Μ' αρέσει να σκέφτομαι τη ζωή του κρασιού, πως είναι κάτι το ζωντανό. Μ' αρέσει να σκέφτομαι τι γινόταν τη χρονιά που ωρίμαζαν τα σταφύλια, πώς έλαμπε ο ήλιος, αν έβρεχε. Μ' αρέσει να σκέφτομαι όλους τους ανθρώπους που φρόντισαν και μάζεψαν τα σταφύλια...».
Κάθε φορά που βρίσκομαι μπροστά σε μια βιτρίνα με κρασιά μού έρχονται στο μυαλό τα λόγια της Mάγια (Βιρτζίνια Μάντσεν) από το εξαιρετικό Sideways του Αλεξάντερ Πέιν, ίσως την καλύτερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ για το κρασί.
Τα λόγια αυτά θυμόμουν ξανά καθώς διάβαζα τις ετικέτες στις φιάλες κρασιού που ήταν τοποθετημένες ομοιόμορφα και με τάξη στα ράφια της Κάβας Ανθίδης στο Κολωνάκι, ενώ περίμενα τον ιθύνοντα νου της εταιρείας και λάτρη του κρασιού Ηλία Ανθίδη για να κάνουμε μια κουβέντα γύρω από την ιστορία, τα χαρακτηριστικά και τη νέα εποχή μίας από τις πιο διαχρονικές και αναγνωρίσιμες κάβες σε όλη την Ελλάδα.
Και η διαχρονικότητα είναι, νομίζω, το πιο ταιριαστό χαρακτηριστικό στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού η σχέση της οικογένειας Ανθίδη με τα ποτά και τα κρασιά αρχίζει το 1945 με τον Ηλία Ανθίδη (δηλαδή τον παππού του συνεντευξιαζόμενου), έναν πραγματικό bon vivant και εραστή των λεπτών γεύσεων και της ευζωίας.
Υπάρχει μια άνθηση του ελληνικού κρασιού. Βέβαια, οι Έλληνες παραγωγοί έχουν κάνει τεράστια ποιοτικά άλματα. Το κρασί φτιάχνεται στο αμπέλι. Οπότε, αυτήν τη στιγμή όλοι οι παραγωγοί επενδύουν στα αμπέλια τους προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι θα έχουν την καλύτερη πρώτη ύλη.
«Η κάβα ξεκίνησε ουσιαστικά από τον παππού μου. Η αδερφή μου κι εγώ είμαστε πια η τρίτη γενιά. Ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τότε στην Ελλάδα το ουίσκι Johnnie Walker και το λικέρ Grand Marnier. Το πουλούσε σε πάγκους έξω από την οδό Σοφοκλέους. Αργότερα άνοιξε και την πρώτη Κάβα Ανθίδης στην Αλεξάνδρου Σούτσου στο Κολωνάκι.
»Στη συνέχεια ανέλαβε τα ηνία ο πατέρας μου και το 1987 δημιούργησε την πρώτη δική του κάβα στην ίδια περιοχή, στην Υψηλάντου.
»Από κει αρχίζει ένα άλλο κεφάλαιο για την επιχείρηση, η οποία τις δεκαετίες '90 και '00 φτάνει να συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους προμηθευτές εστιατορίων και ξενοδοχείων στην Αττική αλλά και σε πολύ σημαντικές τουριστικές μονάδες σε όλη την Ελλάδα» λέει ο Ηλίας Ανθίδης, αφηγούμενος την ιστορία της κάβας.
Πού οφείλεται, άραγε, η συνέπεια και η διαχρονικότητα αυτών των 75 ετών; «Ο πατέρας μου ήταν πάντα πρωτοπόρος. Έκανε πολλά ταξίδια κι έτσι ανακάλυπτε διάφορα ποτά σε όλο τον κόσμο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, μέχρι και πριν από δέκα χρόνια, όταν δηλαδή δεν υπήρχαν τόσοι εισαγωγείς όσοι σήμερα στην Ελλάδα, εμείς να τα έχουμε στα ράφια μας.
