Ένα από τα credo μου σχετικά με το φαγητό είναι πως είναι τα μακαρόνια είναι προτιμότερο να τα τρώμε σπίτι μας, και δεν αναφέρομαι σε fine dining εκδοχές τους. Ποτέ μου δεν θα λαχταρούσα τόσο πολύ μια εστιατορική μακαρονάδα ώστε να βγω έξω για να παραγγείλω μόνο αυτή.
Αλλαξοπίστησα πριν από τρία χρόνια, όταν μια νεαρή μαγείρισσα με κάτι παραπάνω από αξιοπρόσεκτο για τα χρόνια της βιογραφικό αποφάσισε να αναβαθμίσει ένα από τα πιο comfort φαγητά, ανοίγοντας ένα μικρό μαγαζί στα ψηλά του Κολωνακίου, στην Πλατεία Δεξαμενής.
Μετά από εκείνη την πρώτη πέστο φιστίκι, την οποία μου είχε δώσει η Άλεξ Βασιλάτου για τον δρόμο, που η μυρωδιά της με ακολούθησε μέχρι το γραφείο και δεν σταμάτησα να τη σκέφτομαι για μέρες, άρχισα να βλέπω με άλλο μάτι τις μακαρονάδες που σερβίρονται έξω, έδωσα ευκαιρίες, βρήκα και άλλες που με κέρδισαν, όχι όμως τόσο όσο οι δικές της. To 2019, όταν πρωτοεμφανίστηκε το Alex the Fresh Pasta Bar εκείνη ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων ετών.
«Δεν υπάρχει πιάτο που να μου προσφέρει μεγαλύτερη ικανοποίηση από τα καλοφτιαγμένα ζυμαρικά και πιστεύω ότι πολλοί είναι εκείνοι που συμφωνούν μαζί μου».
Τα πρώτα της μαγειρέματα τα είχε κάνει δίπλα στην Κεφαλονίτισσα γιαγιά της, μέχρι που στα δεκαεπτά της έφυγε έξω για τις πρώτες της σπουδές πάνω στη μαγειρική, στη Le Cordon Bleu του Λονδίνου. Το 2015 τη βρήκε στο The Savoy Grill του Gordon Ramsay, μετά επέστρεψε για λίγο στην Ελλάδα προκειμένου να εργαστεί ως private chef, δημιουργώντας τη δική της πελατεία, και στα τέλη του 2016 μετακόμισε στο Παρίσι και στην κουζίνα του μονάστερου Mavrommatis.
Τα φρέσκα ζυμαρικά που φτιάχνει σήμερα δεν τα έμαθε σε κάποια από τις κουζίνες από τις οποίες πέρασε. Όταν ξανάφτιαξε βαλίτσες για την Αθήνα και έχοντας αποφασίσει ότι θα κάνει το δικό της προσωπικό βήμα, άρχισε να παιδεύεται με αυτά μόνη της, στην κουζίνα του σπιτιού της.
«Προφανώς στη σχολή μαγειρικής μού έδωσαν τις βάσεις, αλλά για να φτάσω στη συνταγή με την οποία άνοιξα το πρώτο μαγαζί αγόρασα μια επαγγελματική μηχανή και άρχισα να δοκιμάζω αναλογίες μέχρι να πετύχω την ιδανική υγρασία. Πέρασα μια trial & error περίοδο που κράτησε πολλούς μήνες, έφτιαχνα κάθε μέρα ζυμαρικά, σάλτσες και καλούσα φίλους να δοκιμάσουν. Όταν μου έλεγαν “αυτό δεν κάνει”, μπορεί να εκνευριζόμουν. Αλλά όταν τους άρεσε αυτό που έτρωγαν, έπαιρνα μεγάλη χαρά που τα κατάφερα. Καθάριζα στο τέλος τον χαμό που είχα προκαλέσει στην κουζίνα και την επόμενη μέρα ξεκινούσα πάλι από την αρχή».
