ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ αποτελούν αναφορά ρουτίνας στο αστυνομικό δελτίο οι βίαιες και μέχρις εσχάτων εξωγηπεδικές συγκρούσεις ανάμεσα σε αντίπαλες χουλιγκανικές φατρίες. Το «πρόβλημα» είναι ότι το 99,9% τέτοιου είδους αιφνιδιαστικών δολοφονικών επιθέσεων ή οργανωμένων «ραντεβού θανάτου» δεν αφήνουν νεκρό πίσω, οπότε συνήθως χαζεύουμε τα σχετικά άρθρα και βίντεο στην οθόνη, κουνάμε μοιρολατρικά το κεφάλι και συνεχίζουμε.
Η στατιστική ευνοεί τη λήθη. Ακόμα και όταν υπάρχει νεκρός όμως, δεν είναι λίγοι εκείνοι που απλώς ανασηκώνουν αδιάφορα τους ώμους, σαν να λένε «άσ’ τους να σφάζονται μεταξύ τους», «μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβεις» κ.λπ.
Φταίμε κι εμείς οι υπόλοιποι όμως, που επιμένουμε να πιστεύουμε, παρότι είναι αντίθετο σε κάθε λογική και σε κάθε εμπειρία ζωής, ότι οι δικοί μας είναι «καλύτεροι» από τους άλλους, ακόμα και στο επίπεδο του στυγνού, κοινωνιοπαθούς μαχαιροβγάλτη.
Σύμφωνα όμως με τα μέχρι τώρα στοιχεία, το παιδί που σφαγιάστηκε «για το ποδόσφαιρο» χθες στη Θεσσαλονίκη πριν από το τέλος της εφηβείας του δεν ήταν «χουλιγκανικά» ενεργό, απλώς ένας δηλωμένος οπαδός μιας συγκεκριμένης ομάδας, όπως η συντριπτική πλειοψηφία του άρρενος πληθυσμού στην Ελλάδα και παγκοσμίως. Και το θέμα είναι ότι υπάρχουν κάποια άλλα «παιδιά» εκεί έξω που μπορούν να χτυπήσουν μέχρι θανάτου οποιονδήποτε επειδή κάποτε μικρός αποφάσισε να επιλέξει τα χρώματα και τα εμβλήματα του αντίπαλου στρατοπέδου.
Εκτός από τις θεοσκότεινες και βαριές παθολογίες που μαστίζουν τέτοια άτομα, συχνά μπορεί να έχουν και την ψευδαίσθηση πως εκείνοι είναι που ζουν στον αληθινό, φυσικό κόσμο της διαρκούς αντιπαράθεσης και όχι στον ψηφιακό/τηλεοπτικό, όπου ζει η συντριπτική πλέον μάζα των οπαδών, ή στο επιχειρηματικό/πολυεθνικό σύμπαν, όπου κατοικούν οι διοικήσεις, οι οποίες δεν τους «νοιάζονται» ίσως όπως παλιά, αφού πλέον το προϊόν έχει υποστεί ισοπεδωτική δομική μετάλλαξη, έχει πάει σε άλλα πεδία και σε άλλα κόλπα και δεν τους έχουν πλέον ανάγκη.
Μπορεί να ήταν αναμενόμενο, και πάλι όμως δύσκολα αντεχόταν το χθεσινό όργιο υποκρισίας τόσο στις επίσημες ανακοινώσεις των ΠΑΕ όσο και στις φορτισμένες διακηρύξεις των οργανωμένων που εσχάτως επιθυμούν να αναβαπτίσουν το λεγόμενο «οπαδικό κίνημα» στην κολυμπήθρα της «αντιφασιστικής» (γενικά και αόριστα) και «αντισυστημικής» (ακόμα πιο γενικά και αόριστα) δράσης.
Φταίμε κι εμείς οι υπόλοιποι όμως, που επιμένουμε να πιστεύουμε, παρότι είναι αντίθετο σε κάθε λογική και σε κάθε εμπειρία ζωής, ότι οι δικοί μας είναι «καλύτεροι» από τους άλλους, ακόμα και στο επίπεδο του στυγνού, κοινωνιοπαθούς μαχαιροβγάλτη.
Όλοι όσοι συμμετέχουν σε δολοφονικά πεσίματα και σε ραντεβού θανάτου είναι ίδιοι. Και το γνωρίζουν κιόλας. Δεν έχουν τις δικές μας ρομαντικές ψευδαισθήσεις, ούτε και ψευδαισθήσεις ηθικής ανωτερότητας σε σχέση με τους αντιπάλους. Στο νέο κατάμαυρο τοπίο του χουλιγκανισμού δεν φαίνεται να έχουν κληρονομική σχέση ακόμα και με εκείνες τις φοβερές μορφές του είδους με τα γλαφυρά παρατσούκλια (ο Κάμελ, ο Κάνιμπαλ, ο Πάνκης, ο Οικοδόμος, ο Μπίλι(ς), ο Λάρη(ς) ο Τσάρλη(ς), ο Lemmy, ο Υποβρύχιος, το Κοράκι κ.ο.κ.) που θυμόμαστε στα ’80s, όταν σε τρυφερή ηλικία βλέπαμε με δέος να εκτυλίσσεται στα γήπεδα και πέριξ αυτών ένα παραισθητικό καρναβάλι λιώματος και βίας με αξεσουάρ σουγιάδες, σιδηρολοστούς, Αρντάν και σιρόπια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.