Ζουν αναμεσά μας!
Ποντίκια, κατσαρίδες, κουνούπια, μύγες και άλλα λατρεμένα είδη της αστικής πανίδας κάνουν ολοένα πιο αισθητή την παρουσία τους σε δρόμους, πλατείες και πάρκα της Αθήνας. Και δεν μιλάμε μόνο για υποβαθμισμένες περιοχές του κέντρου, όπου πραγματικά κάνουν πάρτι, όπως τα πέριξ της πλατείας Βάθη, το Μεταξουργείο ή κάποιοι παράδρομοι των Εξαρχείων που έχουν πολλά χρόνια να δουν δημοτικό όχημα, αλλά και για κεντρικότατα σημεία που είναι υποτίθεται η «βιτρίνα» της πόλης, όπως ο σταθμός «Ευαγγελισμός» του μετρό και το παρακείμενο πάρκο, όπου επανειλημμένα έχουν παρατηρηθεί ποντίκια και αρουραίοι, το τουριστικότατο Μοναστηράκι, τα πέριξ της Ομόνοιας ή η πολύπαθη Πανεπιστημίου, όπου οι πρώτες ζέστες δίνουν σήμα στις κρυμμένες σε υπονόμους και φρεάτια κατσαρίδες –και πρώτα στις πλέον συμπαθείς, δηλαδή τις μεγάλες κόκκινες που πετάνε κιόλας– να βγουν για να απολαύσουν τον δικό τους «μεγάλο περίπατο».
Την αλγεινή αυτή εικόνα έρχονται να συμπληρώσουν οι πολυάριθμες πλέον μύγες κι ακόμα περισσότερο τα κουνούπια, τα οποία εξελίσσονται σε πραγματική μάστιγα: παραμονεύουν κυριολεκτικά παντού, είναι δραστήρια μέχρι και εννιά μήνες τον χρόνο, όχι μόνο τα βράδια αλλά όλο το 24ωρο, όταν οι συνθήκες τα ευνοούν.
Το ζήτημα με τα τρωκτικά και τα ζωύφια δεν είναι, εννοείται, μόνο αισθητικό αλλά και υγιεινής, καθώς μπορεί να μεταφέρουν διάφορες ασθένειες. Και ούτε ο δήμος ούτε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες και αρχές φαίνεται να το έχουν πάρει σοβαρά.
Η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη στα αθηναϊκά πάρκα –από τον Εθνικό Κήπο, το Ζάππειο και το Πεδίο του Άρεως μέχρι το τελευταίο αλσύλλιο–, όπου, αν κάνεις το λάθος να ξαποστάσεις για λίγο σε κάποια σκιά μέρα μεσημέρι κιόλας, χωρίς να φοράς μακρύ παντελόνι ή φόρεμα, μακριές κάλτσες και μακρυμάνικη μπλούζα, θα σε κάνουν «σουρωτήρι» μέχρι να πεις κύμινο διότι, επιπλέον, κανείς αρμόδιος δεν φιλοτιμείται να προγραμματίσει έστω έναν ψεκασμό. Επειδή μου αρέσουν οι βόλτες και το άραγμα σε πάρκα τα τιμώ όπου έχω βρεθεί, από τη Μαδρίτη μέχρι τη Σιγκαπούρη, πουθενά όμως δεν θυμάμαι τόσο μεγάλο πρόβλημα με τα κουνούπια αλλά και τις σκνίπες – ευτυχώς, οι κοριοί, που πολύ έχουν προβληματίσει το προ-ολυμπιακό Παρίσι, μάλλον δεν μας προτιμάνε.
Η θεαματική αύξηση των τουριστικών αφίξεων, ο πολλαπλασιασμός των ξενοδοχείων, των καφέ και των χώρων εστίασης –πρέπει να είμαστε η πρώτη με διαφορά ευρωπαϊκή πρωτεύουσα με τόσα καφέ και φαγάδικα–, άρα και του όγκου των οργανικών σκουπιδιών που προσελκύουν λογής «θηρευτές», οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής (ο θερμότερος καιρός ευνοεί τα εν λόγω παρασιτικά είδη), τα πολλά εργοτάξια, τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, η έλλειψη παιδείας, η πλημμελής καθαριότητα επίσης είναι οι κύριες αιτίες γι’ αυτή την κατάσταση που ειδικά τα καλοκαίρια προβληματίζει όχι μόνο τους Αθηναίους αλλά και τους πολυάριθμους επισκέπτες της πόλης. Το ζήτημα με τα τρωκτικά και τα ζωύφια δεν είναι, εννοείται, μόνο αισθητικό αλλά και υγιεινής, καθώς μπορεί να μεταφέρουν διάφορες ασθένειες. Και ούτε ο δήμος ούτε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες και αρχές φαίνεται να το έχουν πάρει σοβαρά. — Θοδωρής Αντωνόπουλος
Όταν ο πεζός είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης
Έχετε παρατηρήσει πόσοι άνθρωποι περπατούν στη μέση του δρόμου στην Αθήνα; Σας φαίνεται παράξενο; Κι εμένα, μέχρι που έπιασα και τον εαυτό μου να το κάνει και αναρωτήθηκα γιατί. Στα ασήμαντα, μικρά και κακοτράχαλα αθηναϊκά πεζοδρόμια πώς να περπατήσεις; Ακόμα κι αν τα διακρίνεις πίσω από τις πυκνοπαρκαρισμένες σειρές με μηχανάκια και αυτοκίνητα, πιστεύεις ότι υπάρχει χώρος για σένα; Όχι βέβαια. Τα πεζοδρόμια ανήκουν στα μπαρ, στα εστιατόρια και, φυσικά, στα περίπτερα.
