ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ της σύγχρονης Ελλάδας, ο Κώστας Σημίτης τροφοδότησε εντάσεις που έρχονταν σε αντίθεση με τη χαμηλότονη, κατ’ επίφαση ανιαρή, «καθηγητική» εικόνα.
Ας το παραδεχτούμε: για ένα, κατά τεκμήριο μειοψηφικό, τμήμα του λαού υπήρξε ο «Ευρωπαίος ορθολογιστής» σε μια κοινωνία που έπασχε από τη σύγχυση επιθυμίας και πραγματικότητας. Για πολλούς άλλους όμως ο Σημίτης έγινε ο κατεξοχήν μεσολαβητής των «άνωθεν εντολών»: πρόσωπο-όργανο της «νέας τάξης πραγμάτων», ένας μεταφυτευτής της νεοφιλελεύθερης τεχνοκρατίας στη σοσιαλιστική παράταξη, φορέας ιδεών πολιτισμικής αποξένωσης (για λαϊκοδεξιούς) και πολιτικός της αντιλαϊκής λιτότητας (για πολλούς μέσα στην αριστερά).
Είναι μάλλον σπάνιο φαινόμενο πρόσωπα που θεωρήθηκαν μετριοπαθή και μετρημένα να γεννούν πάθη και αντιθέσεις. Όμως αν δει κανείς το εργοβιογραφικό σύνολο, θα αντιληφθεί ότι ο Σημίτης ήταν μια σύνθεση του προβλέψιμου με το απρόβλεπτο. Αν σταθούμε σε τίτλους και κείμενα από την προδικτατορική περίοδο, τα χρόνια της δικτατορίας και ακόμα και μέχρι τη δεκαετία του 19901, θα σχηματίσουμε το προφίλ ενός ανθρώπου με τις ιδιότητες του κεντροαριστερού επιστήμονα, του επίμονου οργανωτικού στις εκάστοτε αποστολές του αλλά και του συνομιλητή-γνώστη ανθρώπων και πολύ διαφορετικών ρευμάτων. Ενός Αθηναίου αστού που ενώ η ιδιοσυγκρασία του βρίσκεται εξαρχής κοντά στον σοσιαλδημοκρατικό εξελικτισμό, σε μια ιδέα περί δημοκρατικού σοσιαλισμού κατά μεγάλο μέρος επηρεασμένη από τη Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, το φάσμα των επιλογών του περιέλαβε και πολύ πιο τολμηρές εκφράσεις.
Ήταν ο Σημίτης «νεοφιλελεύθερος»; Ούτε ως καθηγητής ούτε ως πολιτικός και πρωθυπουργός είχε συγγένεια πνεύματος με τον αγγλοσαξωνικό νεοφιλελευθερισμό και τις ατομικιστικές εμμονές. Η αλήθεια είναι ότι η δημόσια φιλοσοφία του Σημίτη παρέμεινε έως τέλους ένας σοσιαλδημοκρατικός εξελικτισμός. Ενώ μάλιστα περνούσαμε το κατώφλι της ύστερης Μεταπολίτευσης, το μότο έμενε αμετακίνητο. Και τότε η αισθητική εναντίωση σε ιδέες και συνθήματα του «λαϊκιστικού ΠΑΣΟΚ» γινόταν στην πράξη μια άτυπη συμπόρευση με κοινά και επιθυμίες της φιλελεύθερης δεξιάς.
Τα χαρακτηριστικά στα οποία επενδύουν σήμερα πολλοί οπαδοί ενός «κεντρώου ορθολογιστή» Σημίτη –οι περισσότεροι αγκυροβολημένοι από καιρό στην κεντροδεξιά– συντονιζόταν με άλλα, πολύ διαφορετικά ενδιαφέροντα από την πλευρά του. Δεν ήταν απλώς οι βόμβες που έβαζε στη δικτατορία. Ήταν διαβάσματα, επαφές και θεωρητικές αναφορές που απλωνόταν σε όλες τις γωνίες της αριστερής σκέψης και πράξης.
