Παραμονές του β΄ γύρου των γαλλικών εκλογών για την Εθνοσυνέλευση, πώς έχει το πολιτικό σκηνικό στη Γαλλία; Τι ιδιαιτερότητες έχει το γαλλικό εκλογικό σύστημα; Πώς πολιτεύονται ο Μακρόν, η Λεπέν και ο νέος «ευνοούμενός» της, Ζορντάν Μπαρντελά, πώς «απαντούν» η αριστερά και το Νέο Λαϊκό Μέτωπο και κατά πόσο έχουν λάβει το μήνυμα που απευθύνεται και σε αυτούς; Πώς ερμηνεύονται τα υψηλά ποσοστά της ακροδεξιάς στην εργατική τάξη, στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα αλλά και σε μερίδα της νεολαίας; Υπάρχουν κάποιες αναλογίες με την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και ευρύτερα; Πόσο πιθανό είναι η Εθνική Συσπείρωση (RN) να αποκτήσει την απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για μια θριαμβευτική είσοδο της Μαρίν Λεπέν στο Μέγαρο των Ηλυσίων, και τι συνέπειες θα είχε μια τέτοια εξέλιξη σε μια Ε.Ε. που ήδη «γέρνει» επικίνδυνα προς τα ακροδεξιά;
«Οι ψηφοφόροι που ψηφίζουν εδώ και χρόνια την ακροδεξιά είναι δυστυχώς όλο και περισσότερο ιδεολογικά σύμφωνοι μαζί της»
Νίκος Γραικός, φιλόλογος, συγγραφέας, πρώην υποψήφιος ευρωβουλευτής
Υπάρχουν πράγματι σημαντικές διαφορές στον τρόπο λειτουργίας του πολιτεύματος συγκριτικά με την Ελλάδα. Στη Γαλλία ο Προέδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται με άμεση καθολική ψηφοφορία και υπάρχουν δύο νομοθετικά σώματα, η Εθνοσυνέλευση και η Γερουσία, που εκλέγεται έμμεσα. Η εκλογή των βουλευτών γίνεται με σύστημα μονοεδρικών περιφερειών σε δύο γύρους. Εκλέγονται από τον πρώτο όσες και όσοι έχουν συγκεντρώσει το 50% των ψήφων, με την προϋπόθεση το ποσοστό αυτό να ισούται με το 25% των εγγεγραμμένων. Στον δεύτερο γύρο δεν συμμετέχουν μόνο οι δύο πρώτοι αλλά και όσοι κατάφεραν να συγκεντρώσουν το 12,5% των ψήφων των εγγεγραμμένων. Εκλέγεται ο υποψήφιος που συγκέντρωσε έστω και μία ψήφο παραπάνω. Η αποχώρηση λοιπόν δημοκρατικών υποψηφίων από τον δεύτερο γύρο έχει ως αποτέλεσμα την αποφυγή της εκλογής ακροδεξιών βουλευτών. Αυτή η πρακτική των κομμάτων του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου δεν προϋποθέτει κανενός είδους πολιτική συνεργασία.
Πώς ερμηνεύονται τα υψηλά ποσοστά της ακροδεξιάς; Η αίσθηση του ανήκειν και τα σημεία αναφοράς χάνονται. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι κοινωνικοί φορείς δεν έχουν πλέον μεγάλο λαϊκό έρεισμα. Η λαϊκότητα αντικαθίσταται συχνά από τον λαϊκισμό ή από κάποιον ελιτισμό. Η στροφή λοιπόν προς την ακροδεξιά δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει.
