ΜΕΣΑ Σ' ΕΝΑ ΦΕΡΕΤΡΟ καλυμμένο με την σημαία του ΠΑΣΟΚ μεταφέρθηκε στην τελευταία του κατοικία ο Άκης Τσοχατζόπουλος. Δεν ήταν αυτός ο τίτλος –ούτε η σούμα– κανενός από τα ρεπορτάζ για την κηδεία του επιφανούς (ποικιλοτρόπως) πολιτικού, παρότι αυτή η φωτογραφία στην κατάληξη της πομπής ήταν σίγουρα η πιο ισχυρή εικόνα μιας βουβής και σεμνής τελετής.
Μιας τελετής σε κλειστό κύκλο σχεδόν (μόνο η αδιάκριτη παράταξη των φωτογράφων και των κάμεραμεν χαλούσε αυτήν την εντύπωση), με λίγο φαινομενικά κόσμο και κανέναν εκπρόσωπο του επίσημου πολιτικού συστήματος (ο πλησιέστερος που παρευρέθηκε ήταν, αν δεν κάνω λάθος, ο Ηλίας Λιβάνης), κεντρικός χαρακτήρας του οποίου είχε υπάρξει για δεκαετίες ο εκλιπών, από την αυγή της μεταπολίτευσης και σε όλα σχεδόν τα κεφάλαια που ακολούθησαν έκτοτε.
Παρά τους προφανείς και υπερθυρεοειδικούς συμβολισμούς αυτής της εικόνας που έμοιαζε να δείχνει τον τελετουργικό ενταφιασμό του ΠΑΣΟΚ του ίδιου, και όχι μόνο ενός από τα πιο επιφανή και ιστορικά στελέχη του, η ισχύς της περιορίστηκε σημαντικά από τις ξέφρενες προτεραιότητες του χθεσινού 24ωρου κύκλου επικαιρότητας. Η εικόνα χάθηκε μέσα στον χαμό, στις αντιδράσεις και στον θόρυβο που προκάλεσαν τα όσα κωμικοτραγικά ακολούθησαν την ανακοίνωση του κυβερνητικού ανασχηματισμού, που θα έφτανε στο σημείο να πει κανείς ότι συνέβησαν με κύριο σκοπό την έκρηξη περιεχομένου στα social media.
Παρά τους προφανείς και υπερθυρεοειδικούς συμβολισμούς αυτής της εικόνας που έμοιαζε να δείχνει τον τελετουργικό ενταφιασμό του ΠΑΣΟΚ του ίδιου, και όχι μόνο ενός από τα πιο επιφανή και ιστορικά στελέχη του, η ισχύ της περιορίστηκε σημαντικά από τις ξέφρενες προτεραιότητες του χθεσινού 24ωρου κύκλου επικαιρότητας.
Ίσως και ως διαφυγή από όλη αυτή την απότομη έξαρση κοινωνικής δικτύωσης και «επικοινωνίας», έμεινα παραπάνω από ό,τι θα περίμενα στις νηφάλιες εικόνες της κηδείας. Τότε μου ήρθε στο μυαλό μια μακρινή ανάμνηση που έχει εμφανιστεί κι άλλες φορές ξαφνικά από τα βάθη της μνήμης, όποτε βρισκόταν στην επικαιρότητα ο βεβαρημένος πλέον με την ιδιότητα του κατάδικου, Άκης Τσοχατζόπουλος, το άλλοτε κραταιό πολιτικό στέλεχος, ο Νο.2 που θα γινόταν Νο.1, «ο ωραίος Μπρούμελ», όπως τον αποκαλούσε σύσσωμος ο Τύπος στα πρώτα ένδοξα χρόνια της ΠΑΣΟΚικής διαχείρησης.
Η ανάμνηση έχει να κάνει με το καλοκαίρι του 1985, όταν για κάποιες μέρες έκανα «διακοπές» στο ίδιο συγκρότημα (bungalows) νησιού των Σποράδων με τον Άκη Τσοχατζόπουλο. Τον έβλεπα δηλαδή καμιά φορά με μέλη της οικογένειάς του, μέσα στις μέρες. Δεν πρόκειται για καθοριστικό συμβάν, ούτε καν για αξιομνημόνευτο, απλά το θυμήθηκα.
Ήταν καλοκαίρι της πρώτης λυκείου και ο θείος ενός φίλου μου που είχε αναλάβει το εν λόγω συγκρότημα, μας πρότεινε να μας κλείσει ένα δίκλινο τζάμπα συν πληρωμή, αν μπορούσαμε να φιλοτιμηθούμε να κάνουμε και καμιά δουλειά συγχρόνως, σε οποιοδήποτε πόστο.
Έμοιαζε καλό deal. Και ήταν. Δέκα λεπτά περίπου αντέξαμε στο service και καταλήξαμε είτε να νοικιάζουμε (όποτε είχαμε διάθεση) κανό, ποδήλατα και σερφ στην παραλία είτε να βάζουμε μουσική στην υπαίθρια ντίσκο του συγκροτήματος (τέλειο). Περνάγαμε φανταστικά. Όλα τελείωσαν όμως άδοξα για μένα όταν κάποιος σφύριξε στη διεύθυνση ότι πού και πού παντελόνιαζα μέρος του ποσού που έφτανε στα χέρια μου από τα κανό κ.λπ., για να τα σπαταλήσω σε μπίρες από την παρακείμενη καντίνα. Αποχώρησα ντροπιασμένος και μετανιωμένος.
Φυσικά δεν έφταιγε ο Άκης Τσοχατζόπουλος για το ατόπημά μου αυτό που μου στοίχισε την έξωση από τον παράδεισο, ούτε μου εμφύσησε με κάποιο μεταφυσικό τρόπο η παρουσία του εκεί μια τριτοδρομική, αποενοχοποιητική αύρα ή κάποιου είδους υπέρμετρη αυτοπεποίθηση. Επιπολαιότητα και κωλοπαιδισμός, αυτό ήταν όλο. Και πόσο παλιά κι ανώδυνα μοιάζουν όλα αυτά τώρα που το σκέφτομαι, σα να μη συνέβησαν ποτέ.