ΣΧΕΔΟΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΑΚΟΥΩ μια μουσική που κάποτε θεωρήθηκε ταυτόσημη με τους νέους και την κουλτούρα τους και σήμερα ακόμα αρέσει σε κάποιους εικοσάχρονους, όπως όμως κι αν το δει κανείς, προδίδει ότι ανήκεις κυρίως στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.
Δεν ακούω αυτή τη μουσική για να είμαι «με τους νέους» ούτε γιατί θέλω σώνει και καλά να «νιώσω νεότερος». Έχω αγαπήσει κάποια μουσικά πατήματα γιατί αυτά έτυχε να εξερευνήσω περισσότερο από άλλα, που τα γνωρίζω δίχως να είναι ενταγμένα στην καθημερινότητά μου, όπως το ροκ.
Το επάγγελμα που κάνω –διδάσκοντας πολιτική φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο– με φέρνει σε επαφή με ανθρώπους γεννημένους τη δεκαετία του 2000. Κινούμαι κι εγώ όπως και οι άλλοι συνάδελφοί μου σε χώρους –καφέ, ταβέρνες, περάσματα– που σφύζουν από ζωή νέων στην ηλικία των φοιτητών και των φοιτητριών μου. Παρόλα αυτά, δεν θεωρώ ότι πρέπει να είμαι πάντα με τα «νιάτα», ούτε θέλω να κολακεύω τον νέο ή τη νέα που στέκει απέναντί μου.
Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, το πραγματικά απελευθερωτικό είναι να ονοματίζει κανείς ό,τι τον ενοχλεί και τον θυμώνει, να συζητά ανοιχτά αυτό που βρίσκει λάθος ή και ανοησία. Δεν έχουμε φυσικά το αλάθητο κάποιας εμπειρίας, ούτε ένα βιολογικό προνόμιο σοφίας – έχουν πάρει τα αυτιά μου λόγια απίστευτης γελοιότητας από σεβάσμιους συνταξιούχους δικηγόρους, μηχανικούς ή άλλους ώριμους μεσοαστούς. Λέω μόνο πως η νεότητα πρέπει να πάψει να λειτουργεί ως άλλοθι ή δικαιολογία κάποιων στάσεων.
Ούτε καν την εποχή που αυτό το υποστήριζαν κοινωνιολόγοι και άλλοι θεωρητικοί των αλλαγών, δεν πίστευα πως η νεολαία συνιστά μια αυτόνομη κοινωνική κατηγορία η οποία φέρνει, κατ’ ανάγκη, μαζί της προωθημένα πρότυπα και προοδευτικές ιδέες.
Κάτι τέτοιο συνέβη πριν από πολλές δεκαετίες, αφορά πια σημερινούς εβδομηντάρηδες ή ογδοντάρηδες και νομίζω πως δεν επαναλαμβάνεται υποχρεωτικά σε κάθε γενιά. Η δική μου, ας πούμε, γενιά που ενηλικιώθηκε στη δεκαετία του '80 δεν έχει να επιδείξει στεφάνια δόξας, ούτε σημαδεύτηκε από καμιά ιδιαίτερη πολιτιστική επανάσταση.
Ο πολιτικός ή ο διανοούμενος που θέλει να είναι «με τους νέους» μού φέρνει κάποια μελαγχολία. Θα προτιμούσα κάτι διαφορετικό: να έκανε πράγματα χρήσιμα για τους νέους και τις επόμενες γενιές, για την ανθρωπότητα που βρίσκεται τώρα στα μαθητικά της χρόνια και θα ζήσει στην Ελλάδα του 2050.
Θα ευχόμουν ο πολιτικός ή ο διανοούμενος να μιλούσαν δίχως το άγχος να είναι πάντα αρεστοί. Και αν με τους πολιτικούς μπορεί κανείς να κατανοήσει την πρόσθετη δυσκολία (θέλουν να βρουν και καμιά ψήφο στο τέλος), με τους άλλους θα έπρεπε να ήταν διαφορετικά.
