«ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΑΚΡΙΒΩΣ τι μετέφερε το εμπορικό φορτίο», αλλά τελικά δεν το γνωρίζουμε ακριβώς. «Δεν υπήρχε τίποτα εύφλεκτο», αλλά τελικά «όλα είναι ανοιχτά». Όποιος ρωτάει πολλά είναι «ψέκα» (όπως παλιά!), αλλά τελικά μπορεί και να ’χε δίκιο. «Αυτό που φάνταζε απίθανο, μπορεί να είναι πιθανό».
«Διπλοσκέψη είναι η ικανότητα να έχεις ταυτόχρονα δύο αντιφατικές μεταξύ τους πεποιθήσεις και να τις ενστερνίζεσαι και τις δύο. Ο κομματικός διανοούμενος γνωρίζει προς ποια κατεύθυνση πρέπει να μεταβληθούν οι αναμνήσεις του· γνωρίζει, επομένως, και ότι παίζει παιχνίδια με την πραγματικότητα. Ωστόσο, έχοντας εξασκηθεί στη διπλοσκέψη, πείθει τον εαυτό του ότι δεν υπάρχει διαστρέβλωση της πραγματικότητας».¹
Ένα ακόμα παράδειγμα από τον ίδιο οργουελικό. Το 2022, από το βήμα της Βουλής, δηλώνει πως άκουσε «με προσοχή και, δεν σας κρύβω, με συγκίνηση, όσα κατέθεσαν οι εκπρόσωποι των intersex ατόμων στην Επιτροπή […] Οι ειδικοί μάς λένε ότι σχεδόν ένας στους εκατό ανθρώπους μπορεί να γεννιέται με κάποια παραλλαγή φύλου». Όμως, τη μέρα μετά την ορκωμοσία του Τραμπ γελάει ειρωνικά πριν πει: «Τυχαίνει να πιστεύω ότι υπάρχουν δύο φύλα: το αρσενικό και το θηλυκό. Αυτή είναι και η προσωπική μου άποψη, αυτό μας λέει και η βιολογία».
Γεννιέται το ερώτημα: μας θεωρούν χαζούς; «Κομματικούς διανοούμενους»; Χρυσόψαρα; Παιδάκια; Όσο δελεαστική κι αν φαίνεται μια τέτοια προσέγγιση, φοβάμαι πως η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο στρυφνή.
Εδώ και αρκετά χρόνια, ο λόγος που εκφέρεται στην πολιτική σφαίρα δεν έχει καμία αξία. Οι λέξεις έχουν διαχωριστεί από τα πράγματα που ψηλαφούν ή αποκαλύπτουν, αποκτώντας μια αυτόνομη ισχύ· η λειτουργία της ομιλίας έχει παραμορφωθεί.
Εδώ και αρκετά χρόνια, ο λόγος που εκφέρεται στην πολιτική σφαίρα δεν έχει καμία αξία. Οι λέξεις έχουν διαχωριστεί από τα πράγματα που ψηλαφούν ή αποκαλύπτουν, αποκτώντας μια αυτόνομη ισχύ· η λειτουργία της ομιλίας έχει παραμορφωθεί. «Επικοινωνιακό και μόνο πλέον όργανο, η γλώσσα δεν είναι πια καθαυτή πραγματικότητα αλλά εργαλείο με το οποίο γίνονται επεμβάσεις στο πραγματικό, επιτυγχάνονται αποτελέσματα σύμφωνα με τις λίγο ή πολύ συνειδητές στρατηγικές. Οι λέξεις μπαίνουν στην κυκλοφορία μόνο και μόνο για να διαστρεβλώσουν. Όλα ταξιδεύουν με ψεύτικες σημαίες. […] Καμία υπαναχώρηση μπροστά στα παράδοξα».²
Αν ο πρωθυπουργός μπορεί να βγαίνει στον Σρόιτερ και μέσα σε είκοσι λεπτά να παραδέχεται όλα όσα η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ της συγκάλυψαν, στιγμάτισαν, λογόκριναν κι εξόρισαν απ’ τον δημόσιο λόγο τα τελευταία δύο χρόνια, αυτό δεν αποδεικνύει την «ανειλικρίνεια» ορισμένων πολιτικών ή την ηλιθιότητα αυτών που τους ψηφίζουν αλλά το απλό γεγονός ότι η κοινωνική χρήση της γλώσσας έχει πια φαλιρίσει.
«Οι πόλεμοι γίνονται στο όνομα της ειρήνης. Οι εργοδότες “προσφέρουν εργασία”. […] Οι προδότες διαβεβαιώνουν για την ειλικρίνεια και την αφοσίωσή τους. [...] Από τη μία οι αληθινές πρακτικές και από την άλλη τα λόγια, η αμείλικτη αντίστιξή τους, διαφθορά της κάθε έννοιας, καθολική εξαπάτηση του εαυτού μας και των άλλων. Μονίμως το ζητούμενο είναι να διαφυλαχθούν ή να διευρυνθούν τα συμφέροντα».³
Ως εκ τούτου, είναι ανώφελο να επιδιδόμαστε στη συνήθη κριτική του λόγου της εξουσίας, περιμένοντας κάποια αλήθεια ή αναγνώριση απ’ όσους τον εκφέρουν κι αντιμετωπίζοντας τους πολιτικούς «ως κάτι [ενιαίο] και συνεκτικό» την ίδια στιγμή που εκείνοι δρουν «πολλαπλά και χαοτικά».[4] Σ’ όλο τον κόσμο πια, οι πολιτικοί φέρονται σαν τον Τραμπ: «Πρότεινε αυτό, υποδήλωσε το άλλο, πες ψέματα για το χθες, ανακήρυξε το αναπόφευκτο αυτού που είναι να έρθει, υποχώρησε από μία θέση ενώ προχωράς σε δύο ακόμα, διάψευσε τον εαυτό σου, […] συσκότισε την προβλεψιμότητα μέσα σε μια πυκνή ομίχλη δυνατότητας».[5]
Η καταγγελία και η σάτιρα αποδεικνύονται ανίκανες μπροστά σ’ αυτό το φαινόμενο. Όσα εμπεριστατωμένα κείμενα και να παραγάγει η αριστερά, όσα αστειάκια ή rant και να πληκτρολογήσουν οι γραφιάδες των social, όσα εξευτελιστικά κλιπάκια και να παίξει το Luben, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο, γιατί το πεδίο της σύγκρουσης βρίσκεται πλέον αλλού, μακριά από την επικοινωνιακή λειτουργία της γραφής και της ομιλίας.