Η διανοητική περιέργεια του Σημίτη ήταν ένα κοινό της γενιάς που θα ιδρύσει τον Όμιλο Παπαναστασίου. Χωρίς τη λόγια κεντροαριστερά και το μίγμα ρεαλισμού και ιδεαλιστικού ακτιβισμού που τη συγκινούσε, δεν μπορούμε να καταλάβουμε την ιδιαιτερότητα του Σημίτη, ούτε καν τη διαμόρφωση της ύστερης πολιτικής του ταυτότητας. Από εκεί και πέρα όμως, ο σοσιαλδημοκρατικός εξελικτισμός μπορεί να αφεθεί σε πολιτικές και ιδεολογικές παραμορφώσεις που θα φανούν αργότερα.
Η επιμονή στην «ανάπτυξη» και στον «εκσυγχρονισμό» ενδέχεται, ας πούμε, να μετατραπεί σε όχημα πολιτικής ενδυνάμωσης για συμφέροντα που δεν είχαν καμιά σχέση ούτε καν με μια μετριοπαθή σοσιαλδημοκρατική ρύθμιση. Η υποτίμηση της σημασίας των δημοκρατικών ελέγχων, η σύγχυση του ορθολογισμού με έναν ρηχό φιλελεύθερο αντιλαϊκισμό, η αδυναμία ή και απροθυμία κατανόησης των κινδύνων από την τερατώδη μεγέθυνση της διαπλοκής και της διαφθοράς, είναι πολύ σημαντικά ζητήματα για να θεωρηθούν λεπτομέρειες της ιστορίας.
Ο Σημίτης δεν αποθάρρυνε τη δημιουργία ενός πολύ πιο δεξιού «σημιτισμού» που μιλούσε στο όνομά του και ακόμα και τώρα τον διεκδικεί. Ενώ ο ίδιος και το ρεύμα που τον γέννησε είχε αναφορές και σε έναν κοινωνικό ανθρωπισμό με χειραφετητικά ενδιαφέροντα και ιδέες πολιτισμικής ανανέωσης (το ίχνος του Ομίλου Παπαναστασίου και της Δημοκρατικής Άμυνας), αυτά έμειναν εκτός πολιτικής, σαν να αποτελούσαν απλώς προσωπικά γούστα. Οι κοινωνικές και ταξικές συμμαχίες του κύριου εκσυγχρονιστικού ρεύματος κατευθύνθηκαν στα ανώτερα στρώματα και στους πόλους κοινωνικής ισχύος και πλούτου. Ενώ οι αφετηριακές ευαισθησίες της κεντροαριστεράς –της διαμορφωμένης στη δεκαετία του '60– είχαν στον πυρήνα τους την κοινωνική δικαιοσύνη, ο ύστερος εκσυγχρονισμός θεώρησε πως η δικαιοσύνη θα έλθει σε δεύτερο χρόνο μετά τον «λειτουργικό» εξευρωπαϊσμό της χώρας: μετά τα έργα, την εμβάθυνση της σχέσης με την Ευρώπη και μια ορισμένη δημοσιονομική τακτοποίηση.
Ήταν ο Σημίτης «νεοφιλελεύθερος»; Ούτε ως καθηγητής ούτε ως πολιτικός και πρωθυπουργός είχε συγγένεια πνεύματος με τον αγγλοσαξωνικό νεοφιλελευθερισμό και τις ατομικιστικές εμμονές. Η αλήθεια είναι ότι η δημόσια φιλοσοφία του Σημίτη παρέμεινε έως τέλους ένας σοσιαλδημοκρατικός εξελικτισμός. Ενώ μάλιστα περνούσαμε το κατώφλι της ύστερης Μεταπολίτευσης, το μότο έμενε αμετακίνητο. Και τότε η αισθητική εναντίωση σε ιδέες και συνθήματα του «λαϊκιστικού ΠΑΣΟΚ» γινόταν στην πράξη μια άτυπη συμπόρευση με κοινά και επιθυμίες της φιλελεύθερης δεξιάς.
