ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ, συνήθως σκεφτόμαστε τα 88 ονόματα που εκφωνούνται στο «προσκλητήριο νεκρών» κατά την επέτειο του Πολυτεχνείου. Εξ αυτών, οι 24 σκοτώθηκαν τις μέρες της εξέγερσης (ενώ τουλάχιστον 16 νεκροί του Πολυτεχνείου παραμένουν αταυτοποίητοι).
Φυσικά, δεν λείπουν αυτοί που αμφισβητούν την εγκυρότητα των ονομάτων και δηλώνουν περήφανα πως «δεν υπήρξανε νεκροί». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι απολογητές της δικτατορίας αγνοούν την παραδοχή 12 θανάτων από την ίδια τη χούντα και τον ελεγχόμενο Τύπο της το 1973¹. Άλλοτε, οι αρνητές της Ιστορίας –όπως ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης– καταφεύγουν σε φαιδρά χωροταξικά επιχειρήματα, σύμφωνα με τα οποία «δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο», αφού όλα τα θύματα σκοτώθηκαν έξω απ’ το κτίριο του πανεπιστήμιου.
Στην πραγματικότητα, και όπως αποκαλύπτουν οι τελευταίες μελέτες, τα θύματα της δικτατορίας ήταν πολλά παραπάνω από 88. Στο βιβλίο του «Θάνατοι στη Χούντα: Δολοφονίες, αντιδικτατορική δράση, ύποπτοι θάνατοι κατά την περίοδο 1967-1974», ο Δημήτρης Βεριώνης εντοπίζει 247 «επώνυμες περιπτώσεις» θανάτων που προκάλεσε η δικτατορία. Οι περιπτώσεις αφορούν ανθρώπους «με ή χωρίς πολιτική δράση, από διάφορους κοινωνικούς, πολιτικούς και επαγγελματικούς χώρους», όπως φοιτητές, αγωνιστές, στρατιώτες και αστυνομικούς².
Η χούντα προσπαθούσε συστηματικά να αποκρύψει τις δολοφονικές της ενέργειες, παρουσιάζοντάς τες ως ατυχήματα ή αυτοκτονίες. Για παράδειγμα, ο φοιτητής Γιάννης Καΐλης (1950-1974) –που λέγεται ότι έγραψε τα συνθήματα στις πύλες του Πολυτεχνείου– βρέθηκε νεκρός τον Φλεβάρη του ’74 από πτώση από οικοδομή. Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση του πτώματος και το σημείο εύρεσής του αποκλείουν το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας. Δυο μήνες νωρίτερα, ο Λάμπρος Τζιάνος (1953-1973), που συμμετείχε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του με μια νάιλον σακούλα στο κεφάλι, ένας φόνος που καταγράφηκε ως αυτοκτονία. Ενδεικτικές είναι και οι δολοφονίες στρατιωτών προτού απολυθούν. Ένα από τα θύματα, ο Γιάννης Φουντουλάκης (1950-1972) «φέρεται ότι πέθανε από καρδιακή προσβολή στο στρατόπεδο [όπου] υπηρετούσε, αλλά κατά την εκταφή το 1975 διαπιστώθηκε τρύπα από σφαίρα στην ωμοπλάτη³».
Μισό αιώνα μετά την πτώση της χούντας, η κρατική βία, οι δολοφονίες και οι βασανισμοί παραμένουν βασικό συστατικό του κράτους. Τα θύματά τους εξακολουθούν να είναι κομμουνιστές και αναρχικοί (η περίπτωση του Βασίλη Μάγγου είναι ενδεικτική), αλλά η συντριπτική πλειοψηφία αφορά πρόσφυγες και μετανάστες.
Πέρα από αυτούς τους άμεσους φόνους, υπάρχουν και οι περιπτώσεις των «έμμεσων» δολοφονιών, όπου το καθεστώς προκάλεσε θανάτους χωρίς να τραβήξει τη σκανδάλη, μέσα από τους βασανισμούς, τις εξορίες και την τρομοκρατία. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις του στρατιωτικού Ιωάννη Βάρσου (1921-1973) και του αστυνομικού Φώτιου Τσιτσιρίγκου (1939-1972), οι οποίοι αυτοκτόνησαν μετά από βασανιστήρια (ο πρώτος) και εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική απ’ την αστυνομία (ο δεύτερος)⁴.
Δυστυχώς, η Μεταπολίτευση συντήρησε το καθεστώς σιωπής γύρω απ’ αυτούς τους θανάτους, απρόθυμη να «ξεθάψει» τα όσα η δικτατορία έθαψε. Σχεδόν όλες οι υποθέσεις που προέκυψαν απ’ τις καταγγελίες συγγενών των θυμάτων μπήκαν στο αρχείο, «είτε “ελλείψει στοιχείων”, είτε με τους αρμόδιους να επικαλούνται πορίσματα που είχαν εκδοθεί επί χούντας». Ακόμα και σήμερα, τα αρχεία του στρατού και της αστυνομίας απ’ την περίοδο της δικτατορίας παραμένουν κλειστά.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, έρευνες όπως αυτή του Βεριώνη λειτουργούν ως ένα ξεσκέπασμα των εγκλημάτων της χούντας. Τιμούν τη μνήμη των νεκρών και τους λυτρώνουν από τον «δεύτερο θάνατο» στον οποίον τους καταδίκασε το κράτος: τον θάνατο «της λήθης». Υπό μια ορισμένη οπτική, αυτό είναι και το νόημα της επετείου του Πολυτεχνείου σήμερα: η ανασύνταξη της ιστορικής μνήμης, η προστασία της αλήθειας από αυτούς που επιχειρούν να συσκοτίσουν το παρελθόν, «ακριβώς επειδή έχουν συνείδηση της δύναμης της Ιστορίας – και τη φοβούνται⁵».
