ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΑΝ ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ της νέας χιλιετηρίδας, όταν πέρασα για πρώτη φορά την πόρτα του bistrot-bar à vin Le Baratin. Από την υποβαθμισμένη συνοικία της Belleville στο βορειοανατολικό Παρίσι ξεκίνησε η κουλτούρα –σε ό,τι αφορά την κατανάλωση– των κρασιών ελαχίστων παρεμβάσεων, για να φτάσουμε σχεδόν 25 χρόνια αργότερα σε καταστάσεις αφορισμών και υστερίας.
Θεωρητικά οι εναλλακτικές τάσεις κάθε δραστηριότητας έπρεπε να περιέχουν γερές δόσεις ανεκτικότητας, πρακτικά όμως καταλήγουν να γίνουν δόγματα.
Επιπλέον, αυτό που με τα χρόνια εξελίχθηκε σε «κίνημα νατουραλιστών» είναι κατακερματισμένο, καθώς οι ομάδες βάζουν συνεχώς αναχώματα μεταξύ τους σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις για το πώς και το γιατί χαρακτηρίζονται τα κρασιά. Καταστάσεις που συχνά θυμίζουν την ιδεολογική διαφοροποίηση μεταξύ μαρξιστών-λενινιστών και λενινιστών-μαρξιστών. Όμως στη ζωή, πόσο μάλλον στο κρασί, μας ενώνουν περισσότερα από όσα μας διχάζουν.
Οι οινικές εκδηλώσεις δεν είναι μόνο για δοκιμές αλλά και για παραγωγή συμπερασμάτων. Πρώτο και κύριο, ότι η κλιματική κρίση επηρεάζει κάποιες ποικιλίες αμπέλου με ταχύτητα που δεν προλαβαίνουμε να συνειδητοποιήσουμε. Δεν αναφέρομαι σε ακραία καιρικά φαινόμενα, αλλά στην αύξηση της θερμοκρασίας.
Με αυτές τις σκέψεις επέστρεψα από τις εκθέσεις κρασιών του Λίγηρα, που όλες έχουν ως προϋπόθεση την ήπια διαχείριση του αμπελιού και τις ελάχιστες παρεμβάσεις κατά τη διαδικασία οινοποίησης. Οι διαφορές μεταξύ τους είναι ότι κάποιες ζητάνε για τη συμμετοχή πιστοποίηση από επίσημους φορείς για τη βιολογική καλλιέργεια ή τις βιοδυναμικές πρακτικές, υπάρχουν όρια θειωδών χαμηλότερα από εκείνα που ορίζει η ευρωπαϊκή νομοθεσία, υπάρχει επιτροπή που δοκιμάζει τα κρασιά και επιλέγει ποια έχουν τη δυνατότητα να παρουσιαστούν στο κοινό. Τέλος, υπάρχουν και κάποιες εκδηλώσεις που «προϋποθέτουν» κάθε λογής οινολογικό σφάλμα ως προνόμιο, χωρίς να απασχολεί η κακοποίηση των γευστικών μας καλύκων.
Με επίκεντρο την πόλη Angers, που έχει 150.000 κατοίκους, στην κοιλάδα του ποταμού Λίγηρα, παρουσιάζονται ταυτόχρονα οι παρακάτω εκδηλώσεις, με αντίτιμο για την είσοδο από €5 έως €10. Συμμετέχοντες και επισκέπτες από κάθε γωνιά του πλανήτη δίνουν ραντεβού κάθε χρόνο για να δοκιμάσουν και να γιορτάσουν.
Salon Madavin Greniers St-Jean, έκθεση-θεσμός από τους εμβληματικούς οινοποιούς Nicola Joly και Mark Angeli. Οι 250 εκθέτες προσδοκούν την έκφραση των προελεύσεων μέσω βιολογικών και βιοδυναμικών πρωτοκόλλων. Άρτια διοργάνωση, «βαριά» ονόματα, όρεξη και αντοχές να έχει κανείς για να δοκιμάζει.
Les Pénitentes, εκδήλωση σε περιβάλλον ελευθεριότητας, χωρίς πρωτόκολλα. Έχει κάποιες αξιόλογες συμμετοχές και μπορείτε παράλληλα να συναντήσετε νέους οινοποιούς, που σε λίγα χρόνια θα έχουν περιζήτητα κρασιά.
Les Vins Anonymes, εκδήλωση χωρίς πλαίσιο, που απευθύνεται σε σκληροπυρηνικούς. Αν στο dark room ενός club η επιλογή γίνεται με την αφή, φανταστείτε ότι στην Anonymes γίνεται με την όσφρηση.
Salon Chai!, εκδήλωση αποκλειστικά για επαγγελματίες, που πραγματοποιήθηκε για δεύτερη χρονιά, από οινοποιούς που αγοράζουν σταφύλια (πιστοποιημένα βιολογικά ή βιοδυναμικά) από συμβαλλόμενους αμπελουργούς, χωρίς να έχει σημασία η γεωγραφική προέλευση.
