«Αν με ρωτούσες πριν από δέκα χρόνια ποιο είναι το αγαπημένο μου φαγητό, η απάντηση θα ήταν μάλλον ένα λίτρο παγωτό σοκολάτα με κομμάτια brownies. Κοτόπουλο με πατάτες, πάντα τηγανητά, με μια γενναία δόση σάλτσας μπάρμπεκιου. Δεν είχε καμία σημασία αν ήταν του εμπορίου ή αν τα έφτιαχνα από την αρχή στην κουζίνα μου, η ουσία ήταν ότι τα έτρωγα για να νιώσω καλά, τόσο από το εκρηκτικό πάρτι γεύσεων στον ουρανίσκο, όσο και από το ανεπανάληπτο “ανέβασμα” της ψυχολογίας» λέει ο food blogger και σεφ Τάσος Αντωνίου στο νέο βιβλίο του Μαμά, πεινάω αλλά θα μαγειρέψω εγώ! που περιέχει 83 «νόστιμες, εύκολες και υγιεινές συνταγές». Η περιπέτεια που πέρασε με την υγεία του αλλά και η εμπειρία του με τις κουζίνες του κόσμου και τη μαγειρική, τον οδήγησαν σε ένα ταξίδι στην ισορροπημένη διατροφή, με ολόφρεσκα εποχιακά προϊόντα, φρούτα και λαχανικά που μπορεί να βρει κανείς τους πάγκους της λαϊκής σε πολύ προσιτές τιμές. Τα γεύματα που άλλαξαν κυριολεκτικά τη ζωή του υπάρχουν σ’ αυτό το βιβλίο, έναν οδηγό για μια διατροφή με υγιεινά πιάτα, εύκολα στην παρασκευή και νόστιμα, που μπορούν να αλλάξουν την κατάσταση του σώματος και τη διάθεση· κυρίως comfort food ελληνικά, με δάνεια από τις κουζίνες όλου του κόσμου.
«Πήγαινα στο Δημοτικό σχολείο του Πειραιά, και περνώντας έξω απ’ το Βαρούλκο έβλεπα τον Λαζάρου –ο οποίος έμενε απέναντι απ’ το σπίτι μας– κι είχα απορίες» λέει. «Αυτή ήταν η πρώτη εικόνα που είχα από μαγαζί. Μετά, στην κουζίνα της μαμάς, το φαγητό στο σπίτι. Στην Πέρδικα της Αίγινας που πηγαίναμε για διακοπές, τρώγαμε στο διάσημο εστιατόριο «Νώντας», κι ήμουν πάντα δίπλα του στην κουζίνα και τον ρωτούσα “πώς κόβεις τη σαλάτα;”. Ή για τα φρέσκα ψάρια, για τα καΐκια, για διάφορα. Επίσης, αργότερα έμαθα ότι ο παππούς μου και η γιαγιά μου είχαν το εστιατόριο του χωριού στην Άνω Ακράτα, αλλά τον παππού μου τον Τάσο δεν τον γνώρισα ποτέ και η γιαγιά μου πέθανε όταν ήμουν πολύ μικρός. Το φαγητό υπάρχει δηλαδή στο DNA μου. Από κει και πέρα, πάντα λάτρευα τις γεύσεις, την επικοινωνία, το φαγητό. Είμαι στην κουζίνα αλλά πιο πολύ μου αρέσει η επικοινωνία, το να υποδέχεσαι τους ανθρώπους – είναι σαν να καλωσορίζεις κάποιον στο σπίτι σου. Αυτό μ’ αρέσει πάρα πολύ.
Είναι όπως αν δεν ψηφίζεις, δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς και να κρίνεις την πολιτική κατάσταση. Μπορείς να κρίνεις αυτά που σερβίρονται έξω, αλλά για να καταλάβεις πώς έχει φτιάξει το φαγητό ο μάγειρας πρέπει να έχεις μαγειρέψει κι εσύ.