»Προσπαθούσαμε πάντοτε να έχουμε τη μεγαλύτερη ποικιλία. Δεν είναι τυχαίο που έλεγαν "αν δεν τον βρεις στον Ανθίδη, δεν θα το βρεις πουθενά". Αυτό τον τίτλο προσπαθήσαμε να τον διατηρήσουμε γιατί η αλήθεια είναι πως η οικονομική κρίση μάς επηρέασε, και μάλιστα πολύ. Όταν πρωταγωνιστείς σε έναν τομέα όπως η τροφοδοσία εστιατορίων και ξενοδοχείων, ε, είσαι ο πρώτος που παίρνει η μπάλα.
»Τότε ήταν, το 2011, που αποφασίσαμε με την αδερφή μου Άρτεμι να κάνουμε το δικό μας ξεκίνημα και φτιάξαμε νέα κάβα στο Κολωνάκι, στην Πατριάρχου Ιωακείμ».
Αυτός ο χαρακτήρας της οικογενειακής επιχείρησης διατηρείται αναλλοίωτος μέχρι τις μέρες μας, αφού στις κάβες δουλεύουν τόσο οι δύο αδερφές του Ηλία Ανθίδη, Άρτεμις και Νεφέλη, όσο και η σύζυγός του, Μαρίνα, ενώ και οι γονείς είναι πάντα έτοιμοι να συνδράμουν με την εμπειρία τους ή να βοηθήσουν σε ό,τι χρειαστεί.
Ο ίδιος, όπως ομολογεί, «κόλλησε το μικρόβιο» από πολύ μικρός. «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είμαι μέσα στην κάβα. Υπάρχουν φωτογραφίες μ' εμένα σε ηλικία 8 ετών που το αποδεικνύουν. Τα καλοκαίρια, όταν δεν είχαμε σχολείο, δούλευα στην αποθήκη και όταν έκλεισα τα 18 έπιασα δουλειά ως οδηγός στην εταιρεία.
»Όταν πέρασαν τα χρόνια και αφού ολοκλήρωσα τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις ανέλαβα ορισμένα κομμάτια της δουλειάς. Έχω περάσει απ' όλα τα στάδια της εταιρείας. Έχω κάνει αποθήκη, διανομή, τιμολόγηση, τηλέφωνο, τα πάντα».
Σήμερα η εταιρεία διατηρεί τρεις κάβες λιανικής στο Μαρούσι, στη Γλυφάδα αλλά και επί της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ στο Κολωνάκι. Υπάρχει, επίσης, η κεντρική αποθήκη και τα γραφεία στη Μεταμόρφωση Αττικής.
Στις κάβες Ανθίδης μπορεί κανείς να βρει τεράστια ποικιλία ελληνικών και ξένων κρασιών αλλά και μια μεγάλη συλλογή από όλα τα αποστάγματα όπως ουίσκι, ρούμι και κονιάκ, καθώς επίσης και πολλές παλαιωμένες σαμπάνιες (στο κατάστημα του Αμαρουσίου υπάρχουν μερικές που χρονολογούνται από τη δεκαετία του '80).
Μέσα σε αυτά τα επτά χρόνια η φιλοσοφία της εταιρείας έχει αλλάξει ελαφρώς, δίνοντας έμφαση σε νέες ιδέες. «Αυτό που μας διακρίνει πλέον είναι ο νεωτερισμός. Σκεφτόμαστε συνεχώς καινούργια πράγματα» λέει ο Ηλίας Ανθίδης και αναφέρεται σε ένα από αυτά:
«Για παράδειγμα, ενσωματώνουμε τώρα στις κάβες και τα dispensers κρασιού. Ο πελάτης θα μπορεί πια να δοκιμάζει το κρασί που θέλει επί τόπου.