Η κανονικοποίηση της παρουσίας της ακροδεξιάς, αλλά κυρίως η θεωρία των δύο άκρων του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος ταυτίζει την αριστερά (κυρίως την Ανυπότακτη Γαλλία) με την ακροδεξιά, αλλάζει πολλά δεδομένα. To 2002, όταν ο Ζαν-Μαρί Λεπέν πέρασε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, 1 εκατ. διαδηλωτές πλημμύρισαν το Παρίσι. Τώρα ακούγονται σχόλια για τις συγκεντρώσεις δημοκρατικών πολιτών και για μη σεβασμό του εκλογικού αποτελέσματος. Άλλοι σχολιαστές όμως βλέπουν ότι ίσως ένα μέρος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου προτιμά μια κυβέρνηση της Εθνικής Συσπείρωσης (RN) από μια προοδευτική και αριστερή κυβέρνηση. Αυτή είναι ίσως και η εξήγηση για τη στάση τμήματος της δεξιάς, που συνεργάζεται επίσημα με την ακροδεξιά, και για την άρνηση αποχώρησης από τον δεύτερο γύρο πολλών υποψηφίων της λεγόμενης προεδρικής πλειοψηφίας. Είναι δύσκολο βέβαια να καταλάβουμε πώς ένας πολίτης που διαδήλωσε κατά της πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης θα ψηφίσει στην περιφέρειά του τον πρώην πρωθυπουργό για να αποτρέψει την εκλογή ακροδεξιού βουλευτή και την πιθανή αυτοδυναμία του RN στην Εθνοσυνέλευση. Η πρόταση της αριστεράς για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και πέρασμα στην Έκτη Δημοκρατία φαίνεται λογική. Σε περίπτωση συνοίκησης με τον Μακρόν μιας κυβέρνησης με άλλο πολιτικό πρόγραμμα, ποιος εκπροσωπεί, για παράδειγμα, τη Γαλλία στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε.;
Οι διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις του κόσμου, κυρίως της νεολαίας, που απαίτησαν τη συγκρότηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου, η εκπόνηση ενός προγράμματος 23 σελίδων και κυρίως οι κοινές υποψηφιότητες σε όλες σχεδόν τις περιφέρειες άλλαξαν πολλά. Βλέπουμε ότι η εμμονή των ΜΜΕ σε αναφορές σε συγκεκριμένα πρόσωπα της αριστεράς δεν πέρασε και ότι οι υποψήφιοι που εκλέχτηκαν από τον πρώτο γύρο έφεραν κάτι καινούργιο στην πολιτική.
Ο Μακρόν θα μείνει στην ιστορία ως ο Πρόεδρος με τη μικρότερη λαϊκή αποδοχή και ίσως τον πιο αυταρχικό τρόπο επιβολής της πολιτικής του. Αμφιβάλλω αν το περίφημο κέντρο θα υπάρχει και μετά την αποχώρησή του. Η δύσκολη οικονομική συγκυρία θα κάνει την κυβέρνηση αυτή να αποτύχει και θα απομακρύνει την πιθανότητα εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από αυτόν τον πολιτικό χώρο το 2027.
Ο Ζορντάν Μπαρντελά παρουσιάζεται ως νέος πολιτικός με φιλολαϊκό προσωπείο, οι απαράδεκτες όμως ιδέες του αποκαλύπτουν το πραγματικό του πρόσωπο. Οι βουλευτές του κόμματός του υπερψήφισαν εξάλλου όλα τα αντιλαϊκά μέτρα που ήρθαν στη Βουλή. Η άρνησή του να συνομιλήσει στην τηλεόραση με την οικολόγο Μαρίν Tοντελιέ δείχνει ταυτόχρονα τον μισογυνισμό της άκρας δεξιάς αλλά και την αδυναμία του να εκφράσει έναν σοβαρό λόγο με επιχειρήματα. Μοιάζει περισσότερο με καλοκουρδισμένη μαριονέτα που έχει καλούς συμβούλους επικοινωνίας.