Όμως, όπως σημειώνει ο Γιώργος Βάρσος, γιος του στρατιωτικού Ιωάννη Βάρσου, αυτή η ανασύνταξη της μνήμης δεν είναι «σκέτη γνώση παρελθόντος», αλλά «τρόπος να κοιτάμε το παρόν μας», λιγότερο «μνήμη» και περισσότερο «αναγνώριση, απελευθέρωση, ζωντάνεμα» της αντίληψής μας. Το να αναγνωρίζουμε τη βία του δικτατορικού καθεστώτος, τους φόνους, τα βασανιστήρια και τις εξορίες, απαιτεί να καταλάβουμε ότι αυτές οι μορφές κρατικής βίας δεν ξεκινούν με τη δικτατορία, ούτε σταματούν με την πτώση της.
Οι εξορίες δεν ανακαλύφθηκαν απ’ τη χούντα, αλλά συνέβαιναν τακτικά μέχρι το 1962, ενώ οι εκτελέσεις κομμουνιστών αγωνιστών σταμάτησαν το 1955. Αυτοί οι μηχανισμοί ήταν ήδη έτοιμοι το 1967. Οι συνταγματάρχες δεν τους εφηύραν, αλλά τους κληρονόμησαν απ’ τη δημοκρατία. Επιπλέον, μετά την πτώση της χούντας, δεν υπήρξε ξήλωμα των ανθρώπων που στελέχωσαν τα πιο βίαια όργανά της. Οι δολοφόνοι και οι βασανιστές διατήρησαν τα πόστα τους στη δικαιοσύνη, στην αστυνομία και στον στρατό.
Μισό αιώνα μετά την πτώση της χούντας, η κρατική βία, οι δολοφονίες και οι βασανισμοί παραμένουν βασικό συστατικό του κράτους. Τα θύματά τους εξακολουθούν να είναι κομμουνιστές και αναρχικοί (η περίπτωση του Βασίλη Μάγγου είναι ενδεικτική), αλλά η συντριπτική πλειοψηφία αφορά πρόσφυγες και μετανάστες. Χωρίς να εξισώνουμε τη δημοκρατία με τη χούντα, και αναγνωρίζοντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της δικτατορίας, μπορούμε να εντοπίσουμε μια ξεκάθαρη γραμμή κρατικής βίας και νεκροπολιτικής εξουσίας που διαπερνά τα διάφορα –δημοκρατικά και μη– καθεστώτα.
Ο βασανισμός και ο θάνατος του Μοχάμεντ Καμράν Ασίκ απ’ την αστυνομία στο Α.Τ. Αγίου Παντελεήμονα στα τέλη του Σεπτέμβρη και ο θάνατος του Μία Χαριζούλ στο Α.Τ. Ομόνοιας μόλις δέκα μέρες μετά∙ οι δολοφονίες των Ελλήνων Ρομά∙ τα φονικά pushbacks∙ οι κρατικές δολοφονίες 22 ανθρώπων μέσα στο καλοκαίρι του ’23 (672 αν μετρήσουμε τα θύματα του εγκλήματος στην Πύλο)∙ όλα αυτά δεν δείχνουν μόνο τις ρατσιστικές διαβαθμίσεις στην αξία της ζωής στη σύγχρονη Ελλάδα. Αποκαλύπτουν, ταυτόχρονα, τη βαναυσότητα της δημοκρατίας, η οποία δεν διστάζει να επαναφέρει τον σκληρό, φονικό και «χουντικό» πόλο της κρατικής εξουσίας όταν το κρίνει απαραίτητο.
Υπό αυτήν τη σκοπιά, το νόημα της επετείου του Πολυτεχνείου σήμερα δεν είναι η απλή τίμηση των θυμάτων, ούτε ένας πανηγυρισμός για το θριαμβευτικό πέρασμα στη δημοκρατία. Απεναντίας, είναι μνήμη κι αγώνας ενάντια σε κάθε μορφή κρατικού αυταρχισμού και βίας, σε μηχανισμούς που λειτουργούν αθόρυβα μες στο εδώ και τώρα, σε μια αλήθεια που είναι πολύ επίπονη, πολύ επίκαιρη, πάρα πολύ δική μας.
1. Δημήτρης Βεριώνης, Θάνατοι στη Χούντα, εκδ. Τόπος, 2024, σ. 318.
2. Ό.π., σ. 20.
3. Ό.π., σ. 260-276, 253-260, 519-521.
4. Ό.π., σ. 359-364, 402-406.
5. Γιώργος Βάρσος, στο «Θάνατοι στη Χούντα - Δημήτρης Βεριώνης - Εκδόσεις Τόπος», Youtube, 1:01:30-1:02:28.