Οι ιδέες και το γράψιμο είναι συνυφασμένα με τη ζωή της Pamela Paul. Την έχουν χαρακτηρίσει ένα από τα πιο δημιουργικά και φιλοπερίεργα μυαλά, ενώ οι «New York Times», στους οποίους εργάζεται, έχουν εξάρει τις καινοτομίες που εισήγαγε στον κόσμο των βιβλίων. Από τον Μάρτιο του 2022 συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους αρθρογράφους της φημισμένης εφημερίδας, ενώ για πολλά χρόνια ήταν υπεύθυνη του «The New York Times Book Review». Πριν ενταχθεί στους κόλπους της ήταν συνεργάτιδα του περιοδικού «Time», ανταποκρίτρια του «The Economist» και αρθρογραφούσε σε άλλα γνωστά μέσα, όπως το «The Atlantic», η «Washington Post» και η «Vogue».
Κατά καιρούς έχει ζήσει στην Ταϊλάνδη, τη Γαλλία και τη Βρετανία, ενώ σήμερα ζει στη Νέα Υόρκη με τον σύζυγο και τα παιδιά της. Έχει μεγαλώσει στο Λονγκ Άιλαντ, σπούδασε Ιστορία και όταν αποφοίτησε αποφάσισε να μείνει σε μια μικρή πόλη της Ταϊλάνδης, θέλοντας να δει αν θα μπορούσε να ζήσει κάπου χωρίς επαφές, μαθαίνοντας ταυτόχρονα μια νέα κουλτούρα και γλώσσα. Σήμερα είναι συγγραφέας οκτώ βιβλίων, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που τα κείμενά της έχουν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων. Από τα θέματα που έχει γράψει για τους «New York Times», η προσχολική κατάθλιψη, ο αγώνας ενός ζευγαριού λεσβιών για την υιοθέτηση ενός ανάδοχου μωρού στη Βιρτζίνια, η ανάλυση τού γιατί πρέπει να διαβάζεις βιβλία που μισείς, η εξιστόριση τού τι συμβαίνει όταν είσαι έγκυος και παθαίνεις καρκίνο είναι μερικά από τα αγαπημένα της.
«Νομίζω ότι οι άνθρωποι έχουν γίνει υπερβολικά επιρρεπείς στην ανησυχία για το "τι σκέφτεται το Διαδίκτυο", χωρίς να αναγνωρίζουν ότι ο καθένας από εμάς βλέπει μόνο μια μικρή γωνιά του Διαδικτύου, που δημιουργείται από τον αλγόριθμο, και που διαφέρει για κάθε άτομο».
Η συζήτησή μας έγινε με αφορμή τη συμμετοχή της στο 11ο Athens Democracy Forum, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα από τις 27 μέχρι τις 29 Σεπτεμβρίου 2023. Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για τον διασυνδεδεμένο κόσμο μας, το μέλλον της έντυπης δημοσιογραφίας, την επιρροή των social media, το αποτύπωμα της πολιτικής ορθότητας, τον φεμινισμό καθώς και τη λογοτεχνική κριτική.
— Τι τίτλο θα δίνατε στην εποχή μας και γιατί;
Μπορώ να σκεφτώ πολλούς τίτλους, καθώς δεν ξέρω αν ένας μόνο μπορεί να αποτυπώσει πλήρως αυτή την περίοδο. Αλλά αν είναι να επιλέξω έναν πιθανό τίτλο, θα σας έλεγα ότι αυτός είναι «Η εποχή της δυσαρέσκειας». Με όλη την πρόοδο της τεχνολογίας και την κατακλυσμιαία διάδοση της πληροφορίας, έχουμε δει να επικρατούν χαμηλοί βαθμοί ικανοποίησης εκ μέρους της κοινωνίας, ή τουλάχιστον, μια αυξημένη αίσθηση δυσαρέσκειας.
— Τι σημαίνει να είσαι γυναίκα στις μέρες μας; Συμφωνείτε ή διαφωνείτε ότι σήμερα παραμένει ο μισογυνισμός ισχυρός και διαδεδομένος;
Καταρχάς, για μένα, το να είσαι γυναίκα έχει σχεδόν μια καθαρά βιολογική σημασία. Είμαι γυναίκα επειδή γεννήθηκα έτσι, και αυτό είναι ένα αιώνιο και αμετάβλητο επιστημονικό γεγονός. Όλα τα άλλα μάς επιβάλλονται κοινωνικά και πολιτισμικά και μπορούμε να υποταχθούμε σε αυτά ή να τα απορρίψουμε. Σίγουρα πιστεύω ότι ο μισογυνισμός είναι έντονος και διαδεδομένος παγκοσμίως. Αλλάζει μορφές και τακτικές με την πάροδο του χρόνου, αλλά παραμένει ένας από τους πιο ισχυρούς τρόπους άσκησης εξουσίας και γι' αυτό είναι ανθεκτικός.