Πρώτοι, διαχρονικοί και πολύ μεγάλοι καταληψίες των πεζοδρομίων ήταν, είναι και θα συνεχίσουν να είναι τα περίπτερα. Τα οποία δεν είναι πλέον περίπτερα, είναι ολοκληρωμένα μίνι μάρκετ που πουλάνε απ’ όλα (και μέσω εφαρμογής) από τα αναρίθμητα ράφια τους και στα τουλάχιστον τρία με τέσσερα ψυγεία τους έχουν σχεδόν τα πάντα, για να μη μιλήσουμε για τα περιοδικά και τις κυριακάτικες εφημερίδες στον πεζόδρομο, τα καρότσια με τα μεταχειρισμένα βιβλία (που τα αγοράζεις χωρίς απόδειξη φυσικά), βιτρίνες με σουβενίρ και t-shirt κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Άσχημα, βρόμικα και κυρίως σε μεγάλο βαθμό παράνομα, γιατί αδυνατώ να πιστέψω ότι υπάρχει κάποιος νόμος που σε καλύπτει να έχεις τρία ψυγεία σε ένα πεζοδρόμιο. Εννοείται ότι όπου υπάρχει κατάληψη, η καθαριότητα πάει περίπατο. Υπάρχουν περίπτερα που καταλαμβάνουν, χωρίς υπερβολή, όλο τον ζωτικό χώρο ενός πεζόδρομου – πρέπει να κάνεις ένα μικρό detour για να προχωρήσεις, αλλά ποιος νοιάζεται στην Ελλάδα για τους πεζούς;
Και πάμε στα τραπεζοκαθίσματα. Είναι κακό να βγαίνουν τραπεζοκαθίσματα στον πεζόδρομο; Όχι. Έχουμε καλό καιρό όλο τον χρόνο, είναι ωραία να κάθεσαι έξω. Κακό είναι να γίνεται κατάχρηση, ας μην κοροϊδευόμαστε. Αυτό που γίνεται στην Αθήνα δεν περιγράφεται καν με τον όρο αυτό. Υπάρχουν σημεία στο κέντρο απ’ όπου απλώς δεν περνάς, κατεβαίνεις στον δρόμο για να συνεχίσεις, σου κάνουν παρατήρηση οι σερβιτόροι αν τολμήσεις να παραμερίσεις μια καρέκλα για περάσεις εσύ και το καρότσι με το παιδί σου. Τα βράδια η κατάσταση γίνεται πολύ χειρότερη, βγαίνουν καρέκλες και τραπέζια και τοποθετούνται στα πιο απίθανα σημεία, είναι όλο το κέντρο μια μεγάλη τραπεζαρία. Για ΑμΕΑ ας μην το συζητήσουμε καλύτερα, οι μαγαζάτορες στην Αθήνα με τη βοήθεια, όλων των δημοτικών αρχών τα τελευταία, χρόνια έχουν καταστήσει την Αθήνα αδιάβατη κυριολεκτικά, κι ας ευαγγελίζονται άλλα στις καμπάνιες τους. Δείξτε μου ένα άτομο με αναπηρία που μπορεί να κατέβει την Κολοκοτρώνη και να φτάσει στην πλατεία Αγίας Ειρήνης. Δεν υπάρχει περίπτωση.
Και μαζί με τα τραπεζοκαθίσματα είναι τα διαχωριστικά παραβάν, οι σόμπες, οι ομπρέλες, οι εξαερισμοί στον δρόμο στο ύψος του πεζού, είναι τα μεγάφωνα με τη μουσική, οι καναπέδες, τα τραπεζάκια, οι ναργιλέδες ή σίσα, φωτιστικά και πάει λέγοντας.
Φυσικά, αν ολόκληρα πεζοδρόμια είναι κατειλημμένα 24/7 με τραπεζοκαθίσματα, μην περιμένετε καθαριότητα. Τα ποτά μας θα τα απολαμβάνουμε με μπόλικη μπίχλα και αρκετούς αρουραίους που, απ’ ό,τι βλέπω, μας έκαναν και φέτος την τιμή. — Μιχάλης Μιχαήλ
«Akiroseto den aksizi»
«Γραφείο στο Μαρούσι; Ζαμέ!» Έχω πει πολλές φορές ότι αν ποτέ χρειαστεί να εργαστώ εκτός κέντρου θα μαραζώσω, ότι δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου μακριά από την περιοχή μεταξύ Συντάγματος και Μοναστηρακίου γιατί η αλήθεια είναι πως έχω μάθει σε αυτήν, πάνε δέκα χρόνια πια που σε αυτό το σημείο ξοδεύω τις περισσότερες ώρες της μέρας μου.