«Δεν υπάρχει πιάτο που να μου προσφέρει μεγαλύτερη ικανοποίηση από τα καλοφτιαγμένα ζυμαρικά και πιστεύω ότι πολλοί είναι εκείνοι που συμφωνούν μαζί μου», αυτό μου απάντησε την πρώτη φορά που τη συνάντησα, όταν τη ρώτησα πώς αποφάσισε να ανοίξει ένα μαγαζί αποκλειστικά με μακαρονάδες, χωρίς πρώτα και εναλλακτικές σε κυρίως πιάτα, και όλο αυτό πριν ακόμα η πόλη γεμίσει με pasta bars.
To αρχικό της πλάνο ήταν να προσφέρει ποιοτικό φαγητό (κυρίως) σε πακέτο –μια και τα τραπέζια που μπορούσε να βγάλει ήταν λίγα– μετρημένες προτάσεις για εκείνες τις ημέρες που θέλουμε να φάμε κάτι γρήγορο αλλά όχι πρόχειρο.
Όμως, σιγά-σιγά όλο και περισσότεροι σκέφτονταν το όνομα «Άλεξ» όταν λαχταρούσαν μια ωραία, προσεγμένη μακαρονάδα, τόσοι που μπορούμε να μιλάμε για success story. Εκείνη είχε στο μυαλό της ότι θα κάνει κάτι οικογενειακό, με λίγους τακτικούς πελάτες, πως θα δουλεύει κυρίως με τη γειτονιά, εξού και ο πολύ μικρός χώρος όπου είχε στήσει την κουζίνα της, τον οποίο δεν σκόπευε να αφήσει σύντομα αν δεν αναγκαζόταν, όπως μου είπε.
«Ευτυχώς είμαι άνθρωπος που παίρνει γρήγορα αποφάσεις, οπότε, όσο δεμένη συναισθηματικά και αν ήμουν με τον παλιό μας χώρο, με το που έμαθα ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να λειτουργούμε εκεί βρήκα αυτόν εδώ, σκέφτηκα ότι ξεκινάει μια νέα εποχή, ότι πάμε για άλλα, καλύτερα».
Το πρώτο Alex the Fresh Pasta Bar μετρούσε μόλις εξήντα τετραγωνικά μέτρα, ενώ το νέο της σπίτι έχει εκατό ακόμα. Όταν πρωτοξεκίνησε, δούλευε στο μαγαζί εκείνη, ένας ακόμα μάγειρας, ένας άνθρωπος που είχε αναλάβει τα της καθαριότητας και ο μπαμπά της που τη βοηθούσε. Από τέσσερις στην Πλατεία Δεξαμενής, στην καινούργια της διεύθυνση στην οδό Μασσαλίας έγιναν δεκατέσσερις. Πήρε τα πολύχρωμα φαναράκια που χαρακτήριζαν την όψη της και έχουν την υπογραφή του Γιώργου Κουκουράκη και της Ρούλας Αντωνοπούλου, από την οποία έχει ένα ακόμα έργο - φωτιστικό στο ισόγειο, επέλεξε πιο χαμηλό φωτισμό για το cosy πατάρι της, και έφτιαξε μέσα σε δύο μήνες μόνη της έναν μοντέρνο χώρο με μερικές ρετρό λεπτομέρειες.
Η εικόνα της ημιυπόγειας πλέον ανοιχτής κουζίνας της έχει κάτι το γουστόζικο, ο πεζόδρομος της Καπλανών όπου βγάζει πλέον τα τραπέζια της είναι από τους πιο ήσυχους και γοητευτικούς που συναντάμε σε αυτή την περιοχή, που πιστεύεται ότι ανήκει στο Κολωνάκι αλλά σίγουρα έχει και κάτι από τον αέρα των Εξαρχείων. Με λίγα λόγια, η Άλεξ Βασιλάτου μετακόμισε στα «Κολωνάρχεια», και νομίζω ότι της πάνε περισσότερο.
Με τις συνταγές της να βασίζονται σε αναμνήσεις από σπιτίσια φαγητά, με τις πρώτες ύλες να είναι κατά κύριο λόγο εγχώριες και από μικρούς παραγωγούς, όπως είναι η μοτσαρέλα μπουράτα και η στρατσιατέλα που προμηθεύεται από το τυροκομείο Μπέκα και τα βιολογικά αυγά από την Εύβοια που χρησιμοποιεί για τα ζυμαρικά της – ο κατάλογος του Alex the Fresh Pasta Bar προσφέρει εφτά επιλογές.