— Ποιο θα λέγατε ότι είναι το νέο πρόσωπο των media;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει ένα ενιαίο πρόσωπο στα μέσα ενημέρωσης, επειδή τα ΜΜΕ έχουν γίνει τόσο κατακερματισμένα και, δυστυχώς, τόσο ανεπαρκώς αντιπροσωπευτικά των ανθρώπων που τα καταναλώνουν (ή, δυστυχώς, δεν τα καταναλώνουν).
— Ωστόσο, πιστεύετε ότι έχουν μέλλον οι εφημερίδες και τα περιοδικά;
Ναι, αλλά νομίζω ότι προϋποθέτει μια μεγάλη δέσμευση και πόρους για την υποστήριξη του μοντέλου. Η καλή δημοσιογραφία κοστίζει χρήματα και πρέπει να πληρώνεται. Η παρεξηγημένη ιδέα ότι «η πληροφόρηση πρέπει να παρέχεται δωρεάν» δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να πληρώνουν για την πληροφόρηση. Νομίζω ότι αν γίνουν περισσότερες ρυθμίσεις στο Διαδίκτυο, πράγμα που θα ήταν καλό, οι άνθρωποι θα βασίζονται όλο και περισσότερο σε αξιόπιστες και επιμελημένες πηγές πληροφοριών. Πρέπει να κοσκινίζουμε τον βούρκο για να συλλέγουμε αληθινές, ανεξάρτητες και ειλικρινά μεταδιδόμενες πληροφορίες. Μέσα σε έναν ωκεανό ειδήσεων και παραπληροφόρησης, οι άνθρωποι διψούν περισσότερο για αξιόπιστες πληροφορίες.
— Ποιοι λόγοι σας οδήγησαν στην ενασχόλησή σας με τη δημοσιογραφία;
Έγινα συγγραφέας και δημοσιογράφος επειδή είμαι περίεργη. Θέλω πάντα να μαθαίνω περισσότερα και η δημοσιογραφία είναι η δίοδος που σε οδηγεί στη γνώση. Δηλαδή είσαι διαρκώς μαθητής, χωρίς να είσαι πραγματικά στο σχολείο. Τίποτα δεν με συναρπάζει περισσότερο από το να ανακαλύπτω μια ανείπωτη ιστορία και να παίρνω συνεντεύξεις από ανθρώπους που αφηγούνται τις εμπειρίες και τις γνώσεις τους. Λατρεύω το ρεπορτάζ και λατρεύω επίσης ολόκληρη τη διαδικασία της συγγραφής, από τη σύλληψη της κύριας παραγράφου μέχρι τις τελευταίες πινελιές της διαδικασίας επιμέλειας.
— Τι είναι αυτό που αγαπάτε στη δημοσιογραφία και ποια συμβουλή θα δίνατε σε έναν νέο δημοσιογράφο;
Θα συμβούλευα έναν επίδοξο δημοσιογράφο να βρει ένα θέμα ή έναν τομέα εξειδίκευσης ή έναν τομέα ρεπορτάζ που τον ενδιαφέρει και να αναπτύξει το υλικό του γύρω από αυτό. Για παράδειγμα, το τοπικό ρεπορτάζ ή αυτό που αποκαλούμε ελεύθερο ρεπορτάζ επαρχίας, ειδικότερα, αποτελεί μια τεράστια ευκαιρία. Υπάρχει μεγάλη έλλειψη ρεπορτάζ για το τι συμβαίνει σε όλη τη χώρα –και σε πολλά μέρη διεθνώς– σε τοπικό επίπεδο, στα δημοτικά κτίρια, στις μεγάλες και στις μικρότερες πόλεις. Πάρα πολλά μέσα ενημέρωσης επικεντρώνονται στις μεγάλες πόλεις. Βρείτε νέες ιστορίες να διηγηθείτε και πείστε τους αναγνώστες ότι είναι σημαντικές.