»Επίσης, θα έχει την ευκαιρία να γευτεί κάποια σπάνια, ακριβά κρασιά που πιθανότατα δεν θα μπορούσε να αγοράσει. Αν, ας πούμε, έχουμε στο dispenser ένα κρασί αξίας 500 ευρώ και μπορεί κάποιος να το δοκιμάσει δίνοντας 20 ευρώ, γιατί να μην το κάνει;»
Ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια της κάβας είναι αυτά των δώρων! Δηλαδή επαγγελματικά, επιχειρηματικά και προσωπικά δώρα που μπορούν να φτιαχτούν κατά παραγγελία, με τη δυνατότητα επιλογής της συσκευασίας και των ποτών που θα περιέχει.
Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Είτε σε ένα από τα καταστήματα είτε μέσω της βραβευμένης εφαρμογής «Gift Maker» του e-shop της εταιρείας (www.anthidis.gr). «Οι συσκευασίες και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε είναι σχεδόν αποκλειστικής μας εισαγωγής με επιλογές για όλα τα βαλάντια».
Στα νεωτερικά στοιχεία συγκαταλέγεται, φυσικά, και το κλαμπ «Ανθίδης» που διοργανώνει μοναδικές βραδιές γευσιγνωσίας με καινούργια προϊόντα, είτε κρασιά είτε ποτά, το οποίο προσφέρει και διάφορες παροχές στα μέλη.
Όταν του ζητάω να μου εξηγήσει πώς επιλέγονται τα κρασιά και τα ποτά που γεμίζουν τα ράφια ο Ηλίας Ανθίδης δεν το πολυσκέφτεται και απαντά με τρεις λέξεις: «Ποιότητα, σπανιότητα, προοπτική». Το εξηγεί, όμως, περισσότερο.
«Βασικά, πρώτα απ' όλα, αυτό που κοιτάμε είναι η ποιότητα του προϊόντος. Συντασσόμαστε βεβαίως με τα trends, αλλά ταυτόχρονα ψάχνουμε και για το διαφορετικό! Πότε μου δεν κατάλαβα ή δεν δέχτηκα, αν θέλεις, πώς γίνεται ένα ροζέ κρασί να κοστίζει πάνω από 50 ευρώ στο ράφι. Όσον αφορά το κρασί, νομίζω πως υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να τα θυσιάζουμε στον βωμό του μάρκετινγκ».
Οι περισσότεροι πελάτες που μπήκαν στην κάβα, όσο τουλάχιστον βρισκόμουν εγώ εκεί, αγόρασαν ή ζήτησαν να ενημερωθούν για κάποιο από τα κρασιά. Ορισμένοι, μάλιστα, ήξεραν ακριβώς τι ζητούσαν και έμοιαζαν αρκετά ενημερωμένοι. Έτσι, τον ρωτάω αν είναι όντως το κρασί αυτό που προτιμάει ο κόσμος στην Ελλάδα.
«Στην προ κρίσης εποχή ο κόσμος αγόραζε περισσότερο ποτά. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η τάση αυτή έχει αλλάξει. Γιατί αν ένα μπουκάλι ουίσκι, το φθηνότερο, έχει 18-20 ευρώ, ένα κρασί έχει 6.
»Ένας ακόμη λόγος που συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι επειδή ο κόσμος αρχίζει να καταλαβαίνει πλέον ότι το κρασί είναι μια διαρκής αναζήτηση, μια ιστορία μέσα από την οποία μπορεί κανείς να διδαχτεί πολλά πράγματα».
«Ποια είναι τα στοιχεία που κάνουν καλό ένα κρασί;» ρωτάω. «Έχει να κάνει με τη σοδειά, με την περιοχή, με τον τρόπο οινοποίησης και φυσικά με το στυλ του κάθε παραγωγού. Μπορεί να φτιάχνει ένα κρασί πιο μοντέρνο και φρέσκο που είναι δυνατό να καταναλωθεί άμεσα ή ένα κρασί βαθιάς παλαίωσης που θα πρέπει να ανοιχτεί σε 20 ή περισσότερα χρόνια» απαντά με σιγουριά ο Ηλίας Ανθίδης.
Τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως το ελληνικό κρασί γνωρίζει μεγάλη άνθηση, με τους Έλληνες οινοπαραγωγούς να κερδίζουν τη μία διεθνή διάκριση μετά την άλλη. Ισχύει, άραγε, κάτι τέτοιο ή αυτό συνέβαινε πάντα και μας κάνει τώρα εντύπωση επειδή έχουν αυξηθεί οι τρόποι προβολής λόγω του Διαδικτύου;
«Είναι αλήθεια. Υπάρχει μια άνθηση του ελληνικού κρασιού. Βέβαια, οι Έλληνες παραγωγοί έχουν κάνει τεράστια ποιοτικά άλματα. Το κρασί φτιάχνεται στο αμπέλι. Οπότε αυτήν τη στιγμή όλοι οι παραγωγοί επενδύουν στα αμπέλια τους προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι θα έχουν την καλύτερη πρώτη ύλη.
»Οι κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας, δηλαδή οι κρύοι χειμώνες, τα ζεστά καλοκαίρια και οι μέτριες βροχοπτώσεις είναι ιδανικές συνθήκες για την παραγωγή ποιοτικού σταφυλιού και αυτό έχει κάνει τους Έλληνες παραγωγούς πολύ ανταγωνιστικούς σε σχέση με τους ξένους».
«Είναι και πιο ενημερωμένος ο κόσμος γύρω από το κρασί, έτσι δεν είναι;» ρωτάω. «Ναι. Παλαιότερα ο πελάτης ερχόταν στην κάβα και μας ζητούσε να του προτείνουμε κάτι. Εμείς μπορεί να προτείναμε ένα ελληνικό κρασί, ένα ξένο, οτιδήποτε. Πλέον έρχεται πιο στοχευμένα. Ξέρει, πάνω κάτω, τι θέλει και δεν αφήνει πολλά περιθώρια για προτάσεις.
»Επίσης, προτιμάει τον ελληνικό αμπελώνα σε σχέση με τον ξένο, ίσως θεωρώντας ότι έτσι βοηθάει και τη χώρα. Πριν από την κρίση η αναλογία ήταν 60% ελληνικό, 40% ξένο. Τώρα είμαστε στο 80%-20%.
»Σε κάθε περίπτωση, όμως, υπάρχουν πολλοί καινούργιοι παραγωγοί και πολύ ποιοτικές επιλογές, οπότε αυτές είναι που καταλαμβάνουν περισσότερο χώρο στα ράφια μας».
Πριν φύγω τον ρωτάω ποια είναι τα σχέδιά του για το μέλλον της Κάβας Ανθίδης. «Να εξυπηρετώ όσο περισσότερο κόσμο μπορώ. Και αυτό πιστεύω πως μπορεί να γίνει μέσω της αμεσότητας του προϊόντος.
»Θέλω να εξοπλίσω ακόμη περισσότερο τα dispensers με κρασιά για να μπορεί ο κόσμος να κάθεται στην κάβα και να δοκιμάζει και να εμπλουτίσω αυτή την εμπειρία, προσφέροντας διάφορα συνοδευτικά, όπως τυριά και αλλαντικά. Να γίνει η κάβα ένα είδος deli-wine bar. Αυτό είναι το επόμενο βήμα».
Ιnfo:
Γρηγορίου Λαμπράκη 77, 210 9690234, Γλυφάδα
Λ. Κηφισίας 76, 210 6127325, Μαρούσι
Π. Ιωακείμ 45, 210 7251050, Κολωνάκι
e-shop: www.anthidis.gr
σχόλια