Όταν ήταν μικρός, ο Βασίλης Παπαματθαίου ήθελε να γίνει ο καλύτερος ζαχαροπλάστης του κόσμου. «Είχα λαχτάρα γι' αυτό», λέει, «έτσι έφυγα από μικρός και πήγα στο Παρίσι, στα 18, σε μια διεθνώς αναγνωρισμένη σχολή που λέγεται Cordon Bleu και ταυτόχρονα δούλευα εκεί. Στη συνέχεια έψαξα να βρω δουλειά σε εστιατόρια που είχαν ονόματα πολύ δυνατά, γιατί για μια περίοδο της ζωής μου είχα βάλει σκοπό να γίνω ο καλύτερος».
Μου διηγείται ιστορίες από τα εστιατόρια στα οποία δούλεψε στη συνέχεια (το ένα με δύο αστέρια Michelin) και πώς, μετά, ξεκίνησε η ιστορία με τη ζαχαροπλαστική, το 2000.
«Έμεινα μερικά χρόνια στο Παρίσι και μετά πήγα στο Λονδίνο, στην αρχή ψάχνοντας απελπισμένα για δουλειά. Δούλεψα στο Εscargot στο Σόχο, το εστιατόριο του Marco Pierre White, και μετά έφυγα και πήγα στη Βαρκελώνη, βρίσκοντας δουλειά σε διάφορα αντίστοιχα μαγαζιά, κυρίως ως ζαχαροπλάστης.
Στη Βαρκελώνη φοίτησα και σε άλλη μια σχολή ζαχαροπλαστικής, την Espai-Sucre, που είναι για μένα η πιο μοντέρνα σχολή ζαχαροπλαστικής που υπάρχει, γι' ανθρώπους που έχουν εμπειρία πάνω στο θέμα. Δούλεψα στο εστιατόριο της σχολής, που έχει μόνο γλυκά, και σε άλλα, πολύ καλά μαγαζιά.
Μια μέρα ο Κίκο Σόσα έφαγε στο εστιατόριο όπου δούλευα και μετά ήρθε στην κουζίνα να γνωρίσει αυτόν που είχε φτιάξει το συγκεκριμένο γλυκό. Πιάσαμε κουβέντα, του είπα ότι είμαι από την Ελλάδα κι έτσι κολλήσαμε.
Συμβαίνει συχνά, να έχεις έναν πάρα πολύ καλό μάγειρα ή έναν πάρα πολύ καλό ζαχαροπλάστη και ο επιχειρηματίας να μην τον υποστηρίζει όσο θα έπρεπε. Αυτός ήταν για μένα ο μεγάλος φόβος επιστρέφοντας, δεν ήθελα με τίποτα να πέσω σε κάποιον επιχειρηματία τέτοιου είδους, γιατί αυτό το πράγμα σε «καίει» ως επαγγελματία. Κι έχει πολλούς κακούς επιχειρηματίες εδώ.
Ο Κίκο Σόσα είναι από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες του κόσμου στον χώρο της εστίασης και οραματιστής της γεύσης. Στο εργοστάσιό του, που βρίσκεται έξω από τη Βαρκελώνη, δουλεύουν 250 άτομα, όλοι κάτω των 40, ένα ολόκληρο χωριό, και όλη μέρα κάνουν δοκιμές σε υλικά, άπειρες δοκιμές, γιατί εκεί βασίζεται όλη του η επιτυχία.
Από κει βγαίνει το συνταγολόγιο και όλες οι ιδέες που μπορεί να προκύψουν. Πλέον έχει γίνει τόσο μεγάλο αυτό το πράγμα −εξάγουν σε περισσότερες από 90 χώρες− που όλοι οι μάγειρες ψάχνουν να βρουν τι καινούργιο έχει βγει από κει. Είναι αυτός που σήμερα διαμορφώνει την τάση της αγοράς».
Ο Βασίλης αφηγείται πώς ξεκίνησε να δουλεύει για τη Sosa, στην αρχή κάνοντας σεμινάρια ανά τον κόσμο για τον τρόπο που δουλεύονται τα προϊόντα που παράγουν και στη συνέχεια ως αντιπρόσωπος της εταιρείας στην Ελλάδα.