— Τι σημαίνει για εσάς να είστε αρθρογράφος των «New York Times»;
Είναι μια μεγάλη ευκαιρία, τεράστια ευθύνη και νιώθω πραγματικά χαρούμενη. Είναι συναρπαστικό να έχω την ελευθερία να γράφω για θέματα που θεωρώ σημαντικά, να τα μοιράζομαι με τους αναγνώστες μας και τον ευρύτερο κόσμο και να μπορώ να γράφω αυτό που θεωρώ ως αλήθεια ή να προβάλλω το ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ μιας άποψης. Απολαμβάνω τη δυνατότητα να εκφράζω τη δική μου άποψη με τρόπο που είτε θα έχει απήχηση στους αναγνώστες μας είτε θα τους κάνει να αμφισβητήσουν τις υποθέσεις τους ή να ανοίξουν τα μάτια τους σε μια νέα προοπτική. Υποστηρίζω σθεναρά την αποστολή των «Times» να γράφουν χωρίς φόβο ή μεροληψία και εκτιμώ την ευκαιρία να την υποστηρίξω σε ένα ολοένα και πιο πολωμένο πολιτικό περιβάλλον, το οποίο συχνά ευνοεί απόψεις που αντανακλούν αυτό που θέλουν να ακούσουν οι κομματικοί μηχανισμοί, παρά αυτό που πρέπει να ακούσουν ή τα γεγονότα ενός θέματος, όσο άβολα κι αν είναι για μια πολιτική ατζέντα.
— Ποια έντυπα διαβάζετε, ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας αρθρογράφοι;
Διαβάζω πολλά έντυπα τακτικά. Tους «Times», φυσικά, και τον «Economist», όπου ξεκίνησα τη δημοσιογραφική μου καριέρα, το «Atlantic», τη «Washington Post» και το «New Yorker». Εξακολουθώ να διαβάζω τα περιοδικά του εκδοτικού κλάδου, καθώς μου αρέσει να ενημερώνομαι για τον κόσμο της λογοτεχνίας. Διαβάζω πολλά Substacks και ακούω πάρα πολλά podcasts. Όσον αφορά τους αγαπημένους μου αρθρογράφους, μου αρέσουν φυσικά πολλές στήλες των συναδέλφων μου εδώ στους «Times». Λατρεύω τη Hadley Freeman στους «Sunday Times». Διαβάζω κάθε λέξη που γράφει η Κέιτλιν Φλάναγκαν, αν και δεν είναι αρθρογράφος. Προσπαθώ να κρατώ την ανάγνωση των μέσων ενημέρωσης όσο πιο αυστηρά επικεντρωμένη μπορώ, επειδή το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού μου χρόνου το επιφυλάσσω για τα βιβλία, τόσο για δουλειά όσο και για ευχαρίστηση.
— Πώς αποφασίζατε για ποια βιβλία θα κάνετε κριτική στο «New York Times Book Review»;
Κοιτάξτε, ήταν μια διαδικασία πολλών βημάτων με πολλές δικλείδες ασφαλείας, σε μια ίσως απέλπιδα προσπάθεια να μη χάσω αξιόλογα βιβλία. Ένα ακατόρθωτο εγχείρημα, το οποίο όμως προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε, δεδομένου ότι τόσο λίγα έντυπα κάλυπταν ακόμη το εκδοτικό τοπίο. Και το σημαντικότερο, ήταν μια ομαδική προσπάθεια, με μεγάλη ελευθερία κινήσεων στους επιμέρους συντάκτες του προσωπικού, προκειμένου η κάλυψη των βιβλίων μας να αντικατοπτρίζει ένα ευρύ φάσμα απόψεων και προτιμήσεων. Τελικά, το θέμα κατέληγε στο γούστο και στην κρίση των ειδήσεων: είναι αυτό το βιβλίο σημαντικό για τους αναγνώστες μας; Θέλουν οι αναγνώστες των «Times» να ακούσουν τις απόψεις των κριτικών μας; Κάνει αυτό το βιβλίο κάτι καινούργιο –προσφέρει νέες πληροφορίες, αφηγείται μια ιστορία με διαφορετικό τρόπο, παρέχει μια ασυνήθιστη οπτική γωνία– που οι αναγνώστες μας πρέπει να γνωρίζουν; Πιστεύουμε ότι αυτό το βιβλίο είναι σημαντικό ή αξιόλογο;
— Πείτε μου ένα βιβλίο που ακόμα σας ενθουσιάζει.
Το «Άλλες ζωές απ' τη δική μου» του Εμανουέλ Καρέρ είναι ένα βιβλίο που έχει χαραχθεί στο μυαλό μου. Νομίζω θα το σκέφτομαι για πάντα. Η ιδέα ότι οι ζωές μας κατασκευάζονται, ενημερώνονται και επηρεάζονται από τις ιστορίες που ακούμε και λέμε είναι προφανώς θεμελιώδης για όλους τους συγγραφείς αλλά και για όλους τους αναγνώστες.