Η πρώτη ανάμνηση που έχω με φαγητό είναι τα καλαμπόκια στην παραλία της Ακράτας, κοτόπουλο ψητό στην αυλή του σπιτιού εκεί, ψημένο σε κλαδιά πορτοκαλιάς και ελιάς. Φτιάχναμε μια φωτιά μέχρι εκεί πάνω και τρόμαζα επειδή ήμουν μικρούλης, βάζαμε το κοτόπουλο πάνω στα κάρβουνα και μετά λεμόνι, λαδορίγανη, αλάτι και πιπέρι. Και το τρώγαμε με τηγανητές πατάτες. Ήταν το καλύτερο φαγητό, και αυτή η καλύτερη ανάμνηση που έχω. Στο σπίτι είχαμε καλαμποκιές και αρκετά δέντρα με φρούτα – μουσμουλιές, πορτοκαλιές. Και μετά, στην Αίγινα, θυμάμαι τα ψάρια και τα χταπόδια που είχαμε σε αφθονία.
Πάντα αγαπούσα το φαγητό και κάποια στιγμή ήθελα να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτό. Ξέρεις γιατί; Έβγαινα έξω και δεν έβρισκα αυτά που ήθελα. Υπήρχε τότε το Αθηνόραμα, που είχε οδηγό για ψαγμένα εστιατόρια, για ριζότι κ.λπ., αλλά εγώ ήθελα πιο street food, πιο πολλά απλά πράγματα. Έτσι αποφάσισα να κάνω ένα βιβλίο το οποίο θα λέγεται Μαμά Πεινάω, και προσπάθησα να το εκδώσω. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο, γιατί δεν ήμουν στο χώρο· φαντάσου, ένας άγνωστος άνθρωπος να κάνει τότε κάτι τόσο προοδευτικό. Κι επειδή καθυστερούσα να βρω εκδοτικό οίκο, λέω θα κάνω το mamapeinao.gr και στο site αυτό θα εντάξω όλα όσα είχα στο μυαλό μου. Έβαζα συνεντεύξεις από ανθρώπους που αγαπούσαν το φαγητό, έβαζα συνταγές, έγραφα όσα έβλεπα στα ταξίδια μου, γενικότερα ιστορίες γύρω από το φαγητό. Τότε, λοιπόν, γίνεται το μπουμ του food blogging, κι είμαι από τους πρώτους που ξεκινάνε να βγάζουν φωτογραφίες. Σκάει λοιπόν το trend, με πλησιάζουν οι εταιρείες και ο κόσμος της γεύσης, και ξεκινάω να ανεβάζω υλικό. Ήμουν ο πρώτος που έβαλε στην digital εποχή το φαγητό. Μετά έκανα στούντιο δικό μου –ποτέ δεν μαγείρευα από την κουζίνα του σπιτιού–, έβγαζα ωραίες φωτογραφίες με το κινητό, κι έτσι ξεκίνησα να μπαίνω πιο πολύ στα πράγματα.
— Στην Αγγλία γιατί πήγες;
Για σπουδές. Έχω σπουδάσει communication και γαστρονομία, έχω κάνει πολλά σεμινάρια για το κρασί, την μπίρα – και μαγειρικά. Οπότε μπορείς να πεις ότι έχω τη γνώση ενός επαγγελματία σεφ, κι ας μην έχω εξασκήσει το επάγγελμα ποτέ.
— Μαγειρεύεις, ωστόσο.
Φουλ. Μαγειρεύω στο στούντιο, δεν μαγειρεύω στο σπίτι – η κουζίνα του σπιτιού είναι κλειστή. Κάποια στιγμή έκανα και δύο μαγαζιά με έναν συνεργάτη, ένα με smash burger και ένα με φρέσκα ζυμαρικά, αλλά τελικά φάνηκε ότι είχαμε διαφορετικό όραμα, οπότε εγώ αποχώρησα. Τα μαγαζιά πάντως πήγαν πολύ καλά και ο κόσμος τα αγκάλιασε, ειδικά το smash burger το είχαν λατρέψει στα νότια προάστια. Τα πρώτα smash burger στην Αθήνα τα φτιάξαμε ο Νουρλόγλου, το Birdman κι εγώ. Τα δικά μου ήταν πιο προσιτά στην τιμή, δεν ήταν ούτε βιολογικά ούτε premium.