Αυτό το σημείο συνήθιζα να το αποκαλώ το «κέντρο του κόσμου», το κάνω ακόμα δηλαδή, απλώς πια με έναν αγανακτισμένο τόνο. Γιατί σε αυτό το κέντρο του κόσμου, που έχει αλλάξει πολύ από τότε που το γνώρισα, το να είσαι γηγενής είναι συνώνυμο του «ανωφελής».
Δεν θα σταθώ στις βαλίτσες-καμπίνες που κλείνουν κάτι θεόστενα πεζοδρόμια σαν αυτό της Κολοκοτρώνη – κι εγώ έχω υπάρξει σίγουρα σε κάποια άλλη πόλη αυτή η τουρίστρια που εμποδίζει τους ντόπιους να πάνε μια ώρα αρχύτερα στη δουλειά τους γιατί κοντοστέκομαι και χαζεύω το νέο και άγνωστο σκηνικό που έχω μπροστά μου. Ούτε στο γεγονός ότι τα γραφεία των δημιουργικών «παιδιών του κέντρου» έχουν γίνει Airbnb. Θα σταθώ στο ότι στο κέντρο του δικού μου κόσμου, αν δεν μένεις σε κάποιο από τα αμέτρητα πια ξενοδοχεία του, θα περιμένεις αρκετά για να δεχτεί να σε παραλάβει κάποιο ταξί, ακόμα και αν χρησιμοποιείς μόνο apps για να το βρεις. Την περασμένη Παρασκευή ο πρώτος οδηγός που αποδέχτηκε την κλήση μου με κάλεσε μετά από λίγο για να με ρωτήσει αν πηγαίνω προς αεροδρόμιο – αν τον καλούσα από τη Δάφνη και όχι από το Σύνταγμα, μάλλον δεν θα μου έκανε αυτή την ερώτηση. Μου ζήτησε να ψάξω για άλλον οδηγό, το έκανα. Ο δεύτερος μου έστειλε μήνυμα «pou pate». «Γκύζη», απαντάω εγώ, ενώ νιώθω ήδη ότι θα ψάξω τρίτο – δεν είπα ότι πάω παραλία, ούτε αεροδρόμιο, ούτε Πειραιά να προλάβω το τελευταίο για Ύδρα. «Akiroseto den aksizi» μου απάντησε κι έμεινα να ισιώνω το λουμπάγκο που με είχε βρει σε μια κολόνα της Βουλής μέχρι να βρεθεί ο οδηγός που θα με μετέφερε στο σπίτι που κατάφερα να βρω σχετικά κοντά στο κέντρο του κόσμου με το φθηνότερο από τα παράλογα ενοίκια. — Ζωή Παρασίδη
Μιάμιση ώρα γύρους για να βρεις θέση να παρκάρεις στη Νεάπολη
Όταν μετακόμισα σε διαμέρισμα στη Νεάπολη πριν από έξι χρόνια, στην Ιπποκράτους και στην Ασκληπιού υπήρχε αρκετός χώρος για πάρκινγκ. Το τέλος της καραντίνας και η επιστροφή των τουριστών έφερε τεράστιες αλλαγές στην περιοχή: άνοιξαν ξενοδοχεία, τα Airbnb πλήθυναν με αλματώδεις ρυθμούς, άνοιξαν πολλά νέα καφέ και μπαρ, άνοιξαν γκαλερί, η περιοχή γενικά δεν έχει καμία σχέση με την ήσυχη γειτονιά που ήταν όταν ήρθα. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι εκτοξεύθηκαν στα ύψη οι πωλήσεις αυτοκινήτων, κι αυτό δημιούργησε μια κατάσταση άνευ προηγουμένου σε ολόκληρο το κέντρο, όπου η έλλειψη πάρκινγκ φτάνει σε βαθμό απελπισίας μετά τις εννιά το βράδυ – πιο εύκολα πιάνεις τα νούμερα στο Tζόκερ. Αν σε όλα τα υπόγεια γκαράζ, που είναι γεμάτα (δεν υπάρχει θέση για μίσθωση σε ακτίνα χιλιομέτρων), και στους αμέτρητους κάθε βράδυ επισκέπτες των νέων μπαρ και καφέ (που έρχονται με τα αυτοκίνητά τους) προσθέσεις τα αυτοκίνητα των καινούργιων κατοίκων, καταλαβαίνεις εύκολα γιατί καταλήγεις να παρκάρεις πάνω σε πεζοδρόμιο ή σε στάση λεωφορείου και το πρωί μαζεύεις την κλήση ή να μη μετακινείς καθόλου το αυτοκίνητο και να κυκλοφορείς με ταξί, γιατί η φόβος του πάρκινγκ την καθημερινή γίνεται τρόμος το Σαββατοκύριακο. Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, που όλα τα μαγαζιά είναι γεμάτα, για να παρκάρεις πρέπει να «μεταναστεύσεις» ή να κάνεις γύρους για μιάμιση ώρα. Κι αν αυτά συμβαίνουν τον χειμώνα, φαντάσου τις μας περιμένει το καλοκαίρι, που ο κόσμος θα βγαίνει πιο συχνά και θα μένει έξω μέχρι πιο αργά. — Μ. Hulot
