ΑΠΟ ΠΕΡΣΙ ΠΕΡΙΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΑ social media μια σειρά «φωτογραφιών» οι οποίες απεικονίζουν μια ονειρική (ή εφιαλτική, εξαρτάται από τις ευαισθησίες και τις αντιλήψεις του καθενός) Σαντορίνη όπου τα Φηρά –ή η Οία, δεν έχει σημασία– έχουν μετατραπεί σε ένα είδος υπερπολυτελούς κοινοβίου όπου, υπό το απαστράπτον κυκλαδίτικο φως, οι κατάλευκες σπηλιές –τα ξενοδοχεία δηλαδή– συνδέονται μεταξύ τους με ένα δίκτυο από νεροτσουλήθρες που διασχίζουν σαν γαλάζιες φλέβες τον οικισμό.
Οι εικόνες αυτές αποσπούν εκατοντάδες χιλιάδες καρδούλες σε διάφορες αναρτήσεις και όχι επειδή οι έκθαμβοι θεατές τους εκτιμούν την δουλειά που έγινε μέσω τεχνητής νοημοσύνης προκειμένου να δημιουργηθεί αυτή η παιδική φαντασίωση, αλλά επειδή πάρα πολλοί εξ αυτών, σύμφωνα με τα σχόλιά τους, πιστεύουν ότι πρόκειται για πραγματικές φωτογραφίες ενός πραγματικού μέρους.
Ίσως όμως δεν θα έπρεπε να τους αδικεί κανείς και τόσο. Όχι μόνο επειδή πλέον γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διακρίνεις το αληθινό από το ψεύτικο –καμιά φωτογραφία δεν μπορεί να αποτελεί πλέον τεκμήριο για οτιδήποτε– αλλά κυρίως επειδή η Σαντορίνη, ως επίνειο του σύγχρονου υπερτουρισμού, μοιάζει έτσι κι αλλιώς εδώ και χρόνια λιγότερο με πραγματικό τόπο και περισσότερο με θεματικό πάρκο τουριστικής ανάπτυξης πέρα από κάθε όριο.
Οι πόρτες, οι τοίχοι, οι στάσεις και οι κολόνες στη Μάλαγα έχουν γεμίσει με αυτοκόλλητα που εκφράζουν την αγανάκτηση του ντόπιου πληθυσμού και κυμαίνονται από την ήπια απόγνωση.
Ξεκινά σιγά-σιγά για άλλη μια φορά η θερινή σεζόν στη Νότια Ευρώπη και, σύμφωνα με διαδοχικά πρόσφατα ρεπορτάζ του Euronews και άλλων ειδησεογραφικών μέσων, στην Ισπανία η δυσανεξία με την επερχόμενη τουριστική λαίλαπα έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της. Οι πόρτες, οι τοίχοι, οι στάσεις και οι κολόνες στη Μάλαγα έχουν γεμίσει με αυτοκόλλητα που εκφράζουν την αγανάκτηση του ντόπιου πληθυσμού και κυμαίνονται από την ήπια απόγνωση –«εδώ ήταν το σπίτι μου» (antes esta era mi casa) ή «εδώ ήταν το κέντρο [της πόλης]» (antes esto era el centro)– μέχρι την ευθεία και χωρίς περιστροφές επιθετικότητα: «πίσω στα γαμημένα σπίτια σας» (a tu puta casa).
Στο νησί της Γκραν Κανάρια τα γκραφίτι στους τοίχους γράφουν (στα αγγλικά, έτσι ώστε να είναι ευρέως αντιληπτό το μήνυμα) «τουρίστες και ψηφιακοί νομάδες σπίτια σας» ενώ τον περασμένο Αύγουστο οι παραλίες στη Μαγιόρκα είχε γεμίσει με ψεύτικες πινακίδες που έλεγαν «προσοχή: επικίνδυνες μέδουσες» ή «προσοχή: πτώση βράχων».
Οι πινακίδες ήταν γραμμένες στα αγγλικά, στην άκρη τους όμως με πολύ μικρότερα γράμματα διευκρίνιζαν στα ισπανικά ότι «η παραλία είναι ανοιχτή σε όλους εκτός από τους τουρίστες και τις μέδουσες» και ότι «το πρόβλημα δεν είναι η πτώση βράχων αλλά ο μαζικός τουρισμός».
Σύμφωνα με επίσημους φορείς, τα Κανάρια νησιά «καταρρέουν και κοινωνικά περιβαλλοντικά» με το 34% του ντόπιου πληθυσμού –σχεδόν 800.000 άνθρωποι– να βρίσκεται στο χείλος της φτώχιας ή του κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ πριν από λίγες μέρες έγιναν στην Τενερίφη μεγάλες διαδηλώσεις κατά του υπερτουρισμού, με πανό που δήλωναν σε δραματικούς τόνους ότι «εδώ ζουν άνθρωποι» και ότι «δεν θέλουμε να δούμε το νησί μας να πεθάνει».
Μπορεί να δει ή να νιώσει κανείς κι εδώ στην Αθήνα ένα αντίστοιχο κλίμα αντι-τουρισμού ή τουριστοφοβίας, το οποίο εκδηλώνεται είτε με τη μορφή συνθημάτων σε περιοχές όπως τα Εξάρχεια –που κατά ένα σχιζοφρενικό τρόπο έχουν βρεθεί να λειτουργούν ως ανάχωμα και συγχρόνως ως εμπροσθοφυλακή του τουριστικού gentrification– είτε ως μια βουβή επιθετικότητα που κάθε χρόνο γίνεται όλο και πιο έντονη. Οι εποχές που οι τουρίστες ήταν εξ ορισμού καλοδεχούμενοι, καθώς, εκτός των άλλων, έμοιαζαν να μεταφέρουν έναν κοσμοπολίτικο και ελευθεριακό αέρα στο κλειστό, επαρχιώτικο καβούκι μας, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.