— Πότε πήγες στο Λονδίνο;
Ξεκίνησα να πηγαίνω όταν ήμουν 18 χρονών, μετά έκανα ένα break, και τα τελευταία δέκα χρόνια περνάω εκεί αρκετό καιρό, έχω σπίτι. Έχω αλλάξει πολλές γειτονιές, κι αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί γνώρισα πολλές διαφορετικές κουλτούρες. Κάποια στιγμή πήγα για τέσσερις μήνες στη Νέα Υόρκη, έχω ζήσει εκεί συνολικά έξι μήνες – διαφορετικές εμπειρίες, άλλα πράγματα, άλλες μυρωδιές. Στο Λονδίνο μού αρέσει που ακόμα και σε ένα απλό σουπερμάρκετ της γειτονιάς να πας, έχει πράγματα που εδώ δεν τα διανοείσαι – φρούτα, λαχανικά, πατάτες. Έχει δέκα διαφορετικές πατάτες, ντομάτες σε διαφορετικά χρώματα, και είναι και σε αρκετά προσιτή τιμή, οπότε μπορείς να πειραματιστείς. Επίσης έχει πάρα πολλά εστιατόρια, γνωρίζεις ανθρώπους απ’ όλο τον πλανήτη, είναι δίπλα σου, στη δουλειά σου, δεν μπορείς να πιστέψεις αυτό που σου συμβαίνει. Δηλαδή αν σε καλέσει ο άλλος στο σπίτι σου να σου μαγειρέψει, έστω κάτι απλό, αυτό είναι σαν σοβαρό σεμινάριο. Οπότε πειραματίστηκα, έπαιξα με τα υλικά, είχα χρόνο να δοκιμάσω φαγητό από διάφορες χώρες. Περπατούσα πάρα πολύ, γενικότερα προσπαθώ να μην πάρω ούτε λεωφορείο ούτε μετρό, ούτε ταξί· περπατάω όσο περισσότερο γίνεται. Έτσι τρύπωνα σε μέρη που δεν είχε γράψει ούτε το Time Out γι’ αυτά. Δοκίμασα πάρα πολλά, είδα πάρα πολλά, γνώρισα κόσμο. Δυστυχώς, πολλά μικρά μαγαζιά που είχαν συγκλονιστικό φαγητό, μια κυριούλα κι ένας κυριούλης που μαγείρευαν ταϊλανδέζικο π.χ., σε δυο μήνες δεν υπήρχαν ή δεν ήταν το ίδιο – κυρίως γιατί πήγε μια μεγάλη εφημερίδα κι έγραψε γι’ αυτά, και έχει πλέον απέξω ουρά 500 ατόμων. Εκεί δεν μπορείς πλέον να πλησιάσεις. Στο Λονδίνο τα πάντα κινούνται γρήγορα, οπότε έχεις πολλές ευκαιρίες για καλό φτηνό φαγητό, αλλά πρέπει να πιάσεις το ρυθμό τους και να το πετύχεις στη σωστή στιγμή, γιατί αυτό που τρως σήμερα μάλλον δεν θα το ξαναφάς ποτέ.