Την Κλεοπάτρα με τις παπαρδέλες, με τη δική της πικάντικη κόκκινη σάλτσα με βούτυρο, μπούκοβο, σκόρδο, παρμεζάνα «και κάποια μυστικά», τη μακαρονάδα «ο κλασικός» με (φρέσκα πάντα) λιγκουίνι και μοσχαρίσιο κιμά, με κεφαλογραβιέρα Αμφιλοχίας, παρμεζάνα και στραγγιστό ελληνικό γιαούρτι, ένα πιάτο που έχει κάνει κόσμο να πει ότι το βάζει πάνω και από τα μακαρόνια με κιμά της μαμάς.
Τον «Ναυαγό» που γίνεται με τετράγωνο spaghetti alla chitarra, και είναι μια παραλλαγή της καρμπονάρας με κρέμα παρμεζάνας και σύγκλινο Μάνης, βούτυρο, ποσέ αυγά, crispy μπέικον και μαύρο πιπέρι. Το «τρουφάκι» φτιάχνεται με κοχυλάκια, με μανιτάρια και άσπρη σάλτσα με πάστα φρέσκιας μαύρης τρούφας που κατακλύζει με το άρωμά της τη σάλα.
Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας, η Άλεξ είχε κατα νου να βγάλει τις πιο «βαριές» μακαρονάδες μόλις έπιαναν οι πρώτες ζέστες, αλλά τις ζητούσαν και επέμεναν να μη δοκιμάσουν κάτι πιο ανάλαφρο, έτσι που τελικά τις άφησε στο μενού, και δεν βγήκαν ποτέ.
Εκτός από τις παραπάνω τέσσερις, signature και αμετακίνητες προτάσεις της, στα χειροποίητα και ζωγραφισμένα στο χέρι κεραμικά της πιάτα σερβίρει την «Αίγλη» με λιγκουίνι με αρωματικό λάδι από σκόρδο και θυμάρι και φρέσκα ντοματίνια, το «Αρωματικό» που είναι σαν λεμονάτο κοτόπουλο αλλά σε μακαρονάδα με λιγκουίνι, με γαλομυζήθρα και παρμεζάνα, και το «Καπνάκι» με λεπτό ριγκατόνι με κρέμα πιπεριάς Φλωρίνης και καπνιστό μετσοβόνε.
«Νομίζω ότι αυτό που αρέσει στον κόσμο εδώ είναι πως έχουμε επικεντρωθεί στο να προσφέρουμε καθημερινά ένα συγκεκριμένο προϊόν και να το κάνουμε καλά προκειμένου να γίνουμε ειδικοί σε αυτό. Όπως πιστεύω ότι παίζει ρόλο και το γεγονός ότι κρατάμε το μενού μας μικρό, δημιουργώντας του την ασφάλεια ό,τι όλα όσα βρίσκει είναι για εμάς ξεχωριστά και προσεγμένα», θα μου πει η Άλεξ και η αλήθεια είναι πως τα μονοθεματικά μαγαζιά με τους ικανούς μάγειρες που αφιερώνονται σε κάτι συγκεκριμένο δείχνουν να οδηγούν στην επιτυχία.
Το Alex the Fresh Pasta Bar έχει και τις εκπλήξεις του, αφού στην κουζίνα του ετοιμάζονται πιάτα ημέρας με υλικά εποχής, με προϊόντα παραγωγών που προσεγγίζουν κατά περιόδους τη σεφ και εκείνη τα αξιοποιεί και πειραματίζεται με αυτά στα φρέσκα της ζυμαρικά, που τα αντιμετωπίζει τόσο σαν κάτι οικείο που όλοι ξέρουμε και αγαπάμε όσο και σαν λευκό καμβά για να παραμένει δημιουργική, και εκείνη και η ομάδα της.
Πριν από μερικές μέρες είχε ετοιμάσει μια μακαρονάδα με κρέμα κουνουπιδιού και καμένο βούτυρο, με σεβίτσε γαρίδας και έξτρα ωμό μπρόκολο από πάνω. Τώρα που έχει περισσότερο χώρο στην κουζίνα ετοιμάζεται να κάνει και ραβιόλι, αναμένουμε να δοκιμάσουμε.
Μασσαλίας 16, Αθήνα, 210 3644142