Νεάπολη - Σύνταγμα σε σαράντα λεπτά
Μια Κυριακή βράδυ ο χρόνος που χρειάζεται για να πας με αυτοκίνητο από τη Νεάπολη μέχρι το Σύνταγμα είναι περίπου 7 λεπτά, διασχίζοντας την Ιπποκράτους. Τη Δευτέρα το πρωί ο χρόνος που χρειάζεται για την ίδια ακριβώς διαδρομή είναι από εικοσιπέντε μέχρι σαράντα λεπτά, περίπου όσο να πας και να γυρίσεις με τα πόδια. Η κίνηση δεν είναι πρόβλημα μόνο του κέντρου της Αθήνας, είναι πρόβλημα της πόλης γενικά, στο κέντρο, όμως, η κατάσταση γίνεται ασφυκτική για κάποιον που πρέπει να κινηθεί με αυτοκίνητο ή, ακόμα χειρότερα, με ταξί. Γιατί είναι που είναι χάλια οι συνθήκες –στενοί δρόμοι με διπλοπαρκαρίσματα σε όλο το μήκος τους (η δεξιά πλευρά υποτίθεται ότι είναι λεωφορειόδρομος και απαγορεύεται το παρκάρισμα)–, έρχονται και τα απορριμματοφόρα πριν από τις 9 (τα Σαββατοκύριακα και μεσημέρι) για να μαζέψουν τα σκουπίδια, έρχονται και τα διώροφα τουριστικά λεωφορεία που κάνουν γύρους στους κεντρικούς δρόμους, μαζεύοντας τουρίστες, έρχονται και τα πούλμαν που παρκάρουν έξω από μουσεία και τουριστικά αξιοθέατα, έρχεται και το τουριστικό τρενάκι που συνωστίζεται στους ήδη πηγμένους δρόμους και καταλήγεις να σιχτιρίζεις τουρίστες και ανάπτυξη γιατί σου κάνουν κόλαση την καθημερινότητα. Την Ερμού ήδη τη διασχίζεις δύσκολα με τόσο κόσμο, σκέψου να έρθει και καλοκαίρι. Φαντάζομαι παντού αυτήν τη στιγμή, σε κάθε πόλη του κόσμου που δεν αντέχει τόσους επισκέπτες, κι εσύ ως τουρίστας θα τρως σιχτίρισμα. Είναι αμοιβαία τα αισθήματα. — Μ. Hulot
Αθηναϊκό, πολύμηνο fuego!
Νιώθω πως το φετινό καλοκαίρι θα είναι ένα μεγάλο crash test για το αν θα έχουμε τη δύναμη, την υπομονή και την αντοχή να εξακολουθήσουμε να ζούμε και να δουλεύουμε μόνιμα στην Αθήνα τα επόμενα χρόνια. Οι ενδείξεις δόθηκαν από τον σχεδόν ανύπαρκτο χειμώνα και την αδιανόητη για τα δεδομένα της εποχής άνοδο της θερμοκρασίας ήδη από τον Μάρτιο. Τα 25άρια είναι καθημερινά, αν ξεχαστείς λίγο παραπάνω στον ήλιο χωρίς αντηλιακό, ακόμα και με ρούχα, εκτός παραλίας, κινδυνεύεις με εγκαύματα, η αφρικανική σκόνη μάς επισκέπτεται ολοένα συχνότερα, κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική, άνοιξη δεν είδαμε, ούτε καν αυτό το πισωγύρισμα που παραδοσιακά ακολουθούσε τις αλκυονίδες ημέρες, και έχουμε όλοι την ψευδαίσθηση πως οι καλοκαιρινές διακοπές είναι σε απόσταση αναπνοής, κι ας μην έφτασε ακόμα το Πάσχα, κι ας απέχουμε τέσσερις γεμάτους μήνες από τον Αύγουστο.
Την προηγούμενη εβδομάδα, τότε που τα μικροσωματίδια της σκόνης είχαν καλύψει όλο το Λεκανοπέδιο, ένιωσα για πρώτη φορά τρομερή δυσφορία έπειτα από μόλις ένα εικοσάλεπτο το μεσημέρι εκτός γραφείου, χωρίς να έχω ποτέ ξαναπαρουσιάσει σχετικά θέματα υγείας ή εποχικές αλλεργίες – εκείνη τη μέρα το μισό γραφείο είχε πονοκέφαλο ή άλλα σχετικά συμπτώματα.