— Τα ταξίδια πόσο σου άλλαξαν την αντίληψη που έχεις για το φαγητό;
Κοίτα, το ταξίδι του τουρίστα είναι διαφορετικό από το να πας και να ζήσεις σε ένα μέρος. Όταν έζησα τέσσερις μήνες στη Νέα Υόρκη πήγαμε στα τουριστικά μαγαζιά, αλλά αυτό τελείωσε κάποια στιγμή. Έτσι πήγαμε εκεί που πηγαίνουν οι υπάλληλοι των εστιατορίων για να φάνε πριν πάνε σπίτι τους. Εκεί που με πέντε δολάρια, οχτώ, δέκα, έτρωγες κάτι απίστευτο. Σε κρυφά σημεία, σε Speakeasy, σε μέρη που δεν μπορούσε να φάει ένας τουρίστας, γιατί δεν τον ήθελαν σ’ αυτά τα μαγαζιά. Οπότε άνοιξε το μυαλό μου και άρχισα να βλέπω τα πράγματα τελείως διαφορετικά, πολύ ανοιχτόμυαλα, γιατί είναι διαφορετικό το επίπεδο του τουρίστα και διαφορετικό του ντόπιου. Κάποτε ήμουν στο πρώτο επίπεδο, τώρα είμαι στο δέκατο, που σημαίνει ότι πράγματα που μπορεί να αρέσουν σε κάποιον που πηγαίνει στο Λονδίνο για ένα σαββατοκύριακο, εγώ θεωρώ ότι απλά δεν τρώγονται. Αυτό που θεωρεί π.χ. καλό κρουασάν κάποιος, για μένα ίσως είναι απλώς ένα τυπικό κρουασάν, καθώς πλέον θα αναζητήσω ένα πραγματικά καλό κρουασάν, που έχει ψηθεί πριν από μισή ώρα το πολύ. Τα κρουασάν που έχουν ψηθεί έξι και εφτά ώρες πριν σε μια χώρα που κάνει και κρύο, είναι σαν τούβλο, κι ας έχουν ποιοτικά υλικά.
— Καλό φαγητό τι είναι για σένα;
Νομίζω ότι είναι η συνολική εμπειρία και όχι τόσο το ίδιο το φαγητό. Είναι και οι αναμνήσεις, και οι εικόνες, και η παρέα, οι φίλοι, οι στιγμές, τι σκεφτόμαστε εκείνη τη στιγμή. Σίγουρα όμως καλό φαγητό είναι η καλή πρώτη ύλη. Μπορείς να φας και μια χαζομάρα, αλλά αν είσαι με το αγαπημένο σου πρόσωπο δεν θα δώσεις σημασία στο τι τρως. Αλλά όλα μαζί, υποσυνείδητα, σε οδηγούν στο καλό και στο κακό. Αν όμως είσαι πολύ συνειδητοποιημένος, το καλό φαγητό είναι το απλό, νόστιμο, καλομαγειρεμένο φαγητό. Πιστεύω ωστόσο ότι η ψυχολογία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο καλό, σε αυτό που εννοούν όλοι καλό.
— Χρειάζεται να έχεις εμπειρία με το φαγητό για να μπορείς να κρίνεις κάτι που τρως; Να έχεις φάει διαφορετικά πράγματα δηλαδή, ή να μαγειρεύεις στο σπίτι σου;
Ισχύουν όλα όσα είπες. Είναι όπως αν δεν ψηφίζεις, δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς και να κρίνεις την πολιτική κατάσταση. Μπορείς να κρίνεις αυτά που σερβίρονται έξω, αλλά για να καταλάβεις πώς έχει φτιάξει το φαγητό ο μάγειρας πρέπει να έχεις μαγειρέψει κι εσύ. Όταν ξεκίνησα όλη αυτή την ενασχόληση και με καλούσαν σε κάποιο τραπέζι με μεγάλα ονόματα κριτικών γεύσης, δεν μίλαγα. Με ρωτούσαν «πώς σου φαίνεται;» κι έλεγα «μαθαίνω ακόμα». Πέρασαν πολλά χρόνια για να έχω άποψη. Πέρσι άρχισα να μιλάω. Πλέον έχω δοκιμάσει φαγητό σε πολύ μεγάλα εστιατόρια και σε πολύ μικρά, από πολύ καλές μαγείρισσες, από το καλύτερο μαγαζί μέχρι το χειρότερο. Και πλέον δεν χρειάζεται να δοκιμάσω τα πάντα για να μπορώ να καταλάβω· εκπαιδεύεται και το μάτι και το στόμα, όλα μαζί βοηθούν στο να πεις αν κάτι είναι καλό ή κακό.
