Ο ΝΟΕ ΓΚΟΣΑΡ (Noe Gauchard) είναι ο εικοσιπεντάχρονος υποψήφιος του Νέου Λαϊκού Μετώπου στο Καλβαντός. Έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και προέρχεται από το κίνημα Νεολαία για το Κλίμα που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στις πορείες κατά της κλιματικής καταστροφής. Ο Γκοσάρ κατέβηκε με την «Ανυπότακτη Γαλλία», το κόμμα όπου τον πρώτο λόγο είχε (μέχρι να συναντήσει σοβαρά αντίβαρα) ο Ζαν-Λικ Μελανσόν.
Ο Γκοσάρ ήρθε τρίτος στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών. Πρώτος είναι ο υποψήφιος της λεπενικής Εθνικής Συσπείρωσης Νικολά Καλμπρίξ και δεύτερη η Ελιζαμπέτ Μπορν, πρώην πρωθυπουργός της προεδρικής πλειοψηφίας και κόκκινο πανί της ριζοσπαστικής και σοσιαλιστικής Αριστεράς αφού συνδέθηκε με διάφορες «φιλελεύθερες» μεταρρυθμίσεις ενσαρκώνοντας αυτό που ονομάζεται «la macronie».
Επιστρέφοντας από ένα γεμάτο και όμορφο διήμερο στο Φεστιβάλ Βιβλίου στα Χανιά έτυχε να ψάξω κάποια βίντεο του Γκοσάρ. Έτσι καταλαβαίνει κανείς καλύτερα το υφαντό αυτής της εκλογικής αναμέτρησης και της γαλλικής ζωής. Σε ένα από αυτά τα βίντεο οι δημοσιογράφοι τον ρωτούν πώς πήρε την απόφαση να απέχει από τον δεύτερο γύρο, διευκολύνοντας την Ελίζαμπετ Μπορν, σύμβολο μιας εξουσίας που τόσο την πολέμησε η Αριστερά.
Σε μια συγκυρία που επείγει όσο ποτέ η επινόηση ενός διαφορετικού μέλλοντος και για τη Γαλλία και για την Ευρώπη συνολικά, πλήθος πολιτών σπεύδει να συνταχτεί με την αυταπάτη του εξιδανικευμένου παρελθόντος: αυτό είναι η μεγαλύτερη αποτυχία, πέρα από την αποτύπωση των εκλογικών συσχετισμών.
Και ο Γκοσάρ, παιδί μιας γενιάς και ενός ριζοσπαστισμού που, κατά τα άλλα, δεν έχει σε υπόληψη τη συμβατική ρεπουμπλικανική Γαλλία, θα απαντήσει αφοπλιστικά και δίχως κανένα ενδοιασμό: μα αυτό, είπε, είναι αυτόματη απόφαση για όλους μας γιατί δεν θέλουμε να εκχωρηθεί η απόλυτη πλειοψηφία στην άκρα δεξιά.
Αντιλαμβάνεται αμέσως κανείς τη σοβαρότητα αυτής της κρίσης και της πρόκλησης για τους Γάλλους δημοκράτες. Τώρα κεντρώοι και κεντροδεξιοί θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν το χοντρό λάθος να θεωρούν «ίδια κακά» την άκρα δεξιά και την Αριστερά, ακόμα και αν στο μελανσονικό στράτευμα συναντούμε πολλές παραφωνίες και πολιτικά στραβοπατήματα (που έχουν επισημανθεί και από συντρόφους του στο ίδιο κόμμα).
Και ο κόσμος της Αριστεράς, επίσης, θα συμβάλει, εκεί που μπορεί, στην εκλογή κεντρώων ή δημοκρατικών δεξιών υποψηφίων ακριβώς για να αποτραπεί μια καταστροφική απόλυτη πλειοψηφία των νέο-λεπενικών.
Έχει πάντα πολύ περισσότερες πιθανότητες το ενδεχόμενο η Γαλλία να ζήσει μια κυβερνητική εμπειρία άκρας δεξιάς. Το προεξοφλούν εξάλλου οι αναλυτές, οι αγορές, οι αναλύσεις και οι ανταποκριτές. Γιατί; Έχουν δοθεί όλες οι πιθανές απαντήσεις και φυσικά δεν υπάρχει καμιά κοινά αποδεκτή εξήγηση.
Οι κεντρο-φιλελεύθεροι και συντηρητικοί θεωρούν πως το δεξιό άκρο είναι αποτέλεσμα μιας δημαγωγίας που τα υλικά της φτιάχτηκαν από την Αριστερά και τις αντιδράσεις της στις μεταρρυθμίσεις. Η Αριστερά, από την άλλη, διαβάζει την ενδυνάμωση της ακροδεξιάς σαν αποτέλεσμα της μόλυνσης της κοινωνίας από τους ιούς του νεοφιλελεύθερου κυνισμού, της ρατσιστικής απλούστευσης και της ηθικής χρεοκοπίας ενός μοντέλου «ορθολογικού ελιτισμού» και ταξικής υπεροχής.
Πρόκειται, προφανώς, για δυο τελείως διαφορετικές εκδοχές για την κοινωνική και πολιτική εμπέδωση του «εξημερωμένου» λεπενισμού και της γοητείας που ασκεί σε νέους, σε εργάτες και σε μια ολόκληρη περιφέρεια της γαλλικής ζωής.