Η κλιματική κρίση είναι δεδομένη και βέβαια δεν αντιμετωπίζεται βραχυπρόθεσμα σε προσωπικό, τοπικό ή ακόμα και εθνικό επίπεδο και για το ζήτημα της διαχείρισης του μικροκλίματος υπάρχουν στρατηγικές που μπορούν να βελτιώσουν την κατάσταση, αλλά στην πόλη μας γίνονται κατά βάση διαχρονικά κινήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση: δέντρα που κλαδεύονται σε λάθος timing, σκόνη και έργα που δεν ολοκληρώνονται ποτέ, διαδρομές που διαθέτουν όλο και λιγότερη σκιά, μέτρα που περιορίζουν την πρόσβαση στους λιγοστούς πνεύμονες πρασίνου από φόβο για πυρκαγιές, μια Αθήνα που δεν έχει μεριμνήσει ούτε στο ελάχιστο για την πολύμηνη, παρατεταμένη ζέστη που, όπως όλα δείχνουν, θα είναι πια ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. — Αλέξανδρος Διακοσάββας
Ο θόρυβος με κάνει να αναπολώ τις μέρες του lockdown
Κατοικώ στην Αθήνα από το 2002, όταν το Κουκάκι δεν ήταν ακόμη μία από τις πιο δημοφιλείς γειτονιές. Έκτοτε η αθηναϊκή πραγματικότητα, όπως τη ζω καθημερινά, έχει αλλάξει δραματικά. Περισσότερη κίνηση, περισσότερες κατασκευές, περισσότεροι γείτονες, περισσότερη φασαρία. Για να είμαι ακριβής, η ζωή στην Αθήνα σήμερα έχει γίνει αφόρητη. Κάθε φορά που επιστρέφω από ένα ταξίδι πέφτω σε κατάθλιψη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η καθημερινότητα στην πόλη γίνεται ολοένα πιο θορυβώδης, είτε εξαιτίας του πλήθους των τουριστών που συνωστίζονται καθημερινά τους δρόμους μαζί με τις βαλίτσες που σέρνουν αργά και βασανιστικά, αναζητώντας το Airbnb της, είτε από τον θόρυβο που προκαλούν οι συνεχείς ανακαινίσεις των διαμερισμάτων. Όπως και να ’χει οι ώρες κοινής ησυχίας στο πολύπαθο κέντρο είναι κάτι εντελώς ανεφάρμοστο.
Από τη μια ανήκω στους τυχερούς που πηγαινοέρχονται στη δουλειά τους με τα πόδια. Από την άλλη, εκεί είναι που αντιλαμβάνομαι πλήρως το μέγεθος της ηχορύπανσης, αφού, όταν φορώ τα ακουστικά, συνειδητοποιώ ότι δυσκολεύομαι πραγματικά να ακούσω αυτό που παίζει όσο και να δυναμώνω την ένταση. Μέχρι να φτάσω στην οδό Μητροπόλεως, αλλά και στην επιστροφή, τα αυτιά μου «κακοποιούνται» από τα ατελείωτα κορναρίσματα, τις «φτιαγμένες» εξατμίσεις των δικύκλων –ειλικρινά, ποτέ δεν δεν κατάλαβα τι προσφέρει αυτή η μορφή ψυχαγωγίας–, τον οικοδομικό οργασμό, την κυκλοφοριακή συμφόρηση, τα τεράστια φορτηγά που εκφορτώνουν όλο το 24ωρο αλλά και την ατελείωτη οχλαγωγία από τις ταράτσες των ξενοδοχείων και τα υπαίθρια μπαράκια που ανεβάζουν τα ντεσιμπέλ της έντασης. Και αν εργάζεσαι στο κέντρο, έχεις να αντιμετωπίσεις και κάτι άλλο που σου διαλύει το νευρικό σύστημα: τις διαφορετικές μουσικές και φωνές πλανόδιων οργανοπαιχτών που μπλέκονται η μία με την άλλη και κάθε άλλο παρά ευχαριστούν διερχόμενους ή εργαζόμενους. Λυπάμαι που το λέω, αλλά πολλές φορές αναπολώ τις μέρες του lockdown. — Γιάννης Πανταζόπουλος
Αθήνα, ένα απέραντο εργοτάξιο
Η πολυκατοικία του ’70 δίπλα στο σπίτι μου άδειασε πριν από πέντε χρόνια. Έφυγαν οκτώ τουλάχιστον οικογένειες που έμεναν εκεί για δεκαετίες, δεκαέξι άτομα. Κάποιος αγόρασε το ακίνητο για να το μετατρέψει σε τι άλλο; Σε luxury apartments, όπως μας είπαν. Ο ιδιοκτήτης είναι ένα φάντασμα που πλανιέται με διάφορες ιδιότητες: «πλούσιος Λιβανέζος», «ένας Κινέζος», ένα «fund άγνωστης προέλευσης». Μια φτηνή golden visa δηλαδή. Οι εκπρόσωποί τους, αγενέστατοι βεζίρηδες στη θέση του βεζίρη, «επενδυτές». Οι περίοικοι, ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές «ασήμαντα ανθρωπάρια που γκρινιάζουν κατά την ανάπτυξης». Το κτίριο έχει σήμερα 14 διαμερίσματα και σε πλήρη λειτουργία φιλοξενεί 60 άτομα. Η επιβάρυνση κάθε συστήματος είναι ορατή.