— Πόσο έχει αλλάξει με τα χρόνια ο τρόπος που μαγειρεύεις;
Όποτε είμαι στο Λονδίνο, αλλά και γενικότερα όπου ταξιδεύω, αγοράζω συνέχεια και μαζεύω πράγματα – σκόνες, μπαχαρικά, διάφορα. Κι αυτή τη στιγμή έχω 40 υλικά στο στούντιο που δεν έχω προλάβει να τα αξιοποιήσω. Αυτόν τον καιρό πειραματίζομαι, φτιάχνω στο στούντιο φαγητό για πειραματισμό, είναι το χόμπι μου, με ιντριγκάρει. Οι συνταγές που έχω στο βιβλίο είναι πιάτα που μου αρέσουν πολύ, που τα έχω παντρέψει με κάποια άλλα και τα έχω κάνει και λίγο ελληνικά μερικά. Αλλά στο στούντιο δεν μαγειρεύω για να φάμε, εκτός κι αν έχω καλεσμένους φίλους. Έχω ένα air fryer και αυτές τις μέρες τεστάρω συνταγές γι’ αυτό, είναι test kitchen πιο πολύ. Δεν φτιάχνω κοκκινιστό ή φασολάκια δηλαδή.
— Πες μου γι’ αυτό που γράφεις στην εισαγωγή του βιβλίου, για την έκφραση «τρώω τα συναισθήματά μου», που σου είχε γίνει τρόπος ζωής.
Κάποια στιγμή έφτασα τα 106 κιλά και δεν ένιωθα καλά, έτρωγα χαζά, ήμουνα down και έπαιρνα ένα λίτρο παγωτό και το έτρωγα σε δέκα λεπτά, μετά τα ίδια ξανά και ξανά, γιατί ήμουν συνέχεια χάλια. Και ξέρεις, με τη ζάχαρη ξεκινάς, δοκιμάζεις, τρως, τρως και δεν σταματάς ποτέ· είναι ναρκωτικό, οπότε έβαλα τέλος. Έπρεπε να το κάνω κιόλας, γιατί έβγαλα τη χολή τον Σεπτέμβρη κι έκανα μια αυστηρή δίαιτα, χωρίς γλυκά, χωρίς γάλα, χωρίς τυριά, μόνο με κοτόπουλο, ψάρι και λαχανικά πολύ καλά βρασμένα. Και είδα ότι δυσκολεύτηκα μια-δυο μέρες, αλλά μετά το πράγμα πήγε μόνο του. Η ενέργεια λοιπόν που είχα ήταν τεράστια, γιατί όταν τρως γλυκά, σαβούρα και βλακείες και junk, εκείνη τη στιγμή έχεις πολύ καλή διάθεση αλλά μετά πέφτεις απότομα ψυχολογικά. Μετά από τρεις μήνες που έκανα αυτή τη διατροφή, είδα ότι κάθε μέρα είχα καλύτερη διάθεση και πιο πολλή ενέργεια· άρχισα να πετάω, ένιωσα φανταστικά και σκέφτηκα «κοίτα δεις που γίνεται!». Πέταξα έτσι τα τηγανητά από τη διατροφή μου, κι άρχισα να βάζω πολλά λαχανικά, καλά λαχανικά, να χρησιμοποιώ λιγότερο αλάτι, λιγότερο κόκκινο κρέας αλλά καλύτερο – μια καλή μπριζόλα. Στην αλλαγή μου αυτή έβαλα τις συνταγές που υπάρχουν στο βιβλίο μου, συνταγές που μου αρέσει πολύ να τρώω. Έβαλα ένα poke bowl· θεωρώ ότι είναι πολύ απλό, αρκεί να έχεις καλή πρώτη ύλη – καλό σολομό. Και τα τάκος μού αρέσουν πάρα πολύ, τάκος με ψάρι. Αν βγάλεις το ψάρι και βάλεις κοτόπουλο, πάλι θα είναι μια χαρά η συνταγή. Κι έχω και αρκετές