ΔΙΑΒΑΖΩ ΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ τις προβλέψεις ότι θα ζούμε σε βουνά και σε κάμπους μετά την πανδημία και βαριέμαι. Ίσως ακόμα και η φαντασίωση μιας μόνιμης, βουκολικής ζωής στην ελληνική επαρχία να είναι προνόμιο αυτών που δεν γεννήθηκαν εκεί. Να μην παρεξηγηθώ: αγαπώ τη φύση. Όμως αγαπώ και τις πόλεις. Άλλωστε, καμία αναγκαιότητα δεν επιβάλλει στην πόλη να είναι ένα σύνολο από ερείπια, τσιμεντένιες προσόψεις και σάπιους, προεξέχοντες σωλήνες. Νομίζω ότι ακριβώς γι’ αυτό μου αρέσουν οι πόλεις, γιατί μπορεί να είναι τοπία με πρασινάδες και νερά ή κατεστραμμένα κτίρια παρακμής και παραίτησης.
Η περιπλάνηση στις πόλεις έρχεται χωρίς προσδοκίες. Μπορείς να είσαι όπως είσαι. Να νιώθεις άνετα μες στη μελαγχολία σου που δεν τραβάει κανένα βλέμμα, π.χ. σε στενάκια της Κυψέλης ή στα σάπια σημεία του ανατολικού Βερολίνου, ή να ευτυχείς σιωπηλά ανάμεσα σε αγνώστους, χαρίζοντάς τους ένα χαμόγελο ή μια ευγενική συζήτηση για τον ήλιο, χωρίς να χρειάζεται να τους δώσεις αναλυτική αναφορά.
Αγαπώ τις μυρωδιές, ειδικά στην Αθήνα, κι ας είναι μια βρόμικη πόλη. Υπάρχουν μέρη όπου μυρίζει θάλασσα και άνοιξη κι αυτό είναι μαγικό. Με ενοχλεί που δεν εισπνέουμε ανένοχα πια.
Το σώμα στις περιπλανήσεις στη μεγάλη πόλη δεν γίνεται πεδίο ελέγχου, όπως εύκολα μπορεί να συμβεί στα μικρά μέρη, όπου όλοι ξέρουν όλους και μετράνε, με βλέμμα που κρίνει, τις μεταβολές στο σώμα, στη ζωή και στην ηλικία των άλλων. Είναι ελεύθερο να είναι όπως θέλει, να κινείται φλερτάροντας ή να επιδεικνύεται, να καλύπτεται, να φοράει ρούχα ανεξαρτήτως φύλου, να φέρει ακριβά κοσμήματα ή να είναι με φόρμες και πιζάμες, χωρίς αυτό να θεωρηθεί κάποιου είδους παραίτηση από έναν συνεχή αγώνα εντυπώσεων.
Αυτό το παιχνίδι του βλέμματός μου με τα σώματα των άλλων στην πόλη μού έχει λείψει. Μου ’χει λείψει να παρατηρώ τα ρούχα τους, τα κουρέματά τους, την υπόδηση. Μου ’χει λείψει ο αναγκαίος συγχρωτισμός σε κοινόχρηστους χώρους, το όχι παραβιαστικό, αλλά τυχαίο άγγιγμα. Η προσδοκία να δω κάτι ανοίκειο που θα με συναρπάσει, καθώς ντύνομαι για να βγω από το σπίτι. Το ενδεχόμενο μιας συνάντησης με κάποιον που δεν ξέρω και που μπορεί να οδηγήσει σε μια σειρά νέων ερεθισμάτων για τις αισθήσεις μου τώρα έχει ακυρωθεί.
Η πανδημία είναι η τιμωρία των αισθήσεων. Το άγγιγμα περιορίζεται στα πρόσωπα που ξέρουμε καλά και που μας επιτρέπουν να τα πιάνουμε το σώμα τους. Τι συμβαίνει, όμως, με τα αγγίγματα στους λιγότερο γνωστούς; Αυτά είναι άσκηση ρίσκου ή εντελώς ακυρωμένα. Ένα τυχαίο φιλί με κάποιον που δεν ξέρεις ποιους έχει δει και πώς περνάει τις μέρες του μοιάζει πλέον υπερβολικά ριψοκίνδυνο. Η ανάγκη των ανθρώπων να μιλάνε με ανθρώπους που δεν ξέρουν δεν πρέπει να υποτιμάται.
Μας αρέσουν οι πόλεις, γιατί εκεί έχεις την ελευθερία το πρωί να βρίζεις τους συμπολίτες σου, όταν σε σπρώχνουν στο πεζοδρόμιο και σου χύνουν τον καφέ, και το βράδυ να μιλάς μαζί τους έξω από σινεμά και μπαρ σαν να γνωριζόσασταν από πάντα. Μας γοητεύει το ενδεχόμενο μιας συνάντησης με το τυχαίο. Περπατώντας σε μια μητρόπολη, για παράδειγμα, μπορεί κανείς να πέσει πάνω σε μαγαζιά απ’ οπουδήποτε, να ακούσει ανοίκειες προφορές και άλλες γλώσσες ή να συνωστιστεί με ανθρώπους από αλλού. Αυτή η ελεγχόμενη έκθεση στο άγνωστο και το εξωτικό είναι μαγευτική.
Μου αρέσει που το βλέμμα στις πόλεις μπορεί να αφήνεται πάνω σε ό,τι τύχει, χωρίς ποτέ να δικαιούται να είναι ανακριτικό, ενώ συνέχεια ταΐζεται με νέα ερεθίσματα, μια κακοφωνία από αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, μπαλκόνια, ρούχα και έργα τέχνης. Αγαπώ τις μυρωδιές, ειδικά στην Αθήνα, κι ας είναι μια βρόμικη πόλη. Υπάρχουν μέρη όπου μυρίζει θάλασσα και άνοιξη κι αυτό είναι μαγικό. Με ενοχλεί που δεν εισπνέουμε ανένοχα πια.
Η αστική περιπλάνηση δεν είναι ξενάγηση σε ερημικό τοπίο. Μέσα στην πόλη πάντα κάτι συμβαίνει. Στα παράθυρα, στα μπαλκόνια, στις εισόδους των πολυκατοικιών πάντα υπάρχει κάτι που σε βγάζει από τον εαυτό σου, σε απομακρύνει απ’ την εξουθενωτικά ναρκισσιστική άσκηση της σκέψης γύρω από σένα και σε παραδίδει σε κάτι άλλο, ξαφνικό.
Μου λείπει το ενδεχόμενο μιας τυχαίας συνάντησης: να δω κάτι που αγνοώ πλήρως κι έτσι να βγω εντελώς απ’ το κεφάλι μου και να ανοιχτώ στον κόσμο, όπως όταν σου αποκαλύπτεται ένα διαλυμένο παρκάκι στο Μεταξουργείο, επειδή σε κάλεσαν σε κάποιο μπαρ ή όπως όταν χάνεσαι στο «γκέτο» κάποιας μητρόπολης και ξεδιπλώνεται ένα άλλο σύμπαν, ένα μπαρ γεμάτο τρανς ή μια θορυβώδης γειτονιά μεταναστών.
Χωρίς όλα αυτά, οι πόλεις δεν είναι πόλεις. Είναι χώροι αποξένωσης, όπου αθροίζονται φοβισμένες μονάδες, εθισμένες στη μόνιμη αναγγελία κακών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.