ΜΕ ΤΗ ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΗ δεν είχα και δεν έχω καμιά σχέση, τη θυμάμαι μόνο όταν διασχίζω τον δρόμο για να πάω σε κανένα μπαράκι στα Εξάρχεια. Άχαρη η διευκρίνηση, αλλά απαραίτητη και αναγκαία.
Αν έγραφα ότι η ιδέα Ανδρουλάκη για ένα τρίτο –εκτός Μητσοτάκη και Τσίπρα– πολιτικό πρόσωπο που θα μπορούσε να προταθεί για τη θέση του πρωθυπουργού σε ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας είναι σωστή και έχει λογική βάση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είμαι εγκάθετος του ΠΑΣΟΚ ή κάτι σχετικό, φθηνό και χυδαίο.
Αντίθετα, φθηνός και χυδαίος είναι ο τρόπος της λεγόμενης και «πρωθυπουργικής φρουράς» (που μοιάζει να εκτελεί «πολιτικά συμβόλαια θανάτου»), η οποία έσπευσε να κατακεραυνώσει τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επειδή «είναι αντιθεσμικό να μην προτείνει συγκεκριμένο όνομα του πρωθυπουργού που σκέφτεται να στηρίξει» ή υποστηρίζοντας ακόμα ότι είναι παράδοξο να μη δέχεται να ηγηθεί της νέας κυβέρνησης ο ηγέτης του πρώτου κόμματος, που ελπίζει (η φρουρά) να είναι ο ευεργέτης της, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Αν μπαίναμε στο μυαλό του Νίκου Ανδρουλάκη, όσο και αν αυτό είναι δύσκολο, δεν θα βρίσκαμε την πρότασή του άσχημη ιδέα πολιτικής επιβίωσης για τον ίδιο και το κόμμα του.
Το τελευταίο επιχείρημα των φανατικών υποστηρικτών του σημερινού πρωθυπουργού λέει πως αν είναι πρώτο κόμμα η ΝΔ, τότε αυτοδίκαια σε μια κυβέρνηση συνεργασίας πρέπει να είναι και πάλι πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης. Η λογική (;) τους στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι αφού η ΝΔ θα είναι το πρώτο κόμμα, είναι αυτονόητο να ξαναζεστάνει την πρωθυπουργική καρέκλα ο ίδιος, αφού θα ηγείται ενός πλειοψηφούντος κόμματος που απλά αδυνατεί να συγκεντρώσει αυτοδυναμία.
Με βάση τις δημοσκοπήσεις (τις οποίες το Μέγαρο Μαξίμου θεωρεί κάτι ιερό), στην καλύτερη για τη Νέα Δημοκρατία περίπτωση που θα είναι πρώτο κόμμα, θα συγκεντρώσει ποσοστό 30-32%. Με αναγωγή ίσως φτάσει το 35%, αν και εξαιρετικά δύσκολο. Στις εκλογές του 2019 η ΝΔ συγκέντρωσε ποσοστό 39,85% (2.251.618 ψήφοι). Αυτό σε απόλυτους αριθμούς ψήφων επί συνόλου εγγεγραμμένων ψηφοφόρων (9.984.934) αντιστοιχεί σε περίπου το 1/5 των ψηφοφόρων. Αλλά ακόμα και αν υπολογιστεί με βάση όσους ψήφισαν τότε (5.769.644), σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για μια πλειοψηφία όσων μετέχουν στις κάλπες.
Ανάλογης «βαρύτητας» είναι και το πρώτο επιχείρημα, που αναφέρει ότι αφού δεν προτείνει όνομα πρωθυπουργού ο Ν. Ανδρουλάκης, πρόκειται για μια αντιθεσμική κίνηση και με την οποία ο ψηφοφόρος πριν την κάλπη θα αγνοεί το όνομα του πρωθυπουργού σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας. Δεν εχει καμία υποχρέωση να προτείνει όνομα, το οποίο άλλωστε σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από τα ποσοστά των δυο κομμάτων που ενδεχομένως θα συνεργαστούν μετά τις πρώτες κάλπες.
Οι ψηφοφόροι (ιδιαίτερα αυτοί που δεν συμπεριφέρονται ως παρακολουθήματα κομματικών επιλογών) ίσως δεν θα γνωρίζουν το όνομα του πρωθυπουργού, αλλά θα γνωρίζουν κάτι πιο σημαντικό. Ότι θα είναι κάποιος που θα υλοποιεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, προϊόν διαβουλεύσεων και συμφωνίας των συνεργαζόμενων κομμάτων και –το κυριότερο– δεν θα εχει συγκεντρώσει με τρόπο ανεξέλεγκτο την απόλυτη εξουσία επάνω του, πράγμα που όλοι, ιδιαίτερα την τελευταία τετραετία, καταλάβαμε τι σημαίνει.
Αν μπαίναμε στο μυαλό του Νίκου Ανδρουλάκη, όσο και αν αυτό είναι δύσκολο, δεν θα βρίσκαμε την πρότασή του άσχημη ιδέα πολιτικής επιβίωσης για τον ίδιο και το κόμμα του. Η δεύτερη επιλογή του θα ήταν να συνεργαστεί με τη ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ (όποιο είναι πρώτο κόμμα) με πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα. Μια τέτοια στάση θα ήταν πολιτικά αυτοκτονική, ιδιαίτερα στην πρώτη περίπτωση. Θα ακύρωνε την όποια κριτική με την οποία προσπαθεί να εμφανιστεί ως τρίτος πόλος και θα είχε χειρότερη τύχη από αυτή που είχε το άλλοτε παντοδύναμο ΠΑΣΟΚ όταν συνεργάστηκε με τη ΝΔ του Σαμαρά.
Σε ενδεχόμενη συνεργασία με πρωθυπουργό τον Τσίπρα, η τύχη του δεν θα ήταν θεαματικά καλύτερη. Θα απομάκρυνε σχεδόν οριστικά τους ψηφοφόρους του αποκαλούμενου «μεσαίου» χώρου, οι οποίοι στέκονται αρνητικά απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ για πολλούς λόγους.
Βέβαια, αν καταφέρναμε να μπούμε στο μυαλό του Νίκου Ανδρουλάκη, θα είχαμε πολλά περισσότερα να του μεταφέρουμε. Να απαντήσει, για παράδειγμα, γιατί δεν είχε συνέχεια και σε μεγάλο βαθμό διέψευσε τις προσδοκίες όσων πίστεψαν σε αυτόν όταν κέρδιζε πανηγυρικά την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Γιατί δεν κατάφερε να ορθώσει έναν πειστικό και ελκυστικό λόγο που θα ήταν ικανός να κερδίσει το εξαιρετικά δυσαρεστημένο ακροατήριο των δυο μεγάλων (sic) κομμάτων, τα οποία βλέπουν να μειώνεται η επιρροή τους. Γιατί αδυνατεί να μιμηθεί έστω και σε έναν βαθμό στις επιλογές του τον Ισπανό Πέτρο Σάντσεθ, ο οποίος ανέστησε το σοσιαλιστικό κόμμα και συγκυβερνά με επιτυχία με τους Podemos.
Υπάρχουν ακόμα πολλά «γιατί», αλλά δεν φαίνεται ότι θα απαντηθούν…