εναλλακτικές επιλογές, είτε ο άλλος είναι vegan είτε του αρέσει το κρέας, να μπορεί να πειραματιστεί. Είναι παρεΐστικες συνταγές, αλλά κάποιος μπορεί να τις φτιάξει και για ένα άτομο. Επίσης, είναι συνταγές που βοηθούν στο περιβάλλον – ανακυκλώνουμε υλικά, δεν πετάμε τίποτα. Δίνω συνταγή για να φτιάξεις ζωμούς· είναι πολύ εύκολο να τους φτιάξεις, και όταν δοκιμάσεις πραγματικό ζωμό θα καταλάβεις ότι ο έτοιμος δεν έχει καμία σχέση. Τα smash burger είναι η μεγάλη μου αγάπη, μου αρέσουν τα λεπτά μπιφτέκια τα οποία έχουν καραμελοποιηθεί και έχουν φτιάξει αυτή την τρομερή κρούστα. Προτείνω να φτιάξουμε ένα πολύ ωραίο bun στο σπίτι, γλυκά χωρίς αλεύρι, ένα πολύ ωραίο σοκολατένιο κέικ χωρίς αλεύρι, ρεβιθάδες, μακαρόνια που αντικαθιστούν το κρέας και διάφορα άλλα πράγματα. Μέχρι και σεβίτσε με λαβράκι ελληνικό. Το φαγητό στο σπίτι είναι πιο γρήγορο απ’ το delivery, άσε που μπορεί να σου έρθει και κρύο, στραπατσαρισμένο φαγητό, ενώ σε τριάντα λεπτά το πολύ μπορείς να φτιάξεις φαγητό στο σπίτι. Με μικρά τρικ μπορείς να δώσεις boost στον εαυτό σου και να έχεις απίστευτη ενέργεια, και το βράδυ να κοιμηθείς τόσο ωραία που το πρωί θα ξυπνήσεις και θα είσαι άλλος άνθρωπος. Όσο και να ακούγεται κάπως, είναι πολύ μεγάλη αλήθεια αυτό.
— Το φαγητό στο σπίτι έχει ακριβύνει πολύ μετά την καραντίνα, συμφέρει να μαγειρεύεις για έναν άνθρωπο;
Έχεις απόλυτο δίκιο, αλλά πρέπει να ξέρεις τι να ψωνίζεις. Γενικά είναι πολύ πιο ακριβό το να τρως έξω από το να μαγειρέψεις ένα φαγητό. Επίσης, αν παραγγέλνεις να σου φέρνουν τα ψώνια στο σπίτι, δεν μπορείς να τσεκάρεις την ποιότητα. Αν έρθουν κάποια φρούτα ή λαχανικά χαλασμένα ή λιωμένα, είναι έξτρα κόστος, οπότε πρέπει να αφιερώσεις μια-δυο ώρες τη βδομάδα για τα ψώνια σου, για το φαγητό σου, γι’ αυτό που σε κινεί. Κόψε από κάπου αλλού δύο ώρες και αφιέρωσέ τες στο να προσέξεις τον εαυτό σου. Αν αγοράσεις ένα κοτόπουλο και το κόψεις μερίδες και το βάλεις στην κατάψυξη, έχεις πολύ καλή πρώτη ύλη και σε καλή τιμή. Κι έχεις και το ψυγείο σου γεμάτο. Είναι πολύ πιο εύκολο όταν έχεις υλικά στην κατάψυξη από το να ψάχνεις τελευταία στιγμή τι να φας, και να καταλήγεις σε κάτι απέξω που μόνο λιπαρά θα σου προσφέρει, ενώ θα χάσεις και τουλάχιστον ένα δωδεκάευρο. Στην Ελλάδα έχουμε περισσότερες επιλογές, έχουμε περισσότερα υλικά από ό,τι πριν από δέκα χρόνια, αλλά δεν τρώμε καλύτερα· τρώμε χειρότερα, γιατί και η πρώτη ύλη έχει χαλάσει. Έχει αλλάξει π.