Η ΧΙΑΜ ΑΜΠΑΣ ΕΝΙΩΘΕ «ασφυξία», όπως λέει, μεγαλώνοντας ως Παλαιστίνια γυναίκα σε αυτό που πρόσφατα είχε γίνει το κράτος του Ισραήλ. Δεν ήταν σε θέση να ταξιδέψει σε άλλες αραβικές χώρες όπου είχαν αναγκαστεί να ζήσουν οι συγγενείς της μετά την εκδίωξή τους κατά τη διάρκεια της Νάκμπα του 1948 (η ίδια γεννήθηκε στη Ναζαρέτ το 1963).
Νιώθοντας απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, στράφηκε στις τέχνες και γράφτηκε σε μια σχολή φωτογραφίας στη Χάιφα. Η εργασία της ως φωτογράφου για το θέατρο El-Hakawati στην Ιερουσαλήμ ήταν το πρώτο της βήμα προς την υποκριτική.
«Το ξεκίνημα μιας καριέρας δεν είναι καν ο σωστός όρος», λέει. «Σημασία είχε απλώς να υπάρχεις, να είσαι αυτό που θέλεις να είσαι, χωρίς να χρειάζεται να δίνεις απαντήσεις κάθε δευτερόλεπτο της ημέρας σε εκατοντάδες ανθρώπους».
Σήμερα, η Αμπάς είναι αναμφισβήτητα η πιο διάσημη Παλαιστίνια ηθοποιός στον κόσμο. Παίζει σε επιφανείς κινηματογραφικές και τηλεοπτικές διεθνείς παραγωγές (αγγλόφωνες, γαλλόφωνες, αραβόφωνες) εδώ και δεκαετίες, ενώ πρόσφατα έγινε ακόμα πιο γνωστή με τον ρόλο της στο «Succession».
Ταυτόχρονα επικήδειος και ερωτική επιστολή, το ντοκιμαντέρ εξερευνά τον πόνο και τον πλούτο της παλαιστινιακής κληρονομιάς που μεταδίδεται μέσω της μητρότητας, ακολουθώντας τέσσερις γενιές γυναικών.
Και τώρα, για πρώτη φορά, εμφανίζεται ως ο εαυτός της μπροστά από την κάμερα, σε ένα ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε η κόρη της, Λίνα Σουαλέμ. Το βραβευμένο ήδη «Bye Bye Tiberias» αντικατοπτρίζει τη δύσκολη απόφαση της Χιάμ να εγκαταλείψει ως νεαρή γυναίκα την εύφλεκτη περιοχή για την Ευρώπη και να μην επιστρέψει στην πατρίδα της παρά μόνο μετά τη γέννηση της Λίνα, το 1990.
Σε μια στιγμή που η προσοχή του κόσμου είναι στραμμένη στη βία της στρατιωτικής επίθεσης του Ισραήλ στη Γάζα, η ταινία προσφέρει στο κοινό έναν διαφορετικό τρόπο παρουσίασης της παλαιστινιακής εμπειρίας. Ταυτόχρονα επικήδειος και ερωτική επιστολή, το ντοκιμαντέρ εξερευνά τον πόνο και τον πλούτο της παλαιστινιακής κληρονομιάς που μεταδίδεται μέσω της μητρότητας, ακολουθώντας τέσσερις γενιές γυναικών: την προγιαγιά της Λίνα, Ουμ Αλί, τη γιαγιά της, τη Νεμάτ, τη μητέρα της, τη Χιάμ, και τη μικρή της κόρη.
Το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει τρία είδη οπτικού υλικού: τα πλάνα της Λίνα από τη σημερινή Παλαιστίνη, αυτά που είχε τραβήξει ο πατέρας της από τη δεκαετία του 1990 και πλούσιο αρχειακό υλικό από την Παλαιστίνη πριν και μετά τη Νάκμπα.
Κατά τη διάρκεια της Νάκμπα του 1948, οι παππούδες και οι γιαγιάδες της Χιάμ εκδιώχθηκαν από σιωνιστικές πολιτοφυλακές από το χωριό τους, τη Σατζάρα, κοντά στην πόλη της Τιβεριάδας. Κάποιοι συγγενείς κατέληξαν στη Συρία. Η γιαγιά της, Ουμ Αλί, και τα παιδιά της εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Γαλιλαία, στο νέο κράτος του Ισραήλ. Μετά από δύο χρόνια στρατιωτικής διακυβέρνησης υπό το εκκολαπτόμενο καθεστώς, τους δόθηκε η ισραηλινή υπηκοότητα. «Όταν προέρχεσαι από αυτήν τη γη, αυτήν τη γη που εν μέρει χάθηκε», λέει η Χιάμ, «η σχέση σου μαζί της δεν είναι σαν αυτή οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου στον κόσμο που δεν κινδυνεύει από μια τόσο βαριά απώλεια».
