ΤON ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΜΗΝΑ δημοσιεύτηκε στον Guardian ένα άρθρο που σχολίαζε μια συζήτηση που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στον κόσμο του τένις (και όχι μόνο) σχετικά με το ποιος είναι ο κορυφαίος όλων των εποχών, χρίσμα που συχνά αποδίδεται με το ακρωνύμιο GOAT (Greatest of all time).
Το φοβερό στο τένις, αντίθετα με άλλα δημοφιλή αθλήματα στα οποία πολλοί υποψήφιοι για τον τίτλο του GOAT μπορεί και να ανήκουν σε περασμένες εποχές, είναι πως οι Τρεις Μεγάλοι του αθλήματος, σύμφωνα με τις διακρίσεις που έχουν κατακτήσει (Ναδάλ, Τζόκοβιτς, Φέντερερ), ανήκουν λίγο-πολύ στην ίδια φουρνιά και μάλιστα εξακολουθούν να βρίσκονται εν δράσει. Ή μάλλον εξακολουθούσαν, μέχρι χθες που ο Ρότζερ Φέντερερ ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τα μεγάλα τουρνουά.
«Η συζήτηση περί GOAT», σημειώνει καυστικά ο αρθρογράφος, «έχει εξελιχθεί σε επιδημία στον χώρο του τένις – αλλά και σε όλα τα σπορ. Είναι μια κουραστική, απλοϊκή και μονοδιάστατη μέθοδος αξιολόγησης που προσβάλλει την ίδια την ιστορία του αθλήματος. Αυτή η σπουδή να αποδοθεί οπωσδήποτε σε κάποιον ο τίτλος συχνά δεν είναι παρά ένα ανώριμο αντανακλαστικό πολλών αθλητικογράφων και σχολιαστών που νιώθουν την ανάγκη να διακηρύξουν ότι η δική τους γενιά είναι αναμφισβήτητα η καλύτερη».
Όσοι από εμάς προλάβαμε σε κρίσιμα τρυφερή ηλικία την εποχή του Μπιορν Μποργκ και του Τζον Μάκενρο, οτιδήποτε ακολούθησε απλά δεν θα μπορούσε να προκαλέσει αντίστοιχο δέος – ειδικά εκείνες οι εξωπραγματικές μεταξύ τους αναμετρήσεις.
Από την άλλη, είναι σχεδόν αδύνατον να μην έχει ένας φίλαθλος τις προσωπικές μεγάλες του αδυναμίες, που κάποιες φορές δεν έχουν να κάνουν με αντικειμενικά κριτήρια, επίσημες διακρίσεις και στατιστικές καριέρας. Και όσοι από εμάς προλάβαμε σε κρίσιμα τρυφερή ηλικία την εποχή του Μπιορν Μποργκ και του Τζον Μάκενρο, οτιδήποτε ακολούθησε απλά δεν θα μπορούσε να προκαλέσει αντίστοιχο δέος – ειδικά εκείνες οι εξωπραγματικές μεταξύ τους αναμετρήσεις.
Η σχέση αυτών των δύο άκρων (παγερή ψυχραιμία εναντίον σπασμωδικών αναφλέξεων) εντός και εκτός του τερέν, που ήδη έχει εξερευνηθεί τα τελευταία χρόνια στο ντοκιμαντέρ του HBO «McEnroe/Borg: Fire & Ice» (2011) και στη βιογραφική μυθοπλασία «Borg vs. McEnroe» (2017) βρίσκεται και στην καρδιά ενός ντοκιμαντέρ που έκανε πρεμιέρα πριν από μερικές μέρες στην πλατφόρμα του Showtime, παρότι πρόκειται για μια στιλάτη και διεισδυτική προσωπογραφία (που μοιάζει σε αρκετές σκηνές να εκτυλίσσεται σα νουάρ ψυχογράφημα) του ενός από τους δύο μόνο. Του αιώνιου «κακομαθημένου παιδιού» Τζον Μάκενρο, που στα 63 του μοιάζει να έχει μαλακώσει τις αντιλήψεις του και να βρίσκεται σε διάθεση αναστοχασμού, παραμένοντας συγχρόνως «το κωλόπαιδο από τη Νέα Υόρκη» που όλοι αγαπήσαμε κάποτε.
Εκτός από τον ίδιον και μέλη της οικογένειάς του (όχι όμως και την πρώην σύζυγό του, Τέιτουμ Ο’ Νιλ) στην ταινία εμφανίζονται ως ομιλούσες κεφαλές, διασημότητες από τον χώρο του τένις και πολύ πέρα από αυτόν. Όπως ο Κιθ Ρίτσαρντς ο οποίος δηλώνει ότι ο Μάκενρο, γνωστός έτσι κι αλλιώς για την προδιάθεσή του στο rock ‘n’ roll lifestyle, διέθετε αυτή την «αίσθηση του κοινού» και την «ανταλλαγή ενέργειας» μαζί του, που χαρακτηρίζει τους κορυφαίους ροκ σταρ στη σκηνή.
«Στη σημερινή εποχή γίνεται χρήση ουσιών που ενισχύουν την απόδοση, ενώ τότε κάναμε χρήση ουσιών που σακάτευαν την απόδοση», λέει μειδιώντας ο ίδιος ο Μάκενρο για την εποχή των δικών του καταχρήσεων ενώ ήταν Νο.1. «Ας πούμε απλά ότι η κόκα δεν βοήθησε» συμπληρώνει.
Τώρα είναι ένας άλλος άνθρωπος, αλλά όχι τελείως. «Δεν θα μπορούσα να πω ότι έχω βρει τη γαλήνη», λέει στο τέλος αυτού του εξαιρετικά ελκυστικού ντοκιμαντέρ, «και δεν είμαι σίγουρος ότι θέλω να τη βρω. Υπάρχει άλλωστε κάτι τέτοιο;»