χ. η ζωική διατροφή. Τρώμε και πολύ έξω ή απέξω. Ευτυχώς τρώω έξω μόνο για δουλειά, σπάνια με καλύπτει κάτι απέξω. Κάποτε με κάλυπταν πολλά πράγματα, τώρα δεν το ευχαριστιέμαι. Κι επειδή είναι μεγάλος τζόγος το να πας κάπου που να αξίζει πραγματικά τις θερμίδες που θα πάρεις και το χρόνο που θα χάσεις, πρέπει να είμαι πολύ σίγουρος πλέον για το μαγαζί, να έχει πάει κάποιος φίλος μου. Συνήθως όταν ανοίγει ένα μαγαζί, το πρώτο δίμηνο-τρίμηνο είναι πάρα πολύ καλό, μετά το τρίμηνο αρχίζουν τα προβλήματα. Είτε επειδή δεν πάει καλά, είτε επειδή πάει πάρα πολύ καλά. Τα καλά μαγαζιά υπάρχουν, είναι διαμαντάκια αλλά δεν τα βρίσκεις εύκολα, κι αυτά δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο ντελίβερι. Κι ακόμα κι αν έχουν, δεν είναι το φαγητό όπως στο μαγαζί, γιατί μέχρι να έρθει το μηχανάκι θα κρυώσει, και θα φας κάτι απλά για να γεμίσεις το στομάχι σου. Αυτό που έχει αναβαθμιστεί πολύ στην Ελλάδα είναι το ψωμί, οπότε πάρε λίγο ψωμί, μια καλή γραβιέρα, φτιάξε και μια σαλάτα και είναι το καλύτερο μεσημεριανό. Η Αθήνα έχει δοκιμάσει τα πάντα και βρίσκεις τα πάντα αυτή τη στιγμή, σε κακές version αλλά και σε καλές, πιστεύω ωστόσο ότι σύντομα όλοι θα αναζητήσουν πάλι το καλό φαγητό. Πιστεύω ότι θα εμφανιστούν ξανά καλά μαγειρεία. Αυτό φαίνεται και στο εξωτερικό – όλοι ξαναγυρνάνε στο απλό και στο καλό φαγητό…
Συνταγές
Ψητό κουνουπίδι με σος γιαούρτι και ταχίνι
Λατρεύω να πειραματίζομαι με λαχανικά όπως το κουνουπίδι, το οποίο έχει «υποφέρει» στα χέρια των μαμάδων και των γιαγιάδων, που το έβραζαν σε σημείο πολτοποίησης. Γνωστή και ως «μπριζόλα κουνουπιδιού», αυτή η συνταγή θα ικανοποιήσει όχι μόνο τους vegan αναγνώστες αλλά όλους όσοι εκτιμούν το καλό φαγητό.
2 κουνουπίδια (1 κιλό περίπου το καθένα)
3-4 κ.σ. εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο
Για τη σος γιαούρτι και ταχίνι
150 γρ. στραγγιστό γιαούρτι
4 κ.σ. ταχίνι ολικής άλεσης
Χυμός από 1 λεμόνι
½ κ.γλ. εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο
Αλάτι, φρεσκοτριμμένο πιπέρι
2-3 κ.σ. σχοινόπρασο, ψιλοκομμένο
3 κ.σ. καρύδια, ψιλοκομμένα
3 κ.γλ. κάππαρη
1 κ.γλ. πουλ μπιμπέρ
Προθερμαίνουμε το φούρνο στους 200°C, στον αέρα. Κόβουμε 4 φέτες πάχους 2,5 εκ. σαν «μπριζόλες», από το κέντρο των κουνουπιδιών. Αν τα κουνουπίδια είναι μεγάλα, μπορούμε να κόψουμε 2 φέτες από το καθένα.