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τη Χιάμ ήταν ότι έπρεπε να πρωταγωνιστήσει η ίδια στην ταινία. «Το να βρίσκεσαι μπροστά στην κάμερα με τόσο ευθύ και μετωπικό τρόπο, απαντώντας σε προσωπικές ερωτήσεις για τη ζωή σου, για το παρελθόν σου, για την οικογένειά σου... νιώθεις ότι θέτεις τους πάντες σε κίνδυνο, και πρώτα απ' όλα τον εαυτό σου. Είμαι ηθοποιός, μπαίνω στο σώμα των χαρακτήρων μου όταν παίζω, αλλά ποτέ στο δικό μου σώμα. Αυτή ήταν μια διαφορετική άσκηση, με την οποία αρχικά δεν ένιωθα άνετα».
Τελικά, όπως λέει, βρήκε μια νέα εκφραστική «γλώσσα» με τη βοήθεια της κόρης της. Η Λίνα ανέπτυξε μια ισχυρότερη αίσθηση του τι ήθελε, και η Χιάμ είχε τη δική της επιφοίτηση: «Ξαφνικά με κατέλαβε το συναίσθημα ότι ήταν καθήκον μου να συμμετάσχω στην ταινία της Λίνα. Επειδή δεν αφορούσε πραγματικά εμένα. Αφορούσε το πώς εντάχθηκα σε μια ιστορία τεσσάρων γενεών γυναικών. Η Λίνα διερευνά την ιστορία και τη συλλογική μνήμη αυτών των γυναικών, για το πώς επηρέασαν η μία την άλλη – κι εγώ είμαι μέρος της αλυσίδας. Δεν μπορώ να σπάσω αυτή την αλυσίδα. Δεν έχω το δικαίωμα να τη σπάσω».
Τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας η Χιάμ μάς τοποθετεί στη γεωγραφία της περιοχής, δείχνοντας τα σύνορα που φαίνονται στο βάθος: εκεί είναι η Συρία, εκεί είναι ο Λίβανος, εκεί είναι η Ιορδανία. «Στη Νάκμπα, οι άνθρωποι έχασαν τόσα πολλά, και μέρος της κληρονομιάς μου είναι αυτή η απώλεια. Η μητέρα μου έζησε, ενστικτωδώς, μαζί με τη μητέρα της, εκείνη την έξοδο – βάδισαν κυριολεκτικά μαζί στην εξορία». Καθ' όλη τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, ισραηλινά στρατεύματα παραμονεύουν στο παρασκήνιο. Στρατιώτες εμφανίζονται σε πλάνα από μια εκδρομή στην Ιερουσαλήμ τη δεκαετία του '90 και σε ένα πλάνο της Χιάμ να κάθεται δίπλα στα νερά της λίμνης Τιβεριάδας. «Το μάτι του θεατή πηγαίνει αυτόματα στην έντονη στρατιωτική παρουσία. Είναι πανταχού παρούσα, είναι μέρος της καθημερινής ζωής».
Με περισσότερους από 36.000 Παλαιστίνιους να έχουν σφαγιαστεί μέχρι στιγμής, με περισσότερους από 2 εκατομμύρια εκτοπισμένους και χωρίς ορατό τέλος στη στρατιωτική εκστρατεία του Ισραήλ, δεν μπορεί κανείς να μην αισθανθεί ότι παρακολουθούμε την καταστροφή του 1948 να επαναλαμβάνεται σε βιομηχανική κλίμακα. Άλλωστε, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Γάζας είναι πρόσφυγες από άλλα μέρη της Παλαιστίνης, εκτοπισμένοι όπως η οικογένεια της Χιάμ Αμπάς το 1948, που, όπως λέει η ίδια, «θα μπορούσαν άνετα να είναι πρόσφυγες στη Γάζα. Ήταν απλώς τυχαίο ότι αυτές οι γυναίκες έμεναν εκεί που έμεναν».
«Παρ’ όλα αυτά», συνεχίζει, «ο κόσμος έχει δεχτεί την ταινία ως ένα δώρο αγάπης. Με το να μιλάμε για τους Παλαιστίνιους με αυτόν τον τρόπο, και όχι μόνο με όρους θανάτου, λιμού ή καταστροφής, μπορούσαμε να νιώσουμε την ανακούφιση που αισθάνθηκε το κοινό από αυτή την πλευρά της ιστορίας. Και αυτές οι αντιδράσεις γίνονταν όλο και πιο έντονες – παρά τις δυσκολίες, παρά τον πόλεμο που κλιμακωνόταν, παρά τις τρομακτικές απώλειες, το αιματοκύλισμα χωρίς τέλος, τα σκοτωμένα παιδιά, τους ηλικιωμένους, τους εκτοπισμένους… η υποδοχή από τον κόσμο ήταν αυτό που μας έδωσε δύναμη να συνεχίσουμε».
Με στοιχεία από The Guardian