Για δυο και πλέον χρόνια ο μικρός δρόμος του Θησείου μετατράπηκε σε εργοτάξιο έξι ημέρες την εβδομάδα, δέκα ώρες την ημέρα. Άπειροι κάδοι με μπάζα, καθόλου νερό να πλυθεί το χώμα, μια χημική τουαλέτα δίπλα στην εξώπορτά μου που βρομούσε απίστευτα, μπετονιέρα με τσιμέντο που έσταζε λάσπη σε όλο τον δρόμο.
Τελικά, έγινε ένα μικρό ξενοδοχείο που δεν είναι «ξενοδοχείο» αλλά λειτουργεί ως residences, που σημαίνει ότι δεν έχει υποχρέωση να είναι «πράσινο» ή να έχει, έστω, πρόβλεψη πυρασφάλειας.
Στην ταράτσα εγκατέστησαν πολυτελείς ντουσιέρες για να κάνουν ντους μετά την ηλιοθεραπεία οι πελάτες. Αυτά στην Αθήνα που δεν έχει βρέξει ελάχιστα φέτος. Για να πουλήσουν το «Acropolis view» οι πελώριες εξωτερικές μονάδες εξαερισμού και κλιματισμού αιωρούνται σε απόσταση δύο μέτρων από τις βεράντες μας, χωρίς πετάσματα και χωρίς ηχομόνωση. Κύματα ζεστού και βρόμικου αέρα μάς χτυπάνε αλύπητα – θα μείνουμε κλεισμένοι μέσα, αρκεί να έρθει ο τουρισμός.
Ποιο υγιειονομικό έλεγξε, ποιος έδωσε άδεια αυτού του τύπου λειτουργίας, ποιος προέβλεψε τα πολλαπλάσια σκουπίδια που παράγονται, ποιος έλεγξε τις αποχετεύσεις, αν αντέχουν, ποιος μίλησε για οικονομία στο φως ή το νερό; Κανένας. Ο ιδιοκτήτης άφαντος ακόμα, εμφανίζεται μια μισθώτρια που δεν μπορεί να αποφασίσει για τίποτα. Συμβαίνει σε όλη τη γειτονιά, στις «παράλυτες» πολυκατοικίες δεν μπορούν να πάρουν παίρνουν καμία απόφαση γιατί υπάρχουν τα φαντάσματα-επενδυτές. Αν έχεις τρέλα, χρήματα, υπομονή και μια ελάχιστη ελπίδα ξεκινάς ασφαλιστικά για την υγεία σου αρχικά. Αν κάποτε τα κερδίσεις, έχεις κάνει ένα μικρό βήμα για το σπίτι σου, τη γειτονιά σου, την πόλη σου, πριν πουλήσεις και φύγεις κι εσύ οριστικά. — Αργυρώ Μποζώνη
Όταν ένα κλιματιστικό μπορεί να σου διαλύσει την ησυχία
Είμαι περήφανος για το μπαλκόνι μου. Ρίχνω πολλή δουλειά που γίνεται αρκετά απαιτητική από τα τέλη Φλεβάρη, για να μετατραπεί σε κήπο. Στόχος είναι να γίνει ένα μέρος για να κάθεται κανείς ανάμεσα σε πρασινάδες νωρίς το πρωί και το βράδυ, και κάπως να ηρεμεί σε αυτήν την πόλη που μετατρέπεται αργά και σταθερά σε κάτι πολύ δύσκολο.
Τα τελευταία χρόνια οι κόποι μου πάνε στράφι. Δυστυχώς, στην απέναντι πολυκατοικία υπάρχει καθημερινά μια συμφωνία από κλιματιστικά που δεν σε αφήνουν να κάτσεις στο μπαλκόνι, εκτός κι αν φοράς ακουστικά. Και δεν είναι μόνο τα υπερσύγχρονα κλιματιστικά-γίγαντες των καταστημάτων στο ισόγειο (αυτά, πες, σταματούν μια λογική ώρα), είναι και το κλιματιστικό-αντίκα του πρώτου που από μόνο του αρκεί να σε κάνει να θες να μετακομίσεις. Τα θυμάστε αυτά τα κλιματιστικά; Τα παλιά; Με την τρύπα στον τοίχο και το μεταλλικό κουτί; Ε, ένα τέτοιο που ανάβει καθημερινά 6-10 το βράδυ έχει καταστρέψει τις βραδιές μας. Αργόσυρτος, σταθερός, δυνατός ήχος, κάτι μεταξύ απαλής δεντροκοπτικής μηχανής, κομπρεσέρ και φυσούνας κήπου απ’ αυτές που σπρώχνουν τα φύλλα. Με ένα τέτοιο κονσέρτο κάθε βράδυ και μερικά πρωινά καύσωνα κλεινόμαστε μέσα και βάζουμε κι εμείς τα δικά μας κλιματιστικά, ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται και ο κήπος μένει μόνο να τον βλέπουν τα πουλιά και οι απέναντι.
