Το αστείο είναι γνωστό: «Αν η άποψή μου δεν συμφωνεί με την πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα». Όσα διαδραματίζονται στη Βρετανία το τελευταίο διάστημα θυμίζουν ακριβώς αυτό. Μόνο που δεν την πληρώνει η πραγματικότητα αλλά οι αντιλήψεις που επικράτησαν τη μετά-Brexit περίοδο.
Η όλη προσέγγιση γύρω από το Brexit ήταν εξαρχής υπέρμετρα απλουστευτική. Παίρνουμε πίσω τον έλεγχο από τους «κακούς» Ευρωπαίους και «με Brexit αμέσως καλύτερα». Κλείνουμε τα σύνορα και μειώνονται η ανεργία και η εγκληματικότητα. Πολεμάμε την παγκοσμιοποίηση και διατηρούμε τη «βρετανικότητά» μας. Σταματάμε να δίνουμε 350 εκατ. την εβδομάδα (ένα χονδροειδές ψέμα που είχε γίνει σημαία πριν από το δημοψήφισμα) και με αυτά χτίζουμε νοσοκομεία και υλοποιούμε δημόσια έργα. Μειώνουμε τους φόρους και απογειώνεται η οικονομία μας.
Όλα τα μηνύματα ήταν κατανοητά, ξεκάθαρα, μανιχαϊστικά. Αλλά και απλουστευτικά.
Χωρίς καμία διάθεση να απαξιωθεί μια πλειοψηφική τάση στη βρετανική κοινωνία, που εκφράστηκε σε ένα δημοψήφισμα και δύο βουλευτικές εκλογές, το Brexit, πέρα από σωστό ή λάθος, ήταν κυρίως αυτό: μια απλοϊκή προσέγγιση σε μια εποχή με ιδιαίτερα σύνθετα προβλήματα.
Χωρίς καμία διάθεση να απαξιωθεί μια πλειοψηφική τάση στη βρετανική κοινωνία, που εκφράστηκε σε ένα δημοψήφισμα και δύο βουλευτικές εκλογές, το Brexit, πέρα από σωστό ή λάθος, ήταν κυρίως αυτό: μια απλοϊκή προσέγγιση σε μια εποχή με ιδιαίτερα σύνθετα προβλήματα.
Ως ένα γνήσιο λαϊκιστικό κίνημα, χαρακτηριζόταν από τις κλασικές παθογένειές τους. Είχε βολικούς αντιπάλους (τις ελίτ, ευρωπαϊκές και βρετανικές), κοινωνική βάση (τα στρώματα που αισθάνονταν ότι έχουν μείνει πίσω, ιδίως της παρηκμασμένης βρετανικής επαρχίας), ξεκάθαρες διαιρέσεις.
Δεν υπήρχε όμως ένα συνεκτικό σχέδιο για το πώς θα υλοποιούνταν ένα τόσο σύνθετο εγχείρημα. Αντιθέτως, η επί σειρά ετών θριαμβεύουσα ηγετική ομάδα του Brexit, η ηγεσία των Συντηρητικών δηλαδή, μετά το 2016, εγκλωβίστηκε σε έναν ναρκισσιστικό βολονταρισμό, ότι αρκούσε το Brexit για να λυθούν τα προβλήματα, αρκούσε το δόγμα του «εθνικού ελέγχου», παραβλέποντας τις όποιες δομικές αδυναμίες, τις οποίες οι κυβερνώντες περισσότερο σχολίαζαν στις τηλεοράσεις και λιγότερο θεράπευαν.
Κάπου εκεί ήρθε η σύγκρουση με την πραγματικότητα.
Λίγους μήνες μετά τον εκλογικό θρίαμβο του Μπόρις Τζόνσον, ενός αμφιλεγόμενου αλλά αναμφίβολα ταλαντούχου πολιτικού, υπερβολικά «χύμα» για το αξίωμά του και εν τέλει αυτοκαταστροφικού, ο πλανήτης μπήκε στη δίνη της πανδημίας. Η ανάγκη για διεθνείς συνεργασίες αυξήθηκε. Τα μέτρα στήριξης πολιτών και επιχειρήσεων, λόγω των lockdowns, έγιναν απαραίτητα, επηρεάζοντας τα δημόσια οικονομικά. Το σχέδιο για δραστικές περικοπές φόρων που θα απογείωναν την ανταγωνιστικότητα της βρετανικής οικονομίας πήγε περίπατο.