— Με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το Διαδίκτυο, μήπως έχουμε γίνει «αφελείς αναγνώστες»;
Νομίζω ότι οι άνθρωποι έχουν γίνει υπερβολικά επιρρεπείς στην ανησυχία για το «τι σκέφτεται το Διαδίκτυο», χωρίς να αναγνωρίζουν ότι ο καθένας από εμάς βλέπει μόνο μια μικρή γωνιά του Διαδικτύου, που δημιουργείται από τον αλγόριθμο, και που διαφέρει για κάθε άτομο. Επιπλέον, καμία από αυτές τις μικρές γωνιές δεν αντικατοπτρίζει πλήρως την πραγματικότητα.
— Το τελευταίο σας βιβλίο φέρει τον τίτλο «100 πράγματα που χάσαμε στο Διαδίκτυο». Τι θυμάστε περισσότερο από την εποχή πριν από το Διαδίκτυο;
Θυμάμαι την ελευθερία, τη μοναξιά, το απρόβλεπτο καθώς και τη δυνατότητα να ταξιδεύεις κάπου στον κόσμο και να βρίσκεσαι ΜΟΝΟ σε εκείνο το μέρος, εκείνη τη στιγμή, χωρίς να λαμβάνεις υπόψη σου τι συνέβαινε αλλού την ίδια στιγμή. Είναι σχεδόν αδύνατο να δημιουργήσεις αυτό το πλαίσιο στο μυαλό σου σήμερα.
— Το πιο γνωστό βιβλίο σας, το «Pornified» του 2005, ήταν προφητικό για τις αρνητικές πτυχές της πορνογραφίας. «Η πορνογραφία είναι εξαιρετικά δημοφιλής στα έφηβα αγόρια με τρόπο που κάνει τις χθεσινές κρυφές ματιές στο "Penthouse" να μοιάζουν μοναστηριακές. Για τους εφήβους, η πορνογραφία είναι απλώς άλλη μια διαδικτυακή δραστηριότητα – υπάρχει μικρό εμπόδιο εισόδου και σχεδόν καμία αίσθηση ταμπού», ήταν ένα από τα αξιομνημόνευτα αποσπάσματα. Δώδεκα χρόνια μετά, θα προσθέτατε κάτι στην κριτική σας;
Όταν έγραψα το βιβλίο, θεωρήθηκε αρκετά αμφιλεγόμενο. Μου είπαν ότι οι επιπτώσεις του Διαδικτύου στην πορνογραφία δεν ήταν «τίποτα σπουδαίο». Έτσι, έπρεπε να αφιερώσω πολύ χρόνο στο βιβλίο για να συγκεντρώσω τα στοιχεία, μέσω εκτεταμένων συνεντεύξεων και έρευνας, απλώς και μόνο για να πείσω τους ανθρώπους ότι κάτι συνέβαινε. Αν έγραφα αυτό το βιβλίο σήμερα, θα μπορούσα να τα συνοψίσω όλα αυτά σε μια παράγραφο και η αντίδραση θα ήταν: «Φυσικά». Είναι ωραίο να δικαιώνεσαι, αν και θα ήταν ακόμη πιο ωραίο αν τα προβλήματα δεν είχαν επιμείνει και μεγαλώσει στο μεταξύ.
— Πώς αξιολογείτε την πολιτική ορθότητα στις μέρες μας; Ποιο είναι τελικά το αποτύπωμά της;
Δεν ξέρω αν θα χρησιμοποιούσα τη λέξη «πολιτική ορθότητα», αλλά θα έλεγα ότι η ελευθερία του λόγου βρίσκεται σε κίνδυνο, όχι μόνο από πλευράς νόμου, αλλά και από πλευράς κουλτούρας και πρακτικής. Υπάρχει μια τεράστια επιφυλακτικότητα, η οποία πηγάζει από τον φόβο να μιλήσεις για το τι πραγματικά σκέφτεσαι. Νομίζω ότι είναι κακό σημάδι για τον πολιτισμό και την κοινωνία, όταν υπάρχει μικρή ανάληψη ρίσκου στις απόψεις ή στις κατευθύνσεις έρευνας, ιδίως για τους νέους. Είναι ένα τρομερό μήνυμα που στέλνεται στα παιδιά, τα οποία πειραματίζονται με τις ιδέες τους και θα έπρεπε να κάνουν πολλές ερωτήσεις, ότι είναι καλύτερο να παραμείνεις σιωπηλός παρά να πεις τη γνώμη σου. Θα έπρεπε να μαθαίνουν ακριβώς το αντίθετο.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Τους φίλους και την οικογένεια. Την υγεία. Και φυσικά να προσπαθείς να κάνεις κάτι καλό για τον κόσμο.