καταλήξεις Λίνα;».
Η Αμπάς ξεκινά επιφυλακτικά με το αξίωμα «Μην ανοίγεις την πόρτα στις πίκρες του παρελθόντος», αλλά τελικά αφήνεται κι εκείνη στο ρεύμα της συλλογικής, οικογενειακής και ατομικής μνήμης που διαπερνά θραυσματικά την ταινία. «Πίσω από τα χαμόγελά μας», ακούγεται να λέει η Σουαλέμ προς το τέλος, «ξέρω ότι μέσα μας ακόμα κοιμάται o φόβος».
Πέρα από ένα γλαφυρό και συναισθηματικό πορτρέτο εξορίας και αυτοεξορίας, μνήμης και λήθης, το ντοκιμαντέρ αυτό, ειδικά σε κάποιες βινιέτες που σου μένουν αξέχαστες, δείχνει αβίαστα το πως η χαρά, το γλέντι, το χιούμορ, η επαφή, η φιλία, το αίμα (που νερό δεν γίνεται), η (επανα)σύνδεση, μπορούν να αντισταθούν αποτελεσματικά στη μέγγενη της ιστορίας και το συντριπτικό βάρος των περιστάσεων.
Το τρέιλερ του Bye Bye Tiberias