Αν, ας πούμε, κλείσω το μάτι στους φοιτητές υπονοώντας πως θα πάρουν όλοι εννέα και δέκα ή πως μπορεί να περάσουν το μάθημα με τη μικρότερη προσπάθεια, θα είμαι απατεώνας, όχι κάποιος κοντά στις «ανάγκες του φοιτητή». Αν αρχίσω να επαινώ τη μια ή άλλη όψη του τρόπου που ζουν ή διασκεδάζουν, θα είμαι απλώς ένας μεσήλικας δημαγωγός που κάνει τον έξυπνο.
Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, το πραγματικά απελευθερωτικό είναι να ονοματίζει κανείς ό,τι τον ενοχλεί και τον θυμώνει, να συζητά ανοιχτά αυτό που βρίσκει λάθος ή και ανοησία. Δεν έχουμε φυσικά το αλάθητο κάποιας εμπειρίας, ούτε ένα βιολογικό προνόμιο σοφίας – έχουν πάρει τα αυτιά μου λόγια απίστευτης γελοιότητας από σεβάσμιους συνταξιούχους δικηγόρους, μηχανικούς ή άλλους ώριμους μεσοαστούς. Λέω μόνο πως η νεότητα πρέπει να πάψει να λειτουργεί ως άλλοθι ή δικαιολογία κάποιων στάσεων.
Οι συμμορίες, οι ομάδες κρούσης των τραμπούκων, οι τζιχαντιστές και οι χουλιγκάνοι, νέοι, συνήθως, είναι. Οι ολοκληρωτισμοί τους νέους πάνω από όλα γοήτευαν και εκείνοι μετατρέπονταν στους φανατικότερους των οπαδών.
Μπορούμε φυσικά να σταθούμε στα θετικά παραδείγματα, στις νέες ευαισθησίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβάλλον ή τη δικαιοσύνη και την αναγνώριση. Να ξαναθυμηθούμε επίσης πόσα έπεσαν πάνω στους νεότερους εδώ και δέκα χρόνια: τις κρίσεις και τις σκοτεινές προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια.
Και πώς αλήθεια να παραβλέψει κανείς τα προνόμια των παλαιότερων, τις ιδιοκτησίες και τους «κουμπαράδες» τους, τις δυνατότητες που πρόσφεραν οι δεκαετίες μετά τη δικτατορία για περισσότερες ηδονές, χρήματα και γρήγορους διορισμούς;
Όλα αυτά που έφτιαξαν ανθεκτικές δομές αδικίας και άνισων ευκαιριών θα έπρεπε να είχαν δώσει τη θέση τους σε ένα άλλο συμβόλαιο συνύπαρξης των γενεών. Οι νέοι, πάντως, συχνά καταλαβαίνουν όταν τους κρύβεις την αλήθεια και πας απλώς να εξευμενίσεις ή να μιμηθείς άτεχνα τους δικούς τους θυμούς.
Μπορεί κανείς να προσφέρει περισσότερα λέγοντας και κάποια όχι, βρίσκοντας τη σωστή απόσταση και μιλώντας και για τα δυσάρεστα πράγματα. Κάπως έτσι λυτρωνόμαστε από το άγχος της αποδοχής και συνεχίζει ο καθένας τη ζωή του, με όρους αξιοπρέπειας.
Και αν υπάρχει, νομίζω, μια ιδέα που ταξιδεύει τώρα στους κόσμους των νεότερων πιο πολύ από όσο στα δικά μας χρόνια, είναι αυτή η αξιοπρέπεια και η ανάγκη να τη σεβαστεί κανείς. Έξω από αυτήν, παραμονεύει απλώς η ανάγκη για δημοφιλείς απαντήσεις – ανάγκη κατανοητή που, ωστόσο, έχει οδηγήσει σε κάμποσους κωμικοτραγικούς ενήλικες που δοξάζουν τα νιάτα σαν να δοξάζουν τα δικά τους παλαιά όνειρα.