Στην άλλη μεριά του σπιτιού έχεις τον ακάλυπτο. Παλιά διαλέγαμε τα δωμάτια που κοιτούν στον ακάλυπτο για να κοιμόμαστε, γιατί ήταν πιο ήσυχα. Θυμάμαι ότι το μόνο μου παράπονο με τον ακάλυπτο ήταν οι καθημερινές συνομιλίες μιας κυρίας με την κόρη της στις 7 το πρωί («σού είπα δεν κάνει για σένα, αλλά δεν με άκουσες ποτέ σου, γι’ αυτό τώρα υποφέρεις»), τώρα δυστυχώς τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Γίναν πολλές οι ομιλίες, οι φωνές, οι καβγάδες, τα αυτοσχέδια πάρτι των Airbnb ενοικιαστών και, πάνω απ’ όλα αυτά, σαν το τέλεια εφιαλτικό μουσικό χαλί, κι άλλα κλιματιστικά, πολλά μικρά και μεγάλα, παλιά και νέα. Απελπισία.
Στο κέντρο μένω, δεν έχω απαιτήσεις προαστίου. Ξέρω ότι στο κέντρο υπάρχει μια κινητικότητα. Απλώς, καμιά φορά (πολλές φορές δηλαδή) δεν δίνει κανείς δεκάρα, και γιατί να δώσει, αφού, εδώ, στην Αθήνα κανείς δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Κι έτσι, κάτι τα κλιματιστικά, ο ασταμάτητος θόρυβος, οι μεθυσμένοι που σταματούν το αυτοκίνητο 5 το χάραμα και χορεύουν στη μέση του δρόμου, οι πυροβολισμοί (ναι, ναι, δίπλα ήμουν) και πολλά ακόμα που δεν θυμίζουν γειτονιά, ίσως φύγουμε κι εμείς από την Αθήνα που με τίποτα δεν είναι το νέο Βερολίνο, αλλά είναι σίγουρα το νέο Κάιρο. — Μιχάλης Μιχαήλ
Βρόμικη πόλη
Από τις πιο δυσάρεστες εμπειρίες αυτήν την εποχή, περπατώντας στους δρόμους της Αθήνας, είναι όταν μυρωδιές της άνοιξης καλύπτονται από την έντονη οσμή των σκουπιδιών. Δεν είναι προσωπικό αφήγημα· είναι μια κοινή, θλιβερή διαπίστωση όλων όσοι κινούνται στους δρόμους της πόλης. Στα Εξάρχεια, σε περιοχές γύρω από την Ομόνοια, στα στενά κοντά στην πλατεία Βάθη, ακόμη και σε δρόμους γύρω από του Ψυρρή έχει κανείς την αίσθηση ότι οι κάδοι δεν αδειάζουν ποτέ...
Είμαστε πια πολύ περισσότεροι λόγω της απίστευτης τουριστικής κίνησης και όλοι μαζί δημιουργούμε περισσότερα σκουπίδια. Οι υπηρεσίες καθαριότητας του δήμου βρίσκονται αντιμέτωπες με έναν πρωτόφαντο όγκο σκουπιδιών που δημιουργούνται από τις ορδές τουριστών στο κέντρο της πόλης. Έναν όγκο που ολοένα αυξάνεται από τα νέα μπαρ που ξεφυτρώνουν καθημερινά, τα εκατοντάδες άλλοτε εγκαταλελειμμένα κτίρια που μετατρέπονται σε ξενοδοχεία και οργανωμένα μαζικά καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Οι τουρίστες που μπαινοβγαίνουν σε αυτά ρίχνουν τα σκουπίδια τους όποια ώρα της ημέρας, χωρίς να υπολογίζουν τις ώρες που περνάνε τα απορριμματοφόρα του δήμου, τα οποία κάθε φορά θα πρέπει να ξεφορτώσουν ξέχειλους κάδους, οι οποίοι ξαναγεμίζουν σε χρόνο dt.
Από τα Εξάρχεια τα απορριμματοφόρα περνάνε καθημερινά 3 φορές, από την Ομόνοια 4, από το Σύνταγμα και το εμπορικό τρίγωνο ο δήμος κάνει 12 δρομολόγια. Κι όμως, και πάλι υπάρχουν σκουπίδια. Ακόμα και οι βυθιζόμενοι κάδοι που έχουν τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία της πόλης, λύνοντας την οπτική όχληση και απελευθερώνοντας δημόσιο χώρο, δεν απάλλαξαν σε αρκετές περιπτώσεις τους περαστικούς από τις δυσάρεστες οσμές. Όσοι υφίστανται τη δυσάρεστη εμπειρία καθημερινά πιστεύουν ότι ο χώρος μετά το μάζεμα δεν καθαρίζεται.