La Dive Bouteille ή, αλλιώς, εκδήλωση «ταξίδι στο κέντρο της γης». Στη πανέμορφη Saumur (45' από την Angers), υπάρχουν σπήλαια τρωγλοδυτών που ανήκουν στο Maison Ackerman, όπου αποθηκεύονται τα αφρώδη κρασιά. Η Dive λοιπόν πραγματοποιείται σε αυτό το μοναδικό περιβάλλον, το οποίο κάθε άλλο παρά για δοκιμή κρασιών ενδείκνυται, αλλά υπάρχουν σπουδαίες συμμετοχές στους υποφωτισμένους διαδρόμους. Αν μάλιστα ντυθείτε clochard (περιφερόμενος ζητιάνος), θα κυκλοφορείτε όπως οι περισσότεροι εκεί μέσα. Μοναδική προϋπόθεση, να μην πάσχετε από κλειστοφοβία.
Salon de Vins Demeter, έκθεση με τη συμμετοχή εκατοντάδων οινοποιείων, που εφαρμόζουν πιστοποιημένα βιοδυναμικές πρακτικές. Στη φετινή διοργάνωση γιόρτασαν τα 100 χρόνια από το μανιφέστο «Farmers’ Course» του Rudolf Steiner, πατέρα του βιοδυναμισμού.
Οι οινικές εκδηλώσεις δεν είναι μόνο για δοκιμές αλλά και για παραγωγή συμπερασμάτων. Πρώτο και κύριο, ότι η κλιματική κρίση επηρεάζει κάποιες ποικιλίες αμπέλου με ταχύτητα που δεν προλαβαίνουμε να συνειδητοποιήσουμε. Δεν αναφέρομαι σε ακραία καιρικά φαινόμενα, αλλά στην αύξηση της θερμοκρασίας. Για παράδειγμα, ο χαρακτήρας της ποικιλίας Chenin Blanc έχει εντελώς αλλάξει οργανοληπτικά. Όποια τυπικότητα γνωρίζαμε, δυσκολευόμαστε πλέον να τη διακρίνουμε.
Σε διάσημες προελεύσεις φυτεύουν άλλες ποικιλίες (άρα χάνεται το κύρος της προέλευσης), που είναι πιο ανθεκτικές στα νέα δεδομένα.
Ταυτόχρονα, υπάρχει στροφή σε υβριδικές ποικιλίες, για να «αντέχουν». Όμως εδώ προκύπτουν ερωτήματα όπως: οργώνει κάποιος το αμπέλι με άλογο, εφαρμόζει μεθόδους οινοποίησης πολλών γενεών πίσω, υπάρχει ιδεολογική συνέπεια όταν φυτεύει ποικιλίες εργαστηρίου;
Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος, πιο λυπηρή από όλες τις παραπάνω, που αφορά το οικονομικό αδιέξοδο, το οποίο ανατρέπει κάθε έννοια βιωσιμότητας από νέους αμπελουργούς. Μετά τις εκθέσεις, επισκέφθηκα τον δυτικό Λίγηρα και συγκεκριμένα τον τόπο προέλευσης των λευκών κρασιών Muscadet, που προέρχονται από την ποικιλία Melon de Bourgogne. Στη διαδρομή προς τα οινοποιεία, όπου είχαν κανονιστεί δοκιμές, παρατήρησα πολλά εγκαταλελειμμένα αμπέλια. Ρώτησα την αιτία, για να λάβω την αποστομωτική απάντηση «πάνω από το 50% των αμπελουργών της περιοχής είναι σε ηλικία σύνταξης ή πλησιάζουν σε αυτή. Με την αβεβαιότητα που διέπει την αγροτική οικονομία και τους περιορισμούς που επιβάλλει στην αμπελοκαλλιέργεια η Ευρωπαϊκή Ένωση, κανένας νέος δεν είναι διατεθειμένος να ασχοληθεί».
Κατά τη διάρκεια της πτήσης επιστροφής στην Αθήνα, επεξεργαζόμουν τις σημειώσεις από το ταξίδι. Κυρίαρχο το αίσθημα ικανοποίησης από τις δοκιμές εκατοντάδων κρασιών, με μια δόση αβεβαιότητας για το τι μας επιφυλάσσει το μέλλον, μετά και τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των Ευρωπαίων αγροτών και τη «νίκη» που πέτυχαν οι Γάλλοι, με την αναστολή του σχεδίου περιορισμού χρήσης των παρασιτοκτόνων. Θυμήθηκα την επίσκεψη στην περιοχή του Jura το 2019, τέτοιες ημέρες. Εκεί λοιπόν, είχα τη τύχη να συναντήσω τον «πατριάρχη των κρασιών του Jura», τον υπερήλικα Pierre Overnoy. Στην κουζίνα του σπιτιού του, έκανε κυριολεκτικά μια πολύωρη διάλεξη για τα κρασιά της περιοχής, στην οποία κατέληγε: «Με ρωτούν συχνά γιατί ποτέ δεν χρησιμοποίησα ζιζανιοκτόνα και άλλα φάρμακα στο αμπέλι. Ο λόγος είναι απλός και βρίσκεται στις ελβετικές βιομηχανίες φυτοφαρμάκων κατά τη δεκαετία του ’60. Τότε λοιπόν, επειδή η νομοθεσία της Ελβετίας δεν επέτρεπε τη χρήση τέτοιων πρωτοεμφανιζόμενων σκευασμάτων, περνούσαν οι έμποροι τα σύνορα κι ερχόντουσαν στην περιοχή μας, προκειμένου να εφαρμόσουμε δοκιμαστικά τη χρήση τους, με προνομιακούς όρους. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο είδα τι συνέβη στη γη όσων δέχτηκαν και ορκίστηκα ποτέ να μην τα χρησιμοποιήσω».