Πώς ερμηνεύονται τα υψηλά ποσοστά της ακροδεξιάς; Η αίσθηση του ανήκειν και τα σημεία αναφοράς χάνονται. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι κοινωνικοί φορείς δεν έχουν πλέον μεγάλο λαϊκό έρεισμα. Η λαϊκότητα αντικαθίσταται συχνά από τον λαϊκισμό ή από κάποιον ελιτισμό. Η στροφή λοιπόν προς την ακροδεξιά δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει. Επιτρέψτε μου να εκφράσω την απορία μου για τη μη καταγγελία ενός κλιπ με μουσικούς της ραπ που δήθεν καταγγέλλει τη Λεπέν, αλλά βρίθει από σεξιστικά μοτίβα και βίαιο λεξιλόγιο. Πρέπει όμως να πούμε ότι όλο και λιγότερο μιλάμε για ψήφο διαμαρτυρίας. Οι ψηφοφόροι που ψηφίζουν εδώ και χρόνια την ακροδεξιά είναι δυστυχώς όλο και περισσότερο ιδεολογικά σύμφωνοι μαζί της. Η προσχώρηση στα βασικά ιδεώδη της παράταξης αυτής, όπως η «εθνική προτίμηση», ο εθνικισμός και ο αντιευρωπαϊσμός, είναι ένα λυπηρό φαινόμενο. Τα ανθρωπιστικά ιδεώδη δεν φαίνεται να κερδίζουν την ιδεολογική μάχη.
Όσον αφορά, τώρα, τις πιθανές αναλογίες με την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, οι διαφορές στον τρόπο λειτουργίας του πολιτεύματος στις δύο χώρες δεν κρύβουν τα πολλά κοινά κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Ο ρόλος του νεοφιλελευθερισμού στην υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών, κυρίως στον τομέα της παιδείας και της υγείας, και η διάλυση των κοινωνικών δεσμών οδηγούν σε παρόμοια φαινόμενα. Η ενότητα των πολιτικών φορέων της αριστεράς με προγραμματικές συγκλίσεις είναι η μόνη εναλλακτική λύση. Με την προϋπόθεση ότι τα κινήματα θα συνεχίσουν να παίζουν εποικοδομητικό ρόλο.
«Υπάρχει έπειτα ένα "μότο" που επανέρχεται συνεχώς: "Αυτοί (του RN) είναι οι μόνοι που δεν έχουμε δοκιμάσει ακόμα"»
Φαμπιάν Περιέ, δημοσιογράφος, συγγραφέας, ανταποκριτής μέσων στην Ελλάδα
Ο Πρόεδρος Μακρόν προκήρυξε πρόωρες βουλευτικές εκλογές ποντάροντας στις διαιρέσεις της αριστεράς, ελπίζοντας να οικοδομήσει έναν πόλο αντιπολίτευσης απέναντι στην Εθνική Συσπείρωση (RN) γύρω από τον ίδιο και το κόμμα του. Δεν υπολόγισε, όμως, την απόρριψη που εισπράττει από την κοινωνία, ούτε την ικανότητα της αριστεράς να ξεπεράσει τις διαφορές της μπροστά στο κατεπείγον. Έτσι γεννήθηκε το Νέο Λαϊκό Μέτωπο μέσα σε 48 ώρες και κατάφερε να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού μέσα σε 5 μόλις μέρες. Γεγονός βέβαια παραμένει ότι, στον πρώτο γύρο, η αριστερά δεν επωφελήθηκε από τη δυναμική στην οποία έλπιζε. Ως αποτέλεσμα, η ακροδεξιά βγήκε πολύ μπροστά σε ποσοστά, όπως και στις εκλογικές περιφέρειες. Είναι ωστόσο δύσκολο να γίνουν προβλέψεις για τον δεύτερο γύρο, ο οποίος θα είναι καθοριστικός και ιστορικός. Το ζήτημα είναι ποια συνιστώσα θα κερδίσει την πλειοψηφία και αν αυτή θα είναι απόλυτη. Ό,τι κι αν συμβεί, η Γαλλία κινδυνεύει να εισέλθει σε μια φάση σοβαρής πολιτικής κρίσης, με συνέπειες πολύ πέρα από τα σύνορά της.