Μαθαίνουμε ότι γίνεται μια προσπάθεια συνεννόησης του δήμου Αθηναίων με τους επιχειρηματίες της εστίασης, τους ξενοδόχους και τους καταστηματάρχες να βγάζουν συγκεκριμένες ώρες τα σκουπίδια τους και συγκεκριμένες ώρες να γίνεται η αποκομιδή. Η πρόκληση της διαχείρισης των απορριμμάτων είναι μεγάλη, ειδικά τους επόμενους μήνες που η πόλη θα βουλιάξει από επισκέπτες και η ζέστη θα είναι πιο έντονη. Μας περιμένουν, άραγε, καλύτερες ή χειρότερες μέρες; — Ντίνα Καράτζιου
«Δεν χωράω, ας περιμένω το επόμενο»
Κάνω την ίδια διαδρομή για το γραφείο καθημερινά εδώ και πάνω από μία δεκαετία. Κόκκινη γραμμή του μετρό από τα νότια προς το Σύνταγμα. Ενδεικτικό στοιχείο τόσο της τουριστικής έκρηξης όσο και του αθηναϊκού gentrification θεωρώ πως είναι το εξής: μέχρι πριν από μερικά χρόνια η επιβίβαση-αποβίβαση των τουριστών περιοριζόταν αποκλειστικά και μόνο στις δύο στάσεις Σύνταγμα - Ακρόπολη. Σταδιακά άρχισε να εκτείνεται προς τα πίσω, προς το Φιξ (Κουκάκι) αρχικά και προς τον Νέο Κόσμο. Πλέον συναντώ καθημερινά τουρίστες που επιβιβάζονται από τον σταθμό του Αγίου Ιωάννη, ακόμα και από τη Δάφνη, παρότι έχω την τύχη συνήθως να μη χρειάζεται να χρησιμοποιώ τα μέσα μαζικής μεταφοράς τις ώρες αιχμής. Το καλοκαίρι φέτος προβλέπεται μακρύ, θερμό και ανυπόφορο για να ζεις και να εργάζεσαι στο κέντρο της Αθήνας, και το μετρό, παρότι για χρόνια εξυπηρετούσε πραγματικά κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών, τείνει πλέον να εξελιχθεί σε μια δυσάρεστη καθημερινή ρουτίνα που γίνεται ακόμα πιο προβληματική αυτή την περίοδο.
Καταρχάς, όσο καλοκαιριάζει, απλώς προσεύχεσαι ο επόμενος συρμός να είναι κάποιος από τους κλιματιζόμενους δεύτερης ή τρίτης γενιάς, γιατί οι πορτοκαλί παλαιότεροι πρώτης γενιάς δεν κλιματίζονται. Η ζέστη που επικρατεί στις αποβάθρες γίνεται όλο και πιο αποπνικτική και συχνότατα πλέον παρατηρείται το φαινόμενο στον σταθμό του Συντάγματος, ακόμα και σε ώρες μη αιχμής, να μην μπορείς καν να πλησιάσεις τον συρμό από τον συνωστισμό. Θα μου πεις, ο συνωστισμός στο μετρό είναι χαρακτηριστικό κάθε μεγαλούπολης, δεν γίναμε δα και Κίνα, και θα σου απαντήσω πως συμφωνώ, με τη βασική διαφορά πως στις μεγαλουπόλεις, τις ώρες αιχμής, τα δρομολόγια περνούν σταθερά ανά 1-2 λεπτά. Το εφιαλτικό, άκρως αγοραφοβικό σκηνικό τού να είναι ήδη γεμάτη η αποβάθρα και το επόμενο δρομολόγιο να έρχεται ανά 5, 6 ή 8 λεπτά είναι πλέον συχνότατο φαινόμενο και αν αναλογιστούμε την επίσης φοβερή πρωτοτυπία των αραιότερων καλοκαιρινών (αυγουστιάτικων;) δρομολογίων, που μάλλον υπολογίζουν σε μια άδεια Αθήνα όπως εκείνη που βλέπαμε στους Απέναντι του Πανουσόπουλου ή στον Δεκαπενταύγουστο του Γιάνναρη και αρνούνται να προσαρμοστούν στην όλο-τον-χρόνο-γεμάτη-και-τουριστική Αθήνα 2.0, η χρήση των ΜΜΜ θα είναι φέτος καθημερινή άσκηση υπομονής και ψυχραιμίας. Χαλασμένες πόρτες, κυλιόμενες και ασανσέρ που δεν λειτουργούν και μια όψη όλο και πιο ρυπαρή εντείνουν το πρόβλημα, ωστόσο το αττικό μετρό (τουλάχιστον οι γραμμές 2 και 3) εξακολουθεί να αποτελεί την πιο φιλική και αξιόπιστη λύση μετακίνησης – στα τρόλεϊ και λεωφορεία η κατάσταση, εξαιτίας όλων των παραπάνω και κυρίως της έλλειψης στοιχειώδους έστω αξιοπιστίας όσον αφορά τις συχνότητες των δρομολογίων, είναι σαφώς τρισχειρότερη. — Αλέξανδρος Διακοσάββας
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.