ΑΣ ΥΠΕΡΑΝΑΛΥΣΟΥΜΕ.
Σ’ αυτό το meme βλέπω χιουμοριστικά αποτυπωμένη μια νοοτροπία: η δυναμική γυναίκα (κάτι με το οποίο έχει ταυτιστεί στην ελληνική δημόσια σφαίρα η Ζωή Κωνσταντοπούλου) είναι αυτή που, αν σηκώσεις χέρι πάνω της, θα σε πάρει ο διάολος. Η δυναμική γυναίκα αντιδρά, η δυναμική γυναίκα φεύγει, η δυναμική γυναίκα «κάνει κάτι». Πάντως, ξεφεύγει.
Με αφορμή αυτό το meme, θυμήθηκα κάτι κοινό που έχω ακούσει από πολλές «δυναμικές γυναίκες» που έχουν ταυτόχρονα υπάρξει θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
Την ντροπή.
Ότι δεν ανήκουν στο είδος της γυναίκας που κακοποιείται. Ότι επειδή βγάζουν χρήματα, έχουν κύρος στην εργασία τους, είναι ανεξάρτητες και ο περίγυρος βασίζεται πάνω τους, ντράπηκαν πολύ που τους συνέβη. Σαν να ήταν η κακοποίηση δικό τους σφάλμα. Παραστράτημα στην επιτυχία τους. Έχω ακούσει γυναίκες να μιλούν για την κακοποίησή τους ως δικό τους ηθικό παράπτωμα. Μια προσωπική αποτυχία που κάνει τον δυναμισμό τους να σκοντάφτει. Σαν να πιστεύουν ότι αν ήταν «δυναμικότερες», δεν θα τους είχε συμβεί, σίγουρα κάποια αδυναμία είδε ο θύτης, τη μυρίστηκε και πάτησε πάνω σ’ αυτή για να κακοποιήσει. Και αν εκείνες έκρυβαν καλύτερα την όποια «αδυναμία», αυτό που έπαθαν δεν θα τους συνέβαινε ποτέ.
Όταν μπλέκουμε την κακοποίηση με τον χαρακτήρα της γυναίκας που τη δέχεται, υπονοούμε ήδη την ευθύνη της. Υπονοούμε ήδη ότι υπάρχει ένας είδος γυναίκας, ή γυναικούλας, που κάπως το προκαλεί. Κάπως αρέσκεται στην αλληλεπίδραση, ίσως αυτοπραγματώνεται μέσα απ’ αυτή.
Θυμήθηκα τη συζήτησή μου με μία γυναίκα κοντά στα 70, γιατρό, με σημαντική περιουσία, που μου αφηγήθηκε το πώς έτρωγε καθημερινά ξύλο από τον σύζυγό της, ο οποίος ζούσε από τα χρήματά της. Είχε πει πως δεν ήξερε τι να κάνει γι’ αυτό γιατί «είχα φτάσει επαγγελματικά κάπου όπου δεν είχαν φτάσει πολλές γυναίκες τότε και, αν ήμουν κι εγώ έτσι, ποια δεν θα ήταν; Να το πω σε ποιον και να πω τι;». Κατάφερε να χωρίσει σε μεγάλη ηλικία, όταν ξεκίνησε μαθήματα χορού σε μια φεμινιστική συλλογικότητα και εκεί βρήκε αυτιά που την άκουσαν, λέξεις που τη βοήθησαν να εντάξει το βίωμά της σε ένα είδος κοινής εμπειρίας και όμοιές της με τις οποίες ταυτίστηκε.
Μεμονωμένα περιστατικά επιτυχίας θα βρει κανείς παντού. Ο κοινωνικός προγραμματισμός μας, όμως, φαίνεται στην πρώτη αντίδραση. Η αλήθεια μας είναι η πρώτη σκέψη, το πρώτο αίσθημα που πλημμυρίζει την ψυχή μας. Χρειάζεται πάντα δουλειά για να ξεφύγουμε από αυτή. Στο δικό μας σήμερα, οι γυναίκες είναι πιο μορφωμένες από ποτέ, πιο ενεργές επαγγελματικά από ποτέ, πρώτη φορά έχουμε τόσες γυναίκες σε θέσεις ηγεσίας. Σημαίνει αυτό ότι τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας μειώνονται όσο αυξάνεται ο αριθμός των «δυναμικών» γυναικών;
Και τι σημαίνει «δυναμική γυναίκα»; Είναι μια Λωξάντρα ή μια Κωνσταντοπούλου; Kαι αν είναι το δεύτερο, μια δικηγόρος που ασχολείται με ζητήματα έμφυλης βίας, όπως είναι η κυρία Πολυζωγοπούλου, πώς γίνεται να μην εμπίπτει στον ορισμό; Πού ακριβώς βρίσκεται το σημείο αντιδιαστολής; Η δυναμική γυναίκα είναι και μορφωμένη και δεν είναι, ας πούμε, ξανθιά;
Όταν μπλέκουμε την κακοποίηση με τον χαρακτήρα της γυναίκας που τη δέχεται, υπονοούμε ήδη την ευθύνη της. Υπονοούμε ήδη ότι υπάρχει ένας είδος γυναίκας, ή γυναικούλας, που κάπως το προκαλεί. Κάπως αρέσκεται στην αλληλεπίδραση, ίσως αυτοπραγματώνεται μέσα απ’ αυτή. Αν ήταν «σαν την άλλη», αυτή την άλλη που εγώ μέχρι τώρα δεν έχω βρει, εκείνη την άλλη που δεν παθαίνει γιατί είναι ανέγγιχτη, ισχυρή, απάνθρωπη, άνευ αδυναμίας, θα δεχόταν ένα χαστούκι και ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε.
Αυτή η «άλλη», η κοινωνική μας φαντασίωση μιας θηλυκότητας αλάνθαστης και μόνιμα αλώβητης, είναι χαραγμένη στον νου μας και κρίνουμε εαυτόν βάσει αυτής.
Χρειάζεται να γραφτεί ότι αυτή η «άλλη» δεν υπάρχει και δεν χρησιμεύει παρά στο να σιωπούν οι «δυναμικές» γυναίκες;
Η κακοποίηση δεν είναι αυτό που συμβαίνει όταν μια γυναίκα δεν είναι αρκετά δυνατή. Η κακοποίηση είναι αυτό που συμβαίνει όταν ένας θύτης θέλει να κακοποιήσει.
Βέβαια, μέχρι αυτό να γίνει κατανοητό, θα ζήσουμε με χιούμορ αυτής της αισθητικής.