Αυτό συνέβη συχνά για τακτικούς λόγους και στη βάση μιας κοινής πίστης (στην Ελλάδα της Ευρώπης), όμως πήρε διαστάσεις που οδήγησαν σε έναν σημιτισμό ερήμην του Σημίτη: έναν σημιτισμό ξένο πια προς την Αριστερά, στο όνομα ενός φανταστικού ορθολογικού αστισμού και της μονοσήμαντης μάχης με το «παλιό». Τα μοντέρνα τέρατα έμεναν στο απυρόβλητο για να επικεντρωθεί ο πόλεμος στις συντεχνίες των υπαλλήλων.
Όλα αυτά νομίζω θα πρέπει να συζητηθούν με άλλους όρους. Ο θάνατος του Κώστα Σημίτη μάς υπενθυμίζει την πολύπλοκη και αινιγματική φύση των δημόσιων προσώπων στο θερμό εργαστήριο της ελληνικής ιστορίας. Οι απλοϊκές απεικονίσεις είναι αναπόφευκτες, ιδίως όταν το πρόσωπο για το οποίο μιλάμε προκάλεσε ανταγωνιστικά πάθη και αλληλοαποκλειόμενες ερμηνείες.
Δεν είναι απαραίτητο όμως να δανειστούμε το ζεύγος του φωτός και του σκότους για οποιαδήποτε αποτίμηση. Εξάλλου, ο ίδιος ο Σημιτης αποστρεφόταν τη ρητορική αυτή και την κακή θεολογία που βλέπει είτε σωτήρες της χώρας είτε ολετήρες του έθνους. Στη δική μου πρόσληψη των πραγμάτων, ο Σημίτης είχε μαζί του μια ορισμένη ιδέα της πολιτικής και της Ελλάδας. Αυτή είχε κατά νου και από ένα σημείο και έπειτα έπεισε τον εαυτό του πως δεν πρέπει να βλέπει άλλες δυνάμεις και εξελίξεις που έβγαιναν έξω από το πλαίσιο.
Γύρω του όμως είχε πάρει σάρκα και οστά μια Ελλάδα που χρεοκοπούσε ανεπαισθήτως, ακόμα και όταν κέρδιζε πόντους και επιβραβευόταν. Πολλοί από τους ηττημένους ή τους απογοητευμένους της χώρας θα στρέφονταν με μένος εναντίον του. Τώρα, δεκαετίες μετά την πρωθυπουργία του, ο θάνατος έρχεται να επαναφέρει τα ανοιχτά ερωτήματα και τα συναισθήματα που πάντα συντρόφευαν αυτά τα ερωτήματα.
Το τελικό παράδοξο είναι πως η κληρονομιά του Κώστα Σημίτη δεν θα παιχτεί μόνο ή κυρίως στις αναλύσεις και στις αποτιμήσεις των πολιτικών του επιλογών ή της πρωθυπουργίας του. Θα κριθεί εξίσου, αν όχι περισσότερο, και από τα συναισθήματα και τις δικές τους «χημικές» αντιδράσεις. Με όσα δίκαια ή άδικα μεταφέρει μαζί της η δημοκρατία των συναισθημάτων, ιδίως σε αυτή την εποχή των social media που ο Σημίτης δεν πρέπει να την πολυσυμπαθούσε.
1. Όσοι-ες θα είχαν την όρεξη, ας ανατρέξουν στο τεράστιο υλικό (εν μέρει ψηφιοποιημένο) του Ιδρύματος Κωνσταντίνου Σημίτη, όπου πέφτει κανείς σε πολλές εκπλήξεις.