ΣΕ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΣΑΝ την δική μας, όπου επικρατεί μια ανίκητη μαζική προκατάληψη εις βάρος της μουσικής κάντρι (παρότι η εξίσωση υπήρξε πάντα σαφής: country + rhythm & blues = rock & roll), ένας τόσο σπουδαίος τραγουδοποιός και ερμηνευτής όπως ο Κρις Κριστόφερσον –σπουδαίος όσο ο Ντίλαν, ο Λέοναρντ Κοέν ή ο Τζόνι Κας, για να μην πάμε στους εκπροσώπους της λεγόμενης «outlaw» ή «εναλλακτικής» κάντρι– μπορεί να ήταν ακόμα λιγότερο γνωστός αν δεν είχε θητεύσει, παράλληλα με τη δισκογραφική του πορεία, και ως σταρ του σινεμά.
Κάτι που το έκανε επίσης καλά, ειδικά στις ταινίες του Σαμ Πέκινπα, με αποκορύφωμα το Pat Garret and Billy the Kid, ασχέτως αν έγινε διάσημος λίγο αργότερα, στο «Ένα αστέρι γεννιέται» δίπλα στην Μπάρμπρα Στρέιζαντ, όπου έπαιξε μια πιο λουστραρισμένη εκδοχή του εαυτού του, όταν πλέον κι ο ίδιος, προς όχι δυσάρεστη έκπληξή του, ήταν σταρ και σύμβολο του σεξ, σαν τον ήρωα που υποδυόταν στην ταινία.
Ήταν «Αναγεννησιακός» με την αμερικανική χροιά του όρου, και το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας, αλλά τελικά υπερνίκησε, όπως και στην περίπτωση του Κοέν, η ακατανίκητη κλίση προς το τραγούδι ως το πιο ισχυρό μέσο αφηγηματικής έκφρασης στον κόσμο.
Προηγουμένως, είχε προλάβει να ζήσει πολλές ζωές και να κάνει πολλές υπερβάσεις, μέχρι να κατοχυρώσει τον τίτλο του ποιητή που γεφύρωσε το εγγενώς εσωστρεφές και συντηρητικό σύστημα του Νάσβιλ, κοιτίδας της παραδοσιακής κάντρι, με τις ευαισθησίες και τα αιτήματα της αντικουλτούρας. Δεν ήταν και λίγο πράγμα, να λιώνουν με τα κομμάτια σου τα «φρικιά» και οι «βλάχοι» εξίσου.
Και τι κομμάτια… Και πώς τα σκάρωνε ο άτιμος, κάνοντάς τα να σπινθηροβολούν αυθεντικές εμπειρίες, και συνάμα βαθιές και οικουμενικές αλήθειες, έστω κι αν ο αφηγητής της ιστορίας ήταν πάντα το ίδιο πρόσωπο. Ο ίδιος δηλαδή ο Κρις Κριστόφερσον, σε μέρες κρασιού και ρόδων αλλά και σε σκοτεινές νύχτες της ψυχής: Ρομαντικός, μποέμ, συναισθηματικός, μοιρολάτρης, αποσυνάγωγος, απόκληρος, τελειωμένος. Κι αύριο πάλι απ’ την αρχή.
Μια άλλη σημαντική μορφή της κάντρι μουσικής κατά την τελευταία πεντηκονταετία, ο Ρόντνι Κρόουελ, είχε πει για τους στίχους του Sunday Morning Coming Down, ενός από τα τραγούδια του Κριστόφερσον που έγινε σήμα κατατεθέν για τον ίδιο αλλά και για τον Τζόνι Κας που το πρωτοείπε: «Όλες αυτές οι λέξεις υπάρχουν στο λεξικό αλλά κανείς άλλος πριν από τον Κρις δεν μπορούσε να τις βάλει στη σωστή σειρά».
Είχε και την ανάλογη παιδεία εδώ που τα λέμε όμως, πέρα από το χάρισμα.
Προερχόμενος από προνομιούχο περιβάλλον, ο Κρις Κριστόφερσον είχε πάει μέσω της υποτροφίας Rhodes στην Οξφόρδη για να μελετήσει τους αγαπημένους του Ρομαντικούς ποιητές, και ειδικά τον Γουίλιαμ Μπλέικ. Ήταν επίσης πρωταθλητής πυγμαχίας, φέρελπις στρατιωτικός (δίδαξε και Αγγλική Φιλολογία στο Γουέστ Πόιντ) και ένα σωρό άλλες περιστασιακές ιδιότητες. Ήταν «Αναγεννησιακός» με την αμερικανική χροιά του όρου, και το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας, αλλά τελικά υπερνίκησε, όπως και στην περίπτωση του Κοέν, η ακατανίκητη κλίση προς το τραγούδι ως το πιο ισχυρό μέσο αφηγηματικής έκφρασης στον κόσμο.
Πάνω απ’ όλα ίσως, ο Κρις Κριστόφερσον υπήρξε η επιτομή αυτού που λέμε «είναι και φαίνεται». Η μορφή του και μόνο (το ύφος, η εκφορά, αυτό το θυμόσοφο μειδίαμα που δηλώνει τη γνώση μιας βαθιάς αλήθειας, που όμως συντρίβεται κάθε τόσο στις αντιφάσεις της) πιστοποιούσε την αυθεντικότητα της εμπειρίας και λειτουργούσε καθησυχαστικά, ακόμα κι όταν τα λόγια των τραγουδιών σε κάνουν να θέλεις να κατεβάσεις απνευστί μισό μπουκάλι ουίσκι.