ΥΠΟ ΑΛΛΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ θα ήταν πραγματικά καλοδεχούμενο «το πρώτο Μουντιάλ σε αραβική/μουσουλμανική χώρα», ειδικά μάλιστα εάν επρόκειτο για χώρα με παράδοση στην ποδοσφαιρική κουλτούρα αλλά και στον θεσμό, όπως φερ’ ειπείν το Μαρόκο που το είχε διεκδικήσει στο παρελθόν.
Αντ’ αυτού (ή των ΗΠΑ των ίδιων που το είχαν σίγουρο λογαριάζοντας χωρίς τους διάφορους ξενοδόχους) το φετινό Παγκόσμιο Κύπελο παραδόθηκε ως γνωστόν, το μακρινό 2010, μια πενταετία πριν αρχίσει να ξηλώνεται σύσσωμη σχεδόν η FIFA του Μπλάτερ, στο μικροσκοπικό και εντελώς άμπαλο πλην όμως αφάνταστα πλούσιο εμιράτο του Κατάρ που παράγει 77 εκατομμύρια τόνους υγροποιημένο φυσικό αέριο τον χρόνο (περίπου το ένα τέταρτο της παγκόσμιας παραγωγής) με προοπτική να φτάσει τους 126 τόνους μέχρι το 2026 σε αγαστή συνεργασία με τη Shell και την γαλλική Total.
Σύμφωνα με το Forbes, το Παγκόσμιο Κύπελο του Κατάρ θα κοστίσει τουλάχιστον 150 εκατομμύρια δολάρια, δέκα φορές περισσότερα από το προηγούμενο της Ρωσίας που ήταν τότε το ακριβότερο.
Και μόνο το κόνσεπτ ενός Μουντιάλ στο Κατάρ τον χειμώνα, Χριστούγεννα σχεδόν, είναι σα να προέρχεται από διήγημα του Μπάλαρντ.
Τέτοιας τάξεως νούμερα και ποσά σκεπάζουν τα πάντα και κάνουν να μοιάζουν με κραυγές στο σκοτάδι οι διαμαρτυρίες για τις διώξεις κατά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων ή για τη θέση των γυναικών στο Κατάρ, για τους περιορισμούς των ελευθεριών και για τους χιλιάδες των νεκρών εργατών από χώρες της Ασίας και της Αφρικής που δεν επέζησαν των άθλιων και απάνθρωπων συνθηκών στη διάρκεια της κατασκευής των σταδίων και των άλλων μεγάλων έργων.
Υπό αυτή την έννοια το ποδόσφαιρο παύει να είναι σύμφωνα με την γερμανική ρήση «το πιο ασήμαντο σημαντικό πράγμα στον κόσμο» και γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου – κυριολεκτικά.
«Δεν είναι τα μαθήματα ηθικής η δουλειά μας» δηλώνει η ηγεσία της FIFA, «ούτε και πρέπει να επιτρέψουμε να σέρνεται το παιχνίδι σε κάθε ιδεολογική ή πολιτική διαμάχη».
Μια ζωή η ίδια επωδός. «Άλλο ποδόσφαιρο κι άλλο πολιτική» που λέει σαρκαστικά κι ένα παλιό τραγουδάκι του Βασίλη Νικολαΐδη. που είχε τίτλο «Μουντιάλ ‘78» και αναφερόταν στο Παγκόσμιο Κύπελο της χουντικής τότε Αργεντινής όπου εκδηλώθηκε αυτό που σήμερα αποκαλούμε «sportwashing»: Δεν είναι φάρσα, δεν είναι μπακατέλα / στην προσμονή του ζούσαμε καιρό / είναι το Μουντιάλ του στρατηγού Βιντέλα / φτύστε τα μούτρα σας και τον πολιτισμό /…τι κι αν πεθαίνουν στην ασφάλεια μερικοί / άλλο ποδόσφαιρο κι άλλο πολιτική / κι αφού ο κόσμος έχει αποφασίσει / να δώσει χέρι στον φασισμό / κι εγώ μ’ εμένα τα έχω κανονίσει / θα δω το Κύπελλο χωρίς ενδοιασμό.
Κι όμως, κι όμως… Όλων των παραπάνω δοθέντων (βαθιά ανάσα) και παρά την έντονη αρνητική προδιάθεση, άμα πάρει μπρος η διοργάνωση το πιο πιθανό είναι να την παρακολουθήσω. Έστω και με μισή καρδιά, έστω και ως ένοχη απόλαυση.
Είναι και μια νοσηρή «δημοσιογραφική» περιέργεια που σε τσιγκλάει για κάτι που δεν έχει ξαναγίνει και μοιάζει λίγο με μυθοπλαστική δυστοπία (και μόνο το κόνσεπτ ενός Μουντιάλ στο Κατάρ τον χειμώνα, Χριστούγεννα σχεδόν, είναι σα να προέρχεται από διήγημα του Μπάλαρντ) αλλά κυρίως είναι ένας αντανακλαστικός ενθουσιασμός για τον θεσμό που δύσκολα καταπιέζεται επειδή έχει τις βάσεις του στην παιδική ηλικία, όπως και η αγάπη για το ποδόσφαιρο.
Και, πέρα απ’ αυτό, δείτε τι ζούμε. Ο αντιπερισπασμός που θα προσφέρει η διοργάνωση –τα ματς, τα αποτελέσματα, οι συζητήσεις, οι πλάκες με τα ανθεκτικά εθνικά στερεότυπα, η ιδέα ή η ψευδαίσθηση έστω μιας παγκόσμιας κοινότητας– προσφέρει μια κάποια προσωρινή έστω ανακούφιση, όπως ο ήχος του κουδουνιού που σημαίνει διάλειμμα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.