Στρώνουμε τη λαμαρίνα με λαδόκολλα και τοποθετούμε τις φέτες κουνουπιδιού εκεί. Αλείφουμε με το ελαιόλαδο και αλατοπιπερώνουμε κάθε πλευρά. Ψήνουμε στο φούρνο για 15-20 λεπτά, μέχρι το κουνουπίδι να μαλακώσει και να τρυπιέται. Αναποδογυρίζουμε και ψήνουμε για άλλα 10 λεπτά. Παράλληλα ετοιμάζουμε τη σος γιαούρτι και το ταχίνι. Αναμειγνύουμε σε μπολ το γιαούρτι, το ταχίνι και το λεμόνι. Προσθέτουμε το ελαιόλαδο και αλατοπιπερώνουμε.
Απλώνουμε τη σος γιαουρτιού σε κάθε πιάτο και τοποθετούμε από πάνω τις μπριζόλες κουνουπιδιού. Ρίχνουμε το σχοινόπρασο, τα καρύδια, την κάππαρη και το πουλ μπιμπέρ. Περιχύνουμε με ωμό ελαιόλαδο και σερβίρουμε αμέσως.
Τάκος με ψάρι και κρέμα αβοκάντο
Ποιος δεν λατρεύει τα τάκος και το μεξικάνικο φαγητό γενικότερα; Σε αυτή τη συνταγή ταιριάζουν ψάρια όπως κολιός, μπακαλιάρος, γλώσσα ή τσιπούρα.
Υλικά
3 κ.σ. εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο
800 γρ. φιλέτο μπακαλιάρου χωρίς πέτσα
Χυμός από 1 λάιμ
1 κ.γλ. πάπρικα
2 κ.γλ. μπούκοβο
1/2 κ.γλ. πιπέρι καγέν
Για τη λαχανοσαλάτα
4 χούφτες κόκκινο λάχανο, ψιλοκομμένο
2 κ.γλ. μηλόξιδο
Για την κρέμα αβοκάντο
2 αβοκάντο καθαρισμένα, χωρίς κουκούτσια, κομμένα σε φέτες
1 κ.σ. στραγγιστό γιαούρτι ή μαγιονέζα
Χυμός από 1 λάιμ
Αλάτι, φρεσκοτριμμένο πιπέρι
Για το σερβίρισμα
4-6 τορτίγιες
4 κ.σ. κρεμμύδι τουρσί
2 φέτες λάιμ
Προθερμαίνουμε το φούρνο στους 200°C, στο γκριλ. Χτυπάμε το ελαιόλαδο, το χυμό λάιμ, την πάπρικα, το μπούκοβο και το πιπέρι καγιέν σε μπολ. Προσθέτουμε τα φιλέτα μπακαλιάρου και αναμειγνύουμε. Μεταφέρουμε τα φιλέτα στη λαμαρίνα του φούρνου που έχουμε στρώσει με λαδόκολλα, και ψήνουμε για 8-10 λεπτά.
Παράλληλα ετοιμάζουμε τη λαχανοσαλάτα. Αναμειγνύουμε το λάχανο με το μηλόξιδο σε
μπολ και αλατοπιπερώνουμε. Ετοιμάζουμε την κρέμα αβοκάντο. Λιώνουμε το αβοκάντο με πιρούνι σε μπολ, προσθέτουμε το γιαούρτι και το χυμό λάιμ, αλατοπιπερώνουμε και ανακατεύουμε.
Λίγο πριν ψηθεί το ψάρι, τοποθετούμε τις τορτίγιες ανάμεσα στα κενά στη σχάρα του φούρνου, για να γίνουν ελαφρώς τραγανές. Σερβίρουμε το ψάρι με τη λαχανοσαλάτα, την κρέμα αβοκάντο, τις τραγανές τορτίγιες, το κρεμμύδι τουρσί και τις φέτες λάιμ σε δίσκο σερβιρίσματος. Καθένας συναρμολογεί το δικό του τάκος, βάζοντας σε κάθε τορτίγια λίγα από τα υλικά στις αναλογίες που επιθυμεί.
Το βιβλίο του Τάσου Αντωνίου «Μαμά, πεινάω αλλά θα μαγειρέψω εγώ!» κυκλοφορεί από την KEY Books.