«Ήθελα πολύ να το κάνω και το κυνήγησα» εξηγεί. «Δούλεψα στην εταιρεία για να μάθω τα πάντα για τα προϊόντα τους και από κει προέκυψε και το υπόλοιπο κομμάτι. Η Sosa μπορεί να είναι μια πάρα πολύ μεγάλη εταιρεία, αλλά έχει οικογενειακό προφίλ και πρέπει να έχεις πολλή εμπειρία για να δουλέψεις μαζί τους.
Μέχρι να φτάσω μέχρι εκεί ήμουν για πολύ καιρό ζαχαροπλάστης. Γύρισα στην Ελλάδα μετά από περισσότερο από δέκα χρόνια κι έφτιαξα την εταιρεία που λέγεται "Παράξενες Ύλες". Ήρθα στον πάνω όροφο του μαγαζιού με τα εργαλεία του πατέρα μου, που υπάρχει από τη δεκαετία του '40 στην οδό Αθηνάς, γιατί, oικονομικά, δεν άντεχα να πάω αλλού.
Το εργαλείο στα μικρά μαγαζιά έχει αρχίσει να πεθαίνει από την αρχή μέχρι το τέλος του δρόμου, το έφαγαν οι "μεγάλοι" και είχε φτάσει έτσι κι αλλιώς η ώρα της αλλαγής. Ξεκίνησα το 2012 με ένα ράφι με 5-6 κωδικούς προϊόντων που ήταν πολύ χρήσιμα στην κουζίνα και σιγά-σιγά, μαζεύοντας λεφτά, έφερα και τα υπόλοιπα.
Για να μπορέσω να φέρω στην Ελλάδα τα κατεψυγμένα φρούτα έπρεπε να διαθέτω πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Για να γίνει όλο αυτό, με βοήθησε πολύ η αδερφή μου η Ισμήνη, είναι ο ήρωας αυτής της δουλειάς, κι ας μη φαίνεται».
Σήμερα οι Παράξενες Ύλες είναι η εταιρεία που διαμορφώνει πραγματικά την τάση της αγοράς σε ό,τι έχει σχέση με το φαγητό και το γλυκό στην Ελλάδα. «Φέρνουμε ό,τι αξίζει τον κόπο και είναι καλό ποιοτικώς, αυτό και μόνο είναι πρωταρχικός μας σκοπός» λέει. «Η εταιρεία μας προμηθεύει με υλικά ξενοδοχεία, εστιατόρια, γενικά καταστήματα εστίασης σε όλη την Ελλάδα και όσο μπορούμε και εκτός Ελλάδας».
Μας δείχνει ένα σωρό πολύχρωμα κουτιά ταξινομημένα στα ράφια με σκόνες, ζαχαρωμένα ή αποξηραμένα λουλούδια (τριαντάφυλλα και βιολέτες − χρησιμοποιεί άγνωστες λέξεις όπως η "λυοφιλίωση" για να μας εξηγήσει τη διαδικασία αποξήρανσης) δίπλα σε μπουκαλάκια διαφόρων σχημάτων για σερβίρισμα υγρών, σιλικόνες και σκελετούς ψησίματος για λεπτά παντεσπάνια.
«Το καθένα που βλέπεις είναι διαφορετικό, εξαρτάται από τη χρήση του και την τεχνική που θέλει να χρησιμοποιήσει ο εκάστοτε μάγειρας ή ζαχαροπλάστης: ζελατίνες, οξέα, άμυλα, σταθεροποιητές για παγωτά ή για να φτιάξεις κρέμες ή αφρούς, για ζαχαροπλαστική και μαγειρική, πολλά αρώματα, πάστες από φρούτα, φρούτα, καφέ ή μέλι σε κομματάκια, γιαούρτι σε σκόνη, υλικά που είναι λίγο παράξενα και χρειάζονται τεχνολογία μοντέρνα για να γίνουν.
Έχουμε πούλπες από κατεψυγμένα φρούτα, σοκολάτες, σιλικόνες, σακούλες, vacuum, ρόνερ, καπνιστήρια, πολλά και διάφορα. Κι εκτός από εστιατόρια, ξενοδοχεία και ζαχαροπλαστεία, τροφοδοτώ και εταιρείες καλλυντικών με αρώματα και υλικά που πήζουν τις κρέμες, π.χ. ξανθάνη. Όσα είναι εδώ μέσα είναι όλα βρώσιμα».
Παράλληλα, μαζί με τον πατέρα του φτιάχνουν ξύλινες κατασκευές σερβιρίσματος και μικροκατασκευές για τα εστιατόρια των πελατών τους. «Έχουμε φτιάξει έναν κατάλογο και πλέον τα εξάγουμε. Έχουμε και άλλη μία εταιρεία που κάνει φύτρα και λουλούδια που τα πηγαίνουμε σε κασελάκια στα εστιατόρια στην Ελλάδα και έξω».
Ο Βασίλης δεν ξεχνάει ότι είναι ζαχαροπλάστης και το όνειρό του είναι να ανοίξει ένα ζαχαροπλαστείο στο κέντρο της Αθήνας που να έχει πραγματικά εξαιρετικά γλυκά και παγωτά. Μετά από έξι χρόνων σκληρή δουλειά στο μαγαζί, θεωρεί ότι έφτασε η ώρα να αξιοποιήσει τις γνώσεις και την εμπειρία του με τα υλικά για να δημιουργήσει αυτό που ήθελε από την αρχή: ένα ζαχαροπλαστείο στ' αλήθεια μοντέρνο, όπως τα καλύτερα της Ευρώπης.
«Είμαι ζαχαροπλάστης εστιατορίου», εξηγεί, «και τα γλυκά που έφτιαχνα ήταν "πιάτα". Σε ζαχαροπλαστείο έχω δουλέψει δύο φορές στη ζωή μου. Στην Αθήνα δούλεψα στο Big Deals, έκανα πρακτική στο Μεγάλη Βρετάνια και συνεργάστηκα για λίγο με το Αριστερά-Δεξιά. Έχω φτιάξει και για κάποια μαγαζιά παγωτά και γλυκά.
Εάν δεν είχα αυτήν τη δουλειά και είχα μόνο έναν μισθό ζαχαροπλάστη, μπορεί να μην κατάφερνα ποτέ στη ζωή μου να εκπληρώσω το όνειρο που έχω, να κάνω εξαιρετικό παγωτό. Εάν δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα να το κάνεις, ό,τι και να συζητάμε δεν έχει νόημα. Μπορεί να έχεις δουλέψει το καλύτερο παγωτό και να κάνεις παγωτά για πάρα πολύ καιρό, αλλά χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό καλό παγωτό είναι αδύνατο να φτιάξεις. Και ο κατάλληλος εξοπλισμός κοστίζει πολλά λεφτά.
Είναι δύσκολο να βρεις καλό παγωτό στην Ελλάδα. Είναι μεγάλο το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί από τις εταιρείες που υπάρχουν στην ελληνική αγορά, οι οποίες πουλάνε σε όλους το ίδιο πράγμα και το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να προσθέσουν γάλα ή νερό. Είναι δύσκολο να σταθεροποιήσεις το παγωτό και να δώσεις μια υφή επάλειψης σε κάτι που βρίσκεται σε χαμηλή θερμοκρασία, στους -15, στους -16 βαθμούς Κελσίου, που είναι η θερμοκρασία σερβιρίσματος του παγωτού.
Απαιτεί γνώση για το τι περιέχει, να ξέρεις ότι αν δεν περιέχει μέχρι 44% στερεά δεν πρόκειται να σταθεροποιηθεί ποτέ. Ότι αν δεν περιέχει 3-4 σάκχαρα (κάθε ζάχαρη έχει διαφορετική ιδιότητα και τη χρησιμοποιείς για την αντιψυκτική και τη γλυκαντική της δύναμη) και χρησιμοποιήσεις μόνο μία ζάχαρη, δεν πρόκειται ποτέ να φτιάξεις παγωτό που να είναι τεχνικά σωστό.
Σχεδόν όλοι στην Ελλάδα παίρνουν υλικά από την ίδια ιταλική εταιρεία, από διαφορετικό αντιπρόσωπο, και καταλήγουν να κάνουν το ίδιο παγωτό. Κι ας νομίζουν ότι φτιάχνουν διαφορετικό. Κανονικά, πρέπει να έχεις διαφορετική συνταγή για το κάθε παγωτό που φτιάχνεις. Είναι διαφορετική η συνταγή για το παγωτό βανίλια, διαφορετική για το παγωτό σοκολάτα, το σορμπέ λεμόνι, το σορμπέ φράουλα, για το παγωτό φιστίκι, όχι μία για όλα.
Σημασία έχει και τι πρώτη ύλη χρησιμοποιείς, τι γάλα παίρνεις, τι ξηρό καρπό βάζεις στο παγωτό, τι φρούτο, τι βανίλια αγοράζεις. Όλα αυτά μπορεί να συμβαίνουν σε τρία παγωτατζίδικα σε όλη την Ελλάδα.
Τα γλυκά που μου αρέσει να τρώω είναι τα γλυκά που έχουν καλή πρώτη ύλη. Δεν θέλω να έχουν πάρα πολλή ζάχαρη, θέλω να είναι άγλυκα. Βέβαια, εδώ υπάρχει ένα θέμα με αυτό, γιατί αν δεν είναι πολύ γλυκό το γλυκό, δεν αρέσει. Έτσι έχουμε συνηθίσει. Μέχρι τώρα, αυτό που τρώγαμε εμείς ήταν είκοσι χρόνια πίσω από αυτό που έτρωγε η υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά τώρα πια η εξέλιξη της μαγειρικής και της ζαχαροπλαστικής στην Ελλάδα είναι ραγδαία. Υπάρχει πολύ μεγαλύτερη ανάπτυξη απ' ό,τι σε άλλους τομείς γιατί έχουμε πάρα πολύ καλούς επαγγελματίες που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Αυτό που μας λείπει είναι υγιείς επιχειρηματίες και γνώστες της επιχείρησης, ώστε να μην τους ταλαιπωρούν και να κάνουν τη δουλειά τους. Αυτό συμβαίνει συχνά, να έχεις έναν πάρα πολύ καλό μάγειρα ή έναν πάρα πολύ καλό ζαχαροπλάστη και ο επιχειρηματίας να μην τον υποστηρίζει όσο θα έπρεπε. Αυτός ήταν για μένα ο μεγάλος φόβος επιστρέφοντας, δεν ήθελα με τίποτα να πέσω σε κάποιον επιχειρηματία τέτοιου είδους, γιατί αυτό το πράγμα σε "καίει" ως επαγγελματία. Κι έχει πολλούς κακούς επιχειρηματίες εδώ.
Ξέρεις τι είναι να σκοτώνεσαι να κάνεις τη δουλειά σου και να σου λέει: "Σεφ, πήγαμε στη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα μου σε ένα μαγαζί και φάγαμε κάτι γλυκά που δεν έχω ξαναφάει. Θέλω να μου φτιάξεις ένα ίδιο παγωτό". "Ναι, κύριε τάδε, για να το φτιάξω αυτό πρέπει να μου πάρεις μια παγωτομηχανή που έχει 25.000 ευρώ". "Έλα, ρε φίλε, που θες μια μηχανή με 25 χιλιάρικα, άμα φέρω την τάδε θα μου το φτιάξει με την παγωτομηχανή με τα 3 χιλιάρικα".
Παίρνει μηχανή των 3.000 ευρώ και σου λέει: "Φίλε, εμένα δεν μου έφτιαξες αυτό το παγωτό που σου είπα, δεν είσαι καλός σεφ". Μεγάλε, αν δεν επενδύσεις, δεν θα φας ποτέ εδώ το ίδιο παγωτό ή το ίδιο γλυκό, κι ας έχει πολύς κόσμος τη γνώση για να το φτιάξει. Αν δεν τον υποστηρίξεις, πώς θα το φτιάξει;
Έχω χρώματα ζαχαροπλαστικής στο μαγαζί που είναι φυσικά, φυτικά, και έχουν 5 ευρώ τα 80 γραμμάρια και όχι 80 λεπτά που έχουν τα συνθετικά. Βγάζουν πιο φυσικό χρώμα από τα τεχνητά, αλλά αν θες να πάρεις τα βασικά χρώματα, θα σου στοιχίσει 80 ευρώ, ενώ το άλλο θα σου στοιχίσει 6. Ο επιχειρηματίας θα σου πει: "Φίλε, δεν θα το πάρουμε. Δεν με νοιάζει. Θα πάρεις το φτηνό και θα περιμένω να μου βγάλεις παπάδες, να τρελάνουμε την Αθήνα". Αυτό δεν γίνεται με τίποτα.
Υπάρχει άρωμα τζίντζερ με 25 ευρώ το μπουκαλάκι. Μπορείς να βρεις και με 8, αλλά δεν θα μυρίζει το ίδιο. Αν φτιάξεις ένα παγωτό με φρέσκο τζίντζερ και στο τέλος, πριν το σερβίρεις, στάξεις δύο σταγόνες στο λίτρο από αυτό που είναι φυτικό κι έχει τρελή τεχνολογία από πίσω του, δεν θα είναι το ίδιο με των 5 ευρώ. Η πρώτη ύλη κάνει τη διαφορά.
Στην Αθήνα βλέπω το γλυκό του εστιατορίου σε πολύ καλύτερο επίπεδο απ' ό,τι το γλυκό του ζαχαροπλαστείου. Έχει πολύ λίγα ζαχαροπλαστεία στο κέντρο όπου θα φας κάτι πιο εκμοντερνισμένο, ενώ αν πας σε εστιατόριο, θα φας γλυκό που είναι τεχνικά άρτιο. Το αν είναι καλό ή όχι εξαρτάται από τους συνδυασμούς που μπορεί να έχει, αλλά στο εστιατόριο βρίσκεις πιο εξειδικευμένους ζαχαροπλάστες απ' ό,τι στο ζαχαροπλαστείο, όπου έχουν μεγάλη παραγωγή».
Τον ρωτάω ποιο είναι γι' αυτόν το καλύτερο γλυκό της Αθήνας. «Μου αρέσουν πολύ τα γλυκά της Κασσιανής στην Πετρούπολη, για μένα είναι πάρα πολύ καλά. Εκεί θα πάω να πάρω τούρτα για τη μαμά μου».
«Τι περιθώρια έχει να εξελιχθεί το ελληνικό παραδοσιακό γλυκό;». «Μπορεί να εξελιχθεί σε πολύ καλό γλυκό, απλώς τα γλυκά μας είναι πολύ γλυκά, έτσι έχει μάθει ο ουρανίσκος μας και το λιγότερο γλυκό δεν μας αρέσει. Κάποια θέλουν φτιάξιμο. Βέβαια, υπάρχουν και γλυκά πολύ καλά, τα γαλακτοκομικά, π.χ. οι απλές κρέμες γάλακτος, το ανθόγαλο με μέλι, το γιαούρτι με μέλι. Γιαούρτι βρίσκεις πολύ καλό στην Αθήνα. Και γαλακτομπούρεκα έχει πολύ ωραία η Αθήνα, αλλά είναι πολύ γλυκά.
Σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, Βαρκελώνη, Λονδίνο, Παρίσι, η Αθήνα έχει πολύ πιο λίγα αξιόλογα μέρη, είναι μετρημένα στα δάχτυλα του χεριού και το βασικό πρόβλημα είναι η πρώτη ύλη. Χρησιμοποιούν πολύ φτηνή σοκολάτα, γιατί αυτή κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά. Ο επιχειρηματίας δεν θα πάρει τη σοκολάτα που είναι πολύ καλής ποιότητας, θα πάρει μία που είναι δεύτερης ποιότητας, γιατί η πρώτη έχει 5 ευρώ το κιλό και η δεύτερη 2. Σκέφτεται ότι έχει το πελατολόγιο χτισμένο και δεν τον νοιάζει, αλλά αν δεν υπάρχει συνεχής εξέλιξη, χάνεται η ποιότητα.
Υπάρχουν πολλά περιθώρια να φτιάξεις ένα καινούργιο και πρωτότυπο γλυκό, ανάλογα με το πόσο διατεθειμένος είσαι να το εξελίξεις. Πλέον υπάρχουν και τα υλικά για να το κάνεις, γιατί παλιά είχες το πρόβλημα ότι έπρεπε να κάνεις ο ίδιος εισαγωγή. Τώρα πια είναι πολύ πιο εύκολο γιατί την άριστη πρώτη ύλη την έχεις. Έτσι, είμαι σίγουρος 100% ότι τα επόμενα χρόνια θα ξεπηδήσουν πολύ αξιόλογα ζαχαροπλαστεία.
Στο ελληνικό ζαχαροπλαστείο δεν υπάρχει το "ό,τι πληρώνεις παίρνεις". Κάποια ακριβά ζαχαροπλαστεία είναι πολύ καλά, αλλά υπάρχουν και κάποια που είναι "φόλα". Δεν λέω ότι σε γδέρνουν, αλλά διαφωνώ με την άποψη ότι πρέπει να πάρεις κάτι φτηνό κι ας μην είναι και τόσο καλό.
Στην Αθήνα το καλό γλυκό είναι κάπως σαν τη ρουλέτα. Aυτό δεν υπάρχει τόσο πολύ στο εξωτερικό. Αν πληρώσεις κάτι πιο ακριβά, θα είναι σίγουρα καλό επειδή έχει πολύ μεγαλύτερο ανταγωνισμό. Αν δεν είναι ποιοτικό το μαγαζί, δεν θα αντέξει. Σε κάποια πράγματα είναι καλός ο ανταγωνισμός.
Και από το 2010-11 που ξεκίνησε το πρόβλημα εδώ, το οποίο πιστεύω ότι θα το έχουμε εσαεί, έγινε γερό ξεσκαρτάρισμα στην εστίαση. Έκλεισαν πάρα πολλές επιχειρήσεις και ορθοπόδησαν όσες είχαν τη λογική: "θα πάρω σωστά υλικά, θα τα πουλήσω στη σωστή τιμή" − αυτά κράτησαν. Aυτά θα κρατήσουν γενικώς.
Το πιο ωραίο γλυκό που έχω φάει; Έχω φάει σε πολλά μέρη γλυκά που μπορώ να πω ότι μου άρεσαν πάρα πολύ, από τον Pierre Hermé στο Παρίσι, από τον Oriol Balaguer στη Bαρκελώνη, κρουασάν και σφολιάτες ευρωπαϊκές στη Hoffman, επίσης στη Bαρκελώνη.
Οι σεφ που έχω ως πρότυπο είναι ο Joël Robuchon, που είναι μάγειρας, όχι ζαχαροπλάστης, αλλά είναι τρομερός επιχειρηματίας. Το όνομά του είναι παντού και αποτελεί κομμάτι της παγκόσμιας γαστρονομίας. Επίσης ο Jordi Butron και ο Jordi Puigvert, και οι δύο εξαιρετικοί ζαχαροπλάστες. Και ο Richard Martinez που τον έχω παντρέψει κι έρχεται σύντομα στην Αθήνα για να φτιάξουμε μαζί μερικά γλυκά στο μαγαζί που ετοιμάζω.
Στο σπίτι μου δεν προλαβαίνω να φτιάξω τίποτα. Έφτιαξα ένα τιραμισού πριν από κάνα μήνα με την κοπέλα μου, αλλά γυρνάω κάθε μέρα στις 9 το βράδυ και δεν θέλω να κάνω τίποτα. Η μαμά μου θέλω να μου μαγειρεύει και να μου φέρνει φαγητό, μαγειρεύει πολύ ωραία. Φτιάχνει ραβανί, καρυδόπιτα, αλλά πιο πολύ μαγειρεύει παρά φτιάχνει γλυκά.
Μου φτιάχνει κάθε χρόνο την τούρτα των γενεθλίων μου και δεν μπορώ άμα δεν μου τη φτιάξει. Κι ας είναι πιο γλυκιά απ' όσο θα ήθελα πια. Όταν ήμουν πιο μικρός δεν με ένοιαζε τίποτα».
Αφήνοντας το τακτοποιημένο χάος του μαγαζιού του στην Αθηνάς του ζητάω να μου πει μια απλή συνταγή για την εκπληκτική σοκολάτα Weiss που μας δίνει ως δώρο. «Ρόφημα» μας λέει: «750 ml γάλα, 250 ml κρέμα και 200 γραμμάρια σοκολάτα. Ζεσταίνω το γάλα στους 45°C και το ρίχνω, ανακατεύοντας, μέσα στη σοκολάτα».
Παράξενες Ύλες, Αθηνάς 27, Μοναστηράκι, Αθήνα // Ολυμπίου Διαμαντή 30, Λαδάδικα, Θεσσαλονίκη, http://paraxenesyles.com