Ο ΣΙ ΤΖΙΝΠΙΝΓΚ ΕΓΙΝΕ Πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 2013, έναν χρόνο μετά την ανάδειξή του σε Γενικό Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Κατά τη δεκαετία του στην εξουσία έχει αποτελεσματικά παραγκωνίσει τους αντιπάλους του και έχει προβεί σε εκκαθαρίσεις διεφθαρμένων και νωθρών αξιωματούχων, απαιτώντας αδιάλειπτη αφοσίωση από τη βάση του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Έχει καταστείλει τον ακτιβισμό, έχει φιμώσει τη διαφωνία και έχει οικοδομήσει ένα εξελιγμένο καθεστώς επιτήρησης και κοινωνικού ελέγχου. Συγχρόνως, συμπλήρωσε τα μαρξιστικά δόγματα του κόμματος με κομφουκιανικές σοφίες και συσπείρωσε τον εθνικιστικό ζήλο γύρω από τη μονοκομματική διακυβέρνηση.
Τα λόγια και οι πράξεις του 70χρονου Σι αποκαλύπτουν έναν άνθρωπο που φλέγεται από φιλοδοξία και χαλυβδώνεται από τις αντιξοότητες – έναν κόκκινο αριστοκράτη που βλέπει την ηγεσία ως κληρονομικό δικαίωμα και έναν έξυπνο μαχητή που απέφυγε τα σκάνδαλα και εκμεταλλεύτηκε την καλή του τύχη για να χαράξει την πορεία του προς την εξουσία.
Στελέχη του κόμματος περιγράφουν τον Σι ως micromanager, ο οποίος ασκεί προσωπική επιρροή στον τρόπο σχεδιασμού και εκτέλεσης των αποφάσεων και οι πρόσφατες εξαφανίσεις δύο υπουργών υψηλού προφίλ υπογραμμίζουν ορισμένες από τις προφανείς συνέπειες του κυριαρχικού τρόπου διακυβέρνησης που εκπροσωπεί.
Ο Κιν Γκανγκ παύθηκε αιφνιδιαστικά από τα καθήκοντα του ως υπουργός Εξωτερικών τον Ιούλιο, χωρίς καμιά εξήγηση. Στο μεταξύ, ο υπουργός Άμυνας Λι Σανγκφού δεν έχει εμφανιστεί δημόσια από τον Αύγουστο, με ορισμένες ειδησεογραφικές αναφορές να υποδηλώνουν ότι έχει τεθεί υπό έρευνα. Ουδείς Κινέζος αξιωματούχος δεν έχει εξηγήσει επισήμως τι τους συνέβη.
«Οι άνθρωποι που έχουν μικρή επαφή με την εξουσία, που είναι μακριά από αυτήν, βλέπουν πάντα αυτά τα πράγματα ως μυστηριώδη και καινοφανή», έχει πει. «Αλλά αυτό που βλέπω εγώ δεν είναι μόνο τα επιφανειακά πράγματα... Βλέπω... πώς οι άνθρωποι μπορούν να πάνε από το κρύο στο ζεστό. Αντιλαμβάνομαι την πολιτική σε ένα βαθύτερο επίπεδο»
Αν και οι λεπτομέρειες είναι λιγοστές και στις δύο περιπτώσεις, αυτό που είναι γνωστό είναι ότι αμφότεροι αποτελούσαν επιλογές του ίδιου του Σι, γεγονός που εγείρει ερωτήματα σχετικά με την κρίση και την ικανότητα του Κινέζου ηγέτη να επιλέγει καθαρούς και καταρτισμένους αξιωματούχους για να στελεχώσουν την κυβέρνησή του.
Οι εξαφανίσεις τους αντικατοπτρίζουν επίσης το πώς η λεγόμενη «πολιτική του μαύρου κουτιού» της Κίνας έχει γίνει ακόμη πιο αδιαφανής υπό τον Σι, ο οποίος έχει συγκεντρώσει τη λήψη αποφάσεων σε έναν στενό ηγετικό κύκλο και δίνει μεγάλη έμφαση στη μυστικότητα.
Συγχρόνως, η δυσαρέσκεια βράζει στις τάξεις τόσο των Ουιγούρων όσο και των κατοίκων του Χονγκ Κονγκ. Οι προσπάθειες να διαδοθούν τα μανδαρινικά κινέζικα ως επίσημη γλώσσα των μειονοτικών εθνοτικών ομάδων έχουν τροφοδοτήσει την πικρία ακόμα και μεταξύ κοινοτήτων που το κόμμα θεωρεί εδώ και καιρό ως πρότυπες μειονότητες, όπως οι Κινέζοι της Μογγολίας. Και οι συνεχιζόμενες τριβές με την Ταϊβάν έχουν περαιτέρω υποδαυλίσει το αντικινεζικό συναίσθημα ωθώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες Δυτικές δημοκρατίες να ενισχύσουν τους δεσμούς με την Ταϊπέι.
Οι προσπάθειες του Σι να εκσυγχρονίσει τον στρατό και να εφαρμόσει τη δύναμή του σε εδαφικές διαφορές έχουν επίσης πυροδοτήσει τις περιφερειακές εντάσεις και έχουν αυξήσει το φάσμα της ένοπλης σύγκρουσης.
