EXOYME ΦΤΑΣΕΙ –με πολύ κόπο– σ’ εκείνο το ενδιαφέρον σημείο, που θα γίνει μάχη για τη λάθος διατύπωση. Πέφτει πολύ «ξύλο» –και δικαίως– για τη χρήση ορθού λόγου στα social media, στα sites, σε δελτία ειδήσεων και εκπομπές.
Πλαντάζουμε (σ.σ.: και το ρήμα χρησιμοποιείται χωρίς καμία ειρωνεία) για το #metoo και για το πώς θα αποβάλουμε από τη ζωή μας τον σεξισμό, τον μισογυνισμό και τον κακοποιητικό λόγο. Αυτολογοκρινόμαστε, διορθώνουμε, ζητάμε συγγνώμη: όποια γυναίκα, άνω των 40, πει ότι μεγάλωσε σε πατριαρχικό περιβάλλον και δεν έκανε καμία προσπάθεια να ξεριζώσει έστω και το παραμικρό απομεινάρι εσωτερικευμένου μισογυνισμού από μέσα της, κάπου λίγο θα αυταπάται. Σε κάθε περίπτωση προσπαθούμε. Διαβάζουμε. Ενημερωνόμαστε. Ακούμε. Διορθώνουμε. Και πάλι από την αρχή.
Και μετά από τόση κουβέντα και τόση δουλειά, ξαφνικά –μπουμ!– τα μπράτσα της Γιάννας. Ο «γκόμενος» της Σάκκαρη. Το τέλος των φεμινιστικών μανιφέστων στο Twitter. Το τέλος της αρχής ότι κρινόμαστε όλες υπό το ίδιο δίκαιο πρίσμα, ακόμη κι αν πρόκειται για τις πλέον προκλητικές ή αμφιλεγόμενες περιπτώσεις του δημόσιου βίου. Το τέλος της αξιοπρέπειας, βασικά.
Κριτική στο μπράτσο της που χαλάρωσε και στον «γκόμενο» που διάλεξε δεν γίνεται. Η χλεύη του σώματος και της προσωπικής ζωής δεν είναι ούτε αριστερά ούτε δεξιά. Είναι αυτοεξευτελισμός και ακυρώνει όλη την προηγούμενη δουλειά.
Μάλλον, οι κραυγές περί κακοποιητικού λόγου δεν αφορούν όλες τις γυναίκες απεριόριστα, τελικά. Όταν η κουβέντα γίνεται για κάποιαν κτηνωδώς πλούσια, ε, σηκώνει και λίγο αλατοπίπερο. Επιτρέπεται το λαστιχάρισμα των φεμινιστικών ιδεωδών και των άλλων μαχητικών κατεβατών. Παύει να είναι σεξιστικό / μισογυνιστικό το σχόλιο για την εικόνα του σώματός της. Αποκτά άλλο νόημα η χονδροειδής κριτική, ειδικά αν διατυπώνεται από γυναίκες (!). Είναι φεμινισμός μέχρι εκεί που φτάνουν τα πόδια μας.
Λίγο παρακάτω, λίγα tweets και λίγα “what’s on your mind?” έπειτα, εμείς οι ίδιες, που εννοούμε να μην κρινόμαστε για τον «γκόμενο», τον σύζυγο, τον μπαμπά, θα την «πέσουμε» με ασυμμάζευτη μανία στο αυγό ημέρας, που την παλεύει με τη ρακετούλα του, κάπου μακριά από το real life οπτικό μας πεδίο.
Κάτι δεν βλέπουμε σωστά; Μήπως είναι πολιτικό το θέμα, οπότε ας μην πάρουμε θέση και διαταραχθεί η φεμινιστική μας ακεραιότητα;
Φυσικά και είναι (και πολιτικό το θέμα). Αλλά ας το συζητήσουμε γι’ αυτό, απογυμνωμένο απ’ οτιδήποτε άλλο. Ας συζητήσουμε για τη Γιάννα, τα έργα και τις ημέρες της, μακριά από τα μπράτσα, τις γάμπες και τα μαλλιά. Ας συζητήσουμε για τη Σάκκαρη, αλλά ας συμφωνήσουμε για τι συζητάμε: για τις αθλητικές της επιδόσεις ή για την επιλογή συντρόφου;
Η πρώτη είναι μια κουβέντα με συγκεκριμένο πλαίσιο, η δεύτερη φλερτάρει με το gossip, κατά τον ίδιο τρόπο που η γειτόνισσα μου φρονεί ότι μου άξιζε κάποιος καλύτερος... Με λίγα λόγια, η δεύτερη είναι μια κουβέντα που μπορεί να γίνει μπροστά στην απλωμένη μπουγάδα, κάτω από τις κάσκες του κομμωτηρίου, στην παραλία δίπλα από τα φτυσμένα κουκούτσια του καρπουζιού. Το πράγμα αλλάζει, αν, διαπιστωμένα, η προσωπική ζωή ωφελεί τον δημόσιο βίο, με αξιώματα εκτός αντικειμένου κ.λπ. Αλλά αυτό είναι κάτι άλλο και το συζητάμε, όταν συμβεί.
Και τέλος πάντων, φεμινισμός ανά περίπτωση δεν υπάρχει. «Φεμινισμός» που εμπλέκεται σε μικροπολιτικές κουβέντες με σεξιστικό πλαίσιο είναι φεμινισμός με προβιά.
Κριτική στη γυναίκα –στην οποιαδήποτε γυναίκα– για τον τρόπο που πολιτεύεται στη δημόσια σφαίρα γίνεται. Και –αμήν!– να είναι και η πιο εξαντλητική.
Κριτική στο μπράτσο της που χαλάρωσε και στον «γκόμενο» που διάλεξε δεν γίνεται. Η χλεύη του σώματος και της προσωπικής ζωής δεν είναι ούτε αριστερά ούτε δεξιά. Είναι αυτοεξευτελισμός και ακυρώνει όλη την προηγούμενη δουλειά. Το αυτό ισχύει και για το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που από χθες χλευάζεται για την εμφάνισή της.
Αυτού του είδους ο (καθόλου) ελαφρύς διασυρμός είναι πισωγύρισμα που –πρόθυμα– πολιτικοποιείται από ανθρώπους και των δύο κομμάτων. Ας συνέλθουν όλοι μαζί, άμεσα.