Είναι καταρχάς σημαντικό να κατανοήσουμε την ιστορία του πολιτικού κινήματος που σήμερα ονομάζεται Εθνική Συσπείρωση. Το Εθνικό Μέτωπο (FN), «πρόδρομος» της Εθνικής Συσπείρωσης (RN), ιδρύθηκε το 1984 από τον Ζαν Μαρί Λεπέν και άλλους νοσταλγούς της «Γαλλικής Αλγερίας» και του δωσιλογικού καθεστώτος του Βισί και εδραιώθηκε σταδιακά στο πολιτικό τοπίο, αποκτώντας κάλυψη από τα ΜΜΕ και υφαίνοντας τον ιστό του σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Σε τρεις περιπτώσεις το RN έφτασε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Τα τελευταία σαράντα χρόνια, τα ποσοστά του αυξάνονται συνεχώς, τόσο στις εθνικές όσο και στις τοπικές εκλογές.
Ολόκληρη η Ε.Ε. βιώνει ένα κύμα ακροδεξιού εξτρεμισμού. Αυτό οφείλεται και σε μια σειρά υγειονομικές, οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές κ.ά. κρίσεις που συγκλόνισαν τη Γαλλία, την Ευρώπη και τον κόσμο όλο, συμβάλλοντας στην απομόνωση των ανθρώπων, στον ατομισμό και στην ενίσχυση του αισθήματος της κοινωνικής ανασφάλειας. Η ακροδεξιά ανέκαθεν τρεφόταν από τις κρίσεις.
Η Εθνική Συσπείρωση ευδοκιμεί χάρη στο αίσθημα εγκατάλειψης των εργαζομένων και των μεσαίων τάξεων από τις κυβερνήσεις, ιδίως της αριστεράς, στην έλλειψη ανταπόκρισης στην πρόκληση της ολοκλήρωσης και στον σκεπτικισμό για την πολιτική κατεύθυνση της Ε.Ε. Παρότι δεν βρίσκεται σε διαρκή άνοδο, ποτέ δεν σημείωσε υψηλότερα ποσοστά από ό,τι κατά την προεδρία του Εμανουέλ Μακρόν. Στις βουλευτικές εκλογές του 2022, 4.248.000 άνθρωποι ψήφισαν RN. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε 7.760.000 στις ευρωεκλογές του 2024 και σε 10.628.000 στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών του 2024. Η απροθυμία του κέντρου να πει ξεκάθαρα για ποιον κυβερνά απλώς συνεισφέρει στην κατίσχυση της ακροδεξιάς στην πολιτική σκηνή και στον ευτελισμό των ιδεών του.
Υπάρχει έπειτα ένα «μότο» που επανέρχεται συνεχώς: «Αυτοί (του RN) είναι οι μόνοι που δεν έχουμε δοκιμάσει ακόμα». Με τη Μαρίν Λεπέν στην ηγεσία μαζί με τον «προστατευόμενό» της Ζορντάν Μπαρντελά, το RN προβάλλει την εικόνα ενός κόμματος έτοιμου να κυβερνήσει, προσπαθώντας να αποκτήσει κύρος και προσλαμβάνοντας στελέχη, ορισμένα από τα οποία έχουν αποφοιτήσει από κορυφαίες σχολές, όπως ο Φαμπρίς Λεγκέρι, πρώην διευθυντής της Frontex (σ.σ. παραιτήθηκε ύστερα από καταγγελίες περί εμπλοκής του σε επαναπροωθήσεις προσφύγων). Αλλά μολονότι ο Μπαρντελά παρουσιάζεται ως το «νέο αίμα», υποστηρίζει πολιτικές που βασίζονται στην «εθνική προτίμηση» και ακολουθούν τις νεοφιλελεύθερες επιταγές. Η Λεπέν, που κέρδισε μια έδρα στην Εθνοσυνέλευση στον πρώτο γύρο, επιβεβαιώνει τον ρόλο της ως ηγέτιδας της ακροδεξιάς και αναμφίβολα προσβλέπει σε νίκη στις προεδρικές εκλογές του 2027, αν και έχουμε καιρό μέχρι τότε. Όμως, ένα πράγμα είναι βέβαιο: η ρητορική της παραμένει απλοϊκή, βασιζόμενη ουσιαστικά στο «λάθος της Ευρώπης», στο «λάθος της μετανάστευσης» και επενδύοντας στον ακροδεξιό λαϊκισμό. Το RN απολαμβάνει, ωστόσο, τη στήριξη μεγάλων ειδησεογραφικών καναλιών, εφημερίδων και περιοδικών, που ανήκουν σε έναν συγκεκριμένο ιδιωτικό όμιλο.
Αν είναι ο Μακρόν πολιτικά «τελειωμένος»; Θεωρητικά μπορεί να παραμείνει στη θέση του μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2027, οπότε βέβαια δεν μπορεί να θέσει υποψηφιότητα για τρίτη φορά. Έχει όμως πια αποδυναμωθεί σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Ήταν αρχικά πεπεισμένος ότι το κόμμα του θα έβγαινε ισχυρότερο από αυτές τις εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά διαψεύστηκε. Στη συνέχεια και αφότου επί μήνες κρατούσε ίσες αποστάσεις μεταξύ της αριστεράς και της ακροδεξιάς, βρέθηκε να πρέπει να «μπλοκάρει» το RN, όμως δυσκολεύεται πλέον να περάσει αυτό το μήνυμα στους ψηφοφόρους του. Ο Εμανουέλ Μακρόν είναι σίγουρα βαθιά απαξιωμένος.
Τα τελευταία δύο χρόνια, οι κυριότεροι νόμοι πέρασαν από την Εθνοσυνέλευση χάρη σε ένα άρθρο γνωστό ως 49.3, παρά τις διαμαρτυρίες, τις διαδηλώσεις και την αντίθεση συνδικάτων, επαγγελματικών ενώσεων και μεγάλου μέρους του λαού. Επιπλέον, πολλοί πολίτες νιώθουν ξεχασμένοι από τους πολιτικούς και ότι δεν επωφελούνται από τις αναδιανεμητικές πολιτικές οι οποίες κιόλας περιορίζονται. Η πεποίθηση αυτή ενισχύεται από την επικρατούσα ρητορική, συμπεριλαμβανομένης αυτής του σημερινού Προέδρου. Ο Εμανουέλ Μακρόν έχει πει ότι «το μόνο που χρειάζεται να κάνεις για να βρεις δουλειά είναι να διασχίσεις τον δρόμο» και ότι «τα προνοιακά επιδόματα κοστίζουν ένα χέρι και ένα πόδι». Κοντολογίς, η δημαγωγία έχει γίνει κοινός τόπος μέχρι την κορυφή του κράτους. Αδιαφορούσε, ταυτόχρονα, για τις λαϊκές διαμαρτυρίες, ιδίως την εποχή της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος, που πέρασε με το ζόρι από την Εθνοσυνέλευση, ή κατά τη διάρκεια του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων, ενώ αυστηροποίησε τους κανόνες για τις διαδηλώσεις.
Ορισμένοι ηγέτες της «αριστεράς» ή ενός απροσδιόριστου «κέντρου» μοιάζουν να μην αντιλαμβάνονται τις ανησυχίες των εργαζομένων και των ανέργων, αδυνατώντας να απαντήσουν στα καθημερινά τους ζητήματα (κόστος ζωής, δυσκολία εύρεσης στέγης κ.λπ.). Στη Γαλλία μπορεί πράγματι να κυριαρχήσει ένα ξενοφοβικό, ρατσιστικό, αντισημιτικό, ρεβιζιονιστικό, αντιφεμινιστικό, αντιδραστικό, ανελεύθερο κόμμα, αλλά η εξαιρετικά σύντομη προεκλογική εκστρατεία δεν επέτρεψε να γίνει συνείδηση και να συζητηθεί διεξοδικά το θεμελιώδες αυτό δίλημμα. Η διατήρηση της δημοκρατίας προβάλλει αυτήν τη στιγμή ως το μόνο διακύβευμα. Ωστόσο, δεν φαίνεται να υπάρχει σαφής οριοθέτηση εδώ, είτε σε κοινωνικό επίπεδο είτε σε ηλικιακό. Φαίνεται ότι κάθε μεγάλη συνιστώσα έχει τους υποστηρικτές της. Γενικά μιλώντας, οι διανοούμενοι, οι καλλιτέχνες και οι νέοι άνθρωποι φαίνεται να είναι περισσότερο ενωμένοι εν όψει της ακροδεξιάς απειλής.
Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP) δημιουργήθηκε σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εξακολουθούν όμως να υπάρχουν διαφορές και διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των κομμάτων που το συναποτελούν. Δεν πρόκειται για τη δημιουργία μιας νέας πολιτικής δύναμης αλλά για την οργάνωση της αντίστασης στην ακροδεξιά απειλή. Εφόσον αυτό επιτευχθεί, θα πρέπει οπωσδήποτε να διεξαχθεί μια συζήτηση σχετικά με τις διαιρέσεις της κοινωνίας, τις προσδοκίες και τους φόβους της, προκειμένου να αναπτυχθεί ένα σαφές πολιτικό όραμα γύρω από κόμματα που, αντί να ενεργούν για μια μειοψηφία, θα δεσμευτούν να υπηρετήσουν την πλειοψηφία, το γενικό συμφέρον, λαμβάνοντας υπόψη ζητήματα περιβαλλοντικά, κοινωνικά, οικονομικά και κοινωνικής ένταξης.
Ολόκληρη η Ε.Ε. βιώνει ένα κύμα ακροδεξιού εξτρεμισμού. Αυτό οφείλεται και σε μια σειρά υγειονομικές, οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές κ.ά. κρίσεις που συγκλόνισαν τη Γαλλία, την Ευρώπη και τον κόσμο όλο, συμβάλλοντας στην απομόνωση των ανθρώπων, στον ατομισμό και στην ενίσχυση του αισθήματος της κοινωνικής ανασφάλειας. Η ακροδεξιά ανέκαθεν τρεφόταν από τις κρίσεις. Ταυτόχρονα, οι συγκρούσεις στο κατώφλι της Ευρώπης αποτελούν νέες πηγές ανησυχίας. Η Γερμανία βρίσκεται στη μέγγενη του AFD, η Ιταλία έχει ήδη μια ακροδεξιά κυβέρνηση. Στην Ελλάδα, το 20% του εκλογικού σώματος ψήφισε ακροδεξιά κόμματα, ενώ στελέχη του ΛΑΟΣ που «πέρασαν» στη ΝΔ υπουργοποιήθηκαν. Η Γαλλία, η οποία ως τώρα πίστευε ότι την είχε γλιτώσει, συνειδητοποίησε πολύ αργά ότι οι πολίτες της περίμεναν ακόμη απαντήσεις που θα τους βοηθούσαν να ζήσουν αξιοπρεπώς. Η πρώτη αντίδραση ήταν το θόλωμα των πολιτικών γραμμών αναφοράς, η ιδέα ότι ένας άνθρωπος που παρουσιάστηκε ως σωτήρας θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά και η πρόσληψη της ακροδεξιάς ρητορικής. Για άλλη μια φορά, αυτό το περίφημο «κέντρο» ενισχύει μόνο την ακροδεξιά. Στο τέλος, οι ψηφοφόροι προτιμούν πάντα το πρωτότυπο από το αντίγραφο. Η αριστερά χρειάζεται να αντιπαραθέσει άμεσα ένα όραμα που να ανταποκρίνεται στις λαϊκές προσδοκίες σε ένα ασταθές διεθνές πλαίσιο.