Ό,τι και αν συμβεί πάντως την επόμενη Κυριακή, το ερώτημα είναι αμείλικτο. Γιατί η κρίση του μακρονισμού δεν γέννησε ένα ρεύμα εξουσίας της Αριστεράς αλλά περισσότερο ένα δεξιό κύμα, έστω πιο αδύναμο από αυτό που πολλοί φοβόντουσαν ή έλπιζαν;
Βλέπουμε τώρα κάποια ενδιαφέροντα σημάδια ανανέωσης της συνηθισμένης «καμπάνιας» των αριστερών υποψηφίων. Πολλοί δεν έμειναν μόνο στον γνωστό εναντιωματικό, αρνητικό λόγο, δεν καθηλώθηκαν δηλαδή σε μια αντιφασιστική ρητορική παλαιικού στιλ. Θέλησαν να υπενθυμίσουν στόχους κατάφασης, να εκφράσουν πολιτικά τους όρους μιας καλύτερης ζωής: το να ζήσουν καλύτερα οι απλοί άνθρωποι, να περιοριστεί η εξουσία των μεγαλόσχημων, να ηττηθούν οι δυνάμεις της εξαγρίωσης των κοινωνικών σχέσεων.
Κι έπειτα, ακόμα και στους πιο ορθολογιστές σοσιαλιστές έπαιξε η ιδέα της χαράς, της ανάκτησης της χαράς απέναντι στην επιβεβλημένη κατάθλιψη της οικονομικής και πολιτισμικής αποξένωσης. Στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο πολλοί μίλησαν μια μικτή γλώσσα και συναισθηματική και υλιστική, μια γλώσσα πιο εγκάρδια και σε κάποιες στιγμές τρυφερή. Είναι μάλλον καλό δείγμα που απομακρύνει τους αριστερούς από τον ναρκισσισμό του παντογνώστη, τα δογματικά κατηχητικά και τις συκοφαντικές εκστρατείες κατά του «αποστάτη», αυτά τα δηλητηριώδη άνθη που αποπνέουν αυταρχισμό και μισαλλόδοξη οίηση.
Παρόλη όμως τη νέα εγκάρδια γλώσσα, η Αριστερά δεν φάνηκε να πείθει όσο οι επαναφορτισμένοι ακροδεξιοί. Η Αριστερά δεν καταφέρνει να συνθέσει ένα κοινωνικό, οικολογικό και λαϊκό όραμα απέναντι στις κρίσεις της φιλελεύθερης τεχνοκρατίας και στον ακροδεξιό λαϊκισμό. Για πολλούς ανθρώπους –ιδίως στον πρώην βιομηχανικό Βορρά–, η Αριστερά έχει γίνει περισσότερο ένας χώρος εξωτισμών, ένας εναλλακτικός πρωτεουσιάνικος χώρος όπου κάποιοι σπουδαγμένοι ριζοσπάστες δοκιμάζουν τις θεωρίες τους και τις ανατρεπτικές τους αισθητικές.
Αντιθέτως, άνθρωποι της εργατικής τάξης –αυτής που διατηρείται πάντα– αναγνωρίζουν περισσότερο τους εαυτούς τους στα υποθετικά «αυτονόητα» των ακροδεξιών υποσχέσεων. Η ρητορική των ακροδεξιών μιμείται εξάλλου τέλεια την παλιά συνοικιακή μπαναλιτέ, τη μικρο-κουβέντα του κουρείου ή του συνεργείου αυτοκινήτων, το σχόλιο που βγαίνει αυθόρμητα στην παρέα για να καυτηριάσει «αυτούς εκεί πάνω».
Το πρώτο και σημαντικό είναι έτσι να μην έχει απόλυτη πλειοψηφία η ακροδεξιά. Από εκεί και πέρα όμως θα χρειαστεί σοβαρή και επώδυνη εξέταση των λόγων μιας βαθύτερης αποτυχίας που αφορά όλες τις δυνάμεις και τα κόμματα του κοινωνικού και οικολογικού μετασχηματισμού. Ποια είναι η αποτυχία; Την ώρα που η κλιματική κρίση και πολλά από τα κοινωνικά προβλήματα δείχνουν τα δόντια τους, υπερψηφίζονται περισσότερο εκείνοι κι εκείνες που αρνούνται την πρώτη και δίνουν φτηνές λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα.
Σε μια συγκυρία δηλαδή που επείγει όσο ποτέ η επινόηση ενός διαφορετικού μέλλοντος και για τη Γαλλία και για την Ευρώπη συνολικά, πλήθος πολιτών σπεύδει να συνταχτεί με την αυταπάτη του εξιδανικευμένου παρελθόντος: αυτό είναι η μεγαλύτερη αποτυχία, πέρα από την αποτύπωση των εκλογικών συσχετισμών.
Έχω την εντύπωση πως άνθρωποι μιας νεότερης γενιάς όπως ο Νοέ Γκοσάρ –και σε μια άλλη πλευρά ο αντιολοκληρωτικός Ραφαέλ Γκλικσμάν– κρατούν τα κλειδιά μιας αντιστροφής του ρεύματος. Πώς; Διεκδικώντας μια πιο στέρεα σχέση με ανθρώπους που αισθάνονται περιφρονημένοι πολιτισμικά και κοινωνικά. Όχι όμως προσπαθώντας να «κοπιάρουν» την πρωτόγονη απλούστευση των ακροδεξιών ρητόρων, αλλά μιλώντας μια γλώσσα ευθύνης και θάρρους, μια γλώσσα κατά περίσταση αντιδημαγωγική και την ίδια στιγμή κοντά στα συναισθήματα των πολιτών. Αν η Γαλλία ζήσει υπό την απειλητική σκιά μιας ακροδεξιάς πολιτικής κυριαρχίας, να υπάρχουν τουλάχιστον αντίβαρα και σθεναρές αντιστάσεις μέσα και έξω από τους θεσμούς.