ΑΝ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ δεν είναι τόσο «η τέχνη του εφικτού», σύμφωνα με τον αφορισμό που μας έχει φορτωθεί από την εποχή του Μπίσμαρκ, όσο η τέχνη του αντιπερισπασμού, τότε θα λέγαμε ότι πολιτικά δεν απέδωσε κάτι συνταρακτικό το επιθετικό επικοινωνιακό παιχνίδι του πρωθυπουργού στο Λονδίνο με αιχμή τα «μάρμαρα» και το διπλωματικό μπάχαλο που επακολούθησε.
Κι αυτό το «είναι σα να κόβεις τη Μόνα Λίζα στη μέση» που χρησιμοποίησε στην τηλεοπτική του συνέντευξη, μ’ έχει στοιχειώσει. Έχω συνέχεια στο μυαλό μου την γκραν-γκινιόλ εικόνα της Τζοκόντα σκισμένης στα δύο. Είναι από αυτές τις θεαματικές αναλογίες που στήνουν εντυπωσιακά σλόγκαν αλλά άμα κάτσεις να τις σκεφτείς, δεν βγάζουν νόημα και σε φρικάρουν.
Καλώς να επιστρέψουν κάποια στιγμή και ακόμα καλύτερα η επιστροφή τους να συμπαρασύρει την απελευθέρωση τόσων άλλων μνημείων που δεν ανήκουν στους αποικιοκράτες κατόχους τους, αλλά δεν θα πεθάνουμε κιόλας. Αυτή ήταν πάντα η διόλου έντονη άποψή μου για το αυτό το ζήτημα που έχει αναδειχθεί ως το Ιερό Δισκοπότηρο ενώ συχνά λειτουργεί ως ο Μεγάλος Αντιπερισπασμός.
Τουλάχιστον εξέθεσε τον αντιπαθέστατο και κακομαθημένο Βρετανό ομόλογό του, προκαλώντας μάλιστα εθνικοπατριωτικό οίστρο σε κάποιους ενθουσιώδεις υποστηρικτές του –φιλελεύθερους, κοσμοπολίτες και αντι-ρατσιστές κατά τ’ άλλα– οι οποίοι έκαναν λόγο στα social media για «τάφο του Ινδού», ασχέτως αν ο Ρίσι Σούνακ είχε ξεκαθαρίσει από τον περασμένο Μάρτιο ότι δεν σχεδιάζεται καμιά επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα.
Η συμπεριφορά του πάντως καταγράφηκε εμμέσως πλην σαφώς ως γελοία, ακόμα κι από επιφανείς Τόρηδες, όπως ο πρώην ηγέτης και υπουργός Εξωτερικών των Συντηρητικών Γουίλιαμ Χέιγκ, ο οποίος δήλωσε, καταπίνοντας μπόλικο αγγλικό φλέγμα, ότι η ακύρωση της συνάντησης «δεν ήταν καλή διαφήμιση για τη διπλωματία». Καλύτερα ίσως, αποφεύχθηκε έτσι όχι μόνο η κουβέντα για τα μάρμαρα αλλά και για άλλα θέματα στην ατζέντα της συνάντησης, όπως το μεταναστευτικό, για το οποίο ποιος ξέρει τι φριχτό θα λεγόταν, δεδομένων των σχετικών θέσεων του Σούνακ.
Μεγάλωσα με τη διεκδίκηση των μαρμάρων (όταν ακόμα, και για δεκαετίες, λέγαμε «τα Ελγίνεια») και είμαι σχεδόν βέβαιος θα αποχαιρετήσω πριν επιστρέψουν. Δεν πειράζει, μπορώ να ζήσω μ’ αυτήν τη μοίρα.
Καλώς να επιστρέψουν κάποια στιγμή (και Μουσείο έχουμε κι απ’ όλα, ασχέτως αν ρημάζουν τόσοι περιφερειακοί αρχαιολογικοί χώροι) και ακόμα καλύτερα η επιστροφή τους να συμπαρασύρει την απελευθέρωση τόσων άλλων μνημείων που δεν ανήκουν στους αποικιοκράτες κατόχους τους, αλλά δεν θα πεθάνουμε κιόλας. Αυτή ήταν πάντα η διόλου έντονη άποψή μου για το αυτό το ζήτημα που έχει αναδειχθεί ως το Ιερό Δισκοπότηρο ενώ συχνά λειτουργεί ως ο Μεγάλος Αντιπερισπασμός.