Όχι ότι δεν γίνονται βήματα σ’ αυτό το άλλο πεδίο. Η συγκέντρωση 150.000 ανθρώπων στην Αθήνα και άλλων τόσων στην υπόλοιπη χώρα είναι σημαντική. Όμως αυτές οι συγκεντρώσεις δεν παράγουν ένα κίνημα με νέα αιτήματα και νέους συσχετισμούς. Ακόμη και τώρα, το μεγαλύτερο κομμάτι των διαδηλωτών αγωνίζεται για την ορθή απόδοση της κρατικής δικαιοσύνης, βγαίνει στον δρόμο για να στείλει «ένα ηχηρό πολιτικό μήνυμα, ικανό να ασκήσει πίεση στους αρμόδιους θεσμούς».[6]
Φυσικά, η επιθυμία των οικογενειών των θυμάτων για αναγνώριση και απόδοση ευθυνών από την κρατική Δικαιοσύνη είναι απολύτως σεβαστή, ο δε αγώνας τους αξιέπαινος και συγκινητικός.
Όταν, όμως, ένα ολόκληρο «κοινωνικό γεγονός» θέτει ως ορίζοντά του την ορθή λειτουργία της κρατικής εξουσίας, φτάνουμε σ’ ένα πραγματικό παράδοξο. Όπως επισημαίνει στο σχετικό του κείμενο το Κενό Δίκτυο, το αίτημα απόδοσης δικαιοσύνης «επενδύεται από τη μεγάλη μάζα των διαδηλωτών στο κράτος δικαίου [και] στην απαίτηση το κράτος δικαίου να ανταποκριθεί στην έννοιά του». Αλλά αυτή η προσδοκία είναι δομικά αντιφατική, εν γένει κυκλική: «Η υπαρκτή αποτυχία του κράτους δικαίου να ανταποκριθεί στην έννοιά του προσδοκάται να ξεπεραστεί μέσα από μια τέτοια ανταπόκριση».[7]
Παραφράζοντας τον Ian Allan Paul, θα λέγαμε πως «στην τρομακτική σκιά [του εγκλήματος των Τεμπών], η Αριστερά ψάχνει την ασφάλεια στους ίδιους θεσμούς που έκαναν εφικτή την ύπαρξή του».[8]
Στον βαθμό που αντιδρά στη θρασύτητα των πολιτικών και στο ανελέητο gaslighting των κρατικών θεσμών –και στον βαθμό που δεν προσμένει μια πιο «ειλικρινή» και «σωστή» διακυβέρνηση–, το αίτημα για δικαιοσύνη παράγει αντιστάσεις. Ωστόσο, η ανάδυση της αλήθειας και η άρνηση της επικράτειας του double speak είναι μόνο το πρώτο βήμα στην απόδοση της δικαιοσύνης. Ακολουθεί η τιμωρία των ενόχων αλλά και η ανατροπή της κατάστασης που επέτρεψε την αδικία να συμβεί. Σίγουρα δεν μπορούμε να περιμένουμε απ’ αυτούς που μας στερούν το οξυγόνο να μας βοηθήσουν ν’ ανασάνουμε ούτε και να ζητάμε «έλεος» απ’ όσους μας τσακίζουν.
[1] George Orwell. (2021 [1949]). 1984, (μτφρ. Ανδρέας Παππά). Πατάκης, σ. 321-322.
[2] Αόρατη Επιτροπή. (2018). Τώρα, (μτφρ. Μυρτώ Ράις, Ρούλα Δημοπούλου). OPPORTUNA, σ. 19-20.
[3] Ό.π., 20.
[4] Ian Alan Paul. (2024 [2017]). 10 προκαταρκτικές θέσεις για τον Τραμπ (μτφρ. Νίκος Χαραλαμπόπουλος). Hangover, §2. https://hangovertheory.substack.com/p/10
[5] Ό.π., §1.
[6] Κενό Δίκτυο. (2 Φεβρουαρίου, 2025). Περιμένοντας τη Δικαιοσύνη. Κενό Δίκτυο. https://voidnetwork.gr/2025/02/01/keno-diktyo-perimenontas-tin-dikaiosuni/
[7] Ό.π. Είναι αμφίβολο το κατά πόσο το σύγχρονο ελληνικό κράτος –με τη συστηματική απαξίωση των δικαιϊκών θεσμών, την αμοιβαία συνενοχή των κέντρων εξουσίας, τη βαθύτατη διαπλοκή κράτους και επιχειρηματιών– μπορεί ν’ ανταποκριθεί πραγματικά σε αυτό το αίτημα δικαιοσύνης. Η τελευταία διετία συντονισμένης απαξίωσης και ατιμωρησίας υπονοεί πως δεν μπορεί – ή, μάλλον, δεν θέλει, ούτε και αναγκάζεται.
[8] Ian Alan Paul, §4.