«Το Πεκίνο προτιμά την ειρηνική ενοποίηση και τα στρατιωτικά μέσα είναι η έσχατη λύση, αλλά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πραγματικά τι σκέφτεται ο Σι», προειδοποιεί ο Λι Χσι-μιν, απόστρατος ναύαρχος της Ταϊβάν. «Ποτέ μη λες ποτέ».
Η ίδια η ανατροφή του Σι Τζινπίνγκ ίσως εξηγεί εν μέρει την προσέγγισή του. Ο πατέρας του, Σι Τσονγκτσού, ανώτερος αξιωματούχος, «εκκαθαρίστηκε» από την ηγεσία του Κόμματος το 1962 επειδή φέρεται να ηγείτο μιας αντι-κομματικής κλίκας που προσπαθούσε να καταλάβει την εξουσία.
Τα χειρότερα θα ακολουθούσαν μετά την έναρξη της Πολιτιστικής Επανάστασης το 1966, όταν ο Σι έκλεινε τα 13 του χρόνια. Θα φυλακιστεί τρεις με τέσσερις φορές κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων εκείνης της ταραχώδους δεκαετίας, με τους Κόκκινους Φρουρούς του Μάο να απειλούν να τον εκτελέσουν, όπως θα θυμόταν ο ίδιος δεκαετίες αργότερα.
Αυτό δίδαξε στον Σι τη βιαιότητα της πολιτικής και τις εσωτερικές λειτουργίες της εξουσίας. «Οι άνθρωποι που έχουν μικρή επαφή με την εξουσία, που είναι μακριά από αυτήν, βλέπουν πάντα αυτά τα πράγματα ως μυστηριώδη και καινοφανή», έχει πει. «Αλλά αυτό που βλέπω εγώ δεν είναι μόνο τα επιφανειακά πράγματα... Βλέπω... πώς οι άνθρωποι μπορούν να πάνε από το κρύο στο ζεστό. Αντιλαμβάνομαι την πολιτική σε ένα βαθύτερο επίπεδο».
Η πρώτη του σύζυγος, Κε Σιαομίνγκ, είναι η κόρη του πρώην πρέσβη της Κίνας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά το ζευγάρι τσακωνόταν «σχεδόν κάθε μέρα», σύμφωνα με έναν παλιό κοινό τους φίλο, ο οποίος είχε πει επίσης είπε ότι ο Σι και η σύζυγός του χώρισαν όταν εκείνος αρνήθηκε να πάει μαζί της στην Αγγλία. Οι επίσημες βιογραφίες του Σι σιωπούν σχετικά με αυτόν τον γάμο.
Ήταν ο δεύτερος γάμος του που ενίσχυσε τις πολιτικές και στρατιωτικές διασυνδέσεις του Σι και πρόσθεσε μια πινελιά λάμψης στη λιτή δημόσια εικόνα του. Η Πενγκ Λιγιουάν, μια δημοφιλής τραγουδίστρια, η οποία είναι εννέα χρόνια νεότερή του, ήταν πολύ πιο διάσημη από εκείνον όταν συναντήθηκαν στα τέλη του 1986.
Όταν παντρεύτηκαν τον Σεπτέμβριο του 1987, η τελετή ήταν σεμνή. Καθώς το εθνικό προφίλ του Σι αυξήθηκε τη δεκαετία του 2000, η Πενγκ έγινε η συνήγορός του, επαινώντας τον σε συνεντεύξεις ως ιδανικό σύζυγο και ως αφοσιωμένο πατέρα της κόρης τους και μοναδικού τους παιδιού, της Μίνγκτσε.
Ως ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Σι όρισε τον εαυτό του επικεφαλής επιτροπών που επέβλεπαν βασικά χαρτοφυλάκια, όπως η οικονομία, η εθνική ασφάλεια, οι εξωτερικές υποθέσεις, οι νομικές υποθέσεις και η πολιτική για το διαδίκτυο. Τοποθέτησε στενούς και έμπιστους συνεργάτες σε θέσεις-κλειδιά, υπονομεύοντας τους αντιπάλους του με κούφιες προαγωγές σε ρόλους με μικρή εξουσία ή αλλάζοντας διαρκώς τις αρμοδιότητές τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο Xi εξουδετέρωσε πιθανούς αντιπάλους εκκαθαρίζοντας όχι τους ίδιους αλλά τους συνεργάτες και τους υποστηρικτές τους μέσω πειθαρχικών ελέγχων.
Ελάχιστοι ή και κανείς, ενδεχομένως ούτε ο ίδιος ο Σι, δεν γνωρίζει πόσο καιρό σκοπεύει να παραμείνει στην εξουσία. Ούτε έχει ξεκαθαρίσει αν, πότε ή πώς θα ορίσει διάδοχο. Ο Σι έχει πιθανότατα ένα χρονοδιάγραμμα στο μυαλό του, αλλά οι μεταβαλλόμενες συνθήκες θα μπορούσαν να τον αναγκάσουν να επανεξετάσει τα σχέδιά του. Η αβεβαιότητα κρατά την ελίτ του κόμματος σε εγρήγορση, βοηθώντας τον Σι να διατηρεί τον έλεγχο και να κερδίζει χρόνο αξιολογώντας τους πιθανούς διαδόχους.
Με στοιχεία από The Telegraph