Η ενεργειακή-πληθωριστική κρίση που ακολούθησε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία ήρθε να ανατρέψει την ατζέντα αλλά και τις ψευδαισθήσεις των υποστηρικτών του Brexit ότι η επόμενη μέρα θα ήταν περίπατος. Όπως βεβαίως, για όποιον θέλει να είναι δίκαιος, είχαν διαψευστεί και όσοι προέβλεπαν Αρμαγεδώνα στην περίπτωση εξόδου από την Ε.Ε. Ούτε αυτό συνέβη.
Τα λάθη που ακολούθησαν ήταν λάθη διαχείρισης, όχι απότοκο της εξόδου από την Ε.Ε. Σε ένα σύνθετο και δύσκολο διεθνές περιβάλλον, όμως, αυτό που απαιτείται είναι πρωτίστως πραγματισμός και ευελιξία και λιγότερο ιδεοληπτικές εμμονές.
Η απόπειρα της Λιζ Τρας να εφαρμόσει πολιτικές ασύμβατες με τη συγκυρία οδήγησαν την ίδια στον πολιτικό εξευτελισμό και τη βρετανική οικονομία στο χείλος της καταστροφής. Ενώ ο νέος πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ, ο οποίος μοιάζει πιο προσγειωμένος, πιο μεθοδικός και πιο «nerd» από τους δύο τελευταίους προκατόχους του, καλείται να διαχειριστεί μια πρωτόγνωρα δύσκολη κατάσταση: ένα κόμμα απαξιωμένο μετά τα όσα έχουν συμβεί και μια οικονομία που δεν έχει αποκτήσει τη δυναμική που ανέμεναν οι υποστηρικτές μετά το Brexit, καθώς πολλοί δείκτες της έχουν επιδεινωθεί.
Το ότι το Συντηρητικό Κόμμα είναι αυτό που καλείται να διαχειριστεί το χάος αποτελεί εν μέρει θεία δίκη. Αυτοί τα έκαναν έτσι, αυτοί πρέπει να τα λουστούν.
Το πολιτικό τους κεφάλαιο, πάντως, μοιάζει εξαντλημένο. Μετά από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια δημοσκοπικού προβαδίσματος, σήμερα φαίνεται να απειλούνται με συντριβή. Αν ο Ρίσι Σούνακ δεν εκπλήξει τους πάντες, ανατρέποντας έτσι την κατάσταση, οι Τόρις βαδίζουν προς εκλογική ήττα ιστορικών διαστάσεων. Πρώτον επειδή κούρασαν. Έξι χρόνια η χώρα βρίσκεται σε μόνιμη αστάθεια, κάτι όχι τόσο καλό, ειδικά για ένα συντηρητικό κόμμα που υπόσχεται σταθερότητα. Δεύτερον επειδή οι Εργατικοί, μετά την αλλαγή ηγεσίας, δεν προκαλούν αντισυσπειρώσεις, όπως συνέβαινε την περίοδο του Κόρμπιν. Ο νυν αρχηγός τους, ο Κιρ Στάρμερ, είναι ένας μετριοπαθής κεντρώος πολιτικός, όχι ιδιαίτερα χαρισματικός, αλλά χωρίς «γωνίες», κάτι που καθιστά εύκολο το να ψηφιστεί αν οι πολίτες έχουν αποφασίσει να τιμωρήσουν τους «απέναντι». Και τρίτον επειδή οι Συντηρητικοί κατάφεραν να απογοητεύσουν ταυτόχρονα και τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους, που έχουν ενοχληθεί από την αστάθεια που έχουν προκαλέσει, όσο και από τους «καινούργιους» ψηφοφόρους τους, από τα πιο λαϊκά στρώματα της βρετανικής επαρχίας, που είδαν να διαψεύδονται οι υποσχέσεις του Brexit με τις οποίες οι Συντηρητικοί απέσπασαν την ψήφο τους.
Η όλη ιστορία θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά διασκεδαστική, αν δεν αφορούσε εκατομμύρια πολίτες μιας σπουδαίας χώρας σε μια ταραγμένη εποχή αλλά και όλο τον πλανήτη λόγω του μεγάλου ειδικού βάρους της Βρετανίας.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι χρήσιμη, καθώς υπενθυμίζει τουλάχιστον δύο βασικά πολιτικά θέσφατα: πρώτον ότι τα πολιτικά ανέκδοτα είναι επικίνδυνα, διότι καμιά φορά εκλέγονται. Και δεύτερον ότι ο λαϊκισμός μπορεί ενίοτε να θέτει σωστά ερωτήματα, αλλά σπανίως